Δευτέρα 28.
Κοιμήθηκα δυὸ τὸ πρωί, διαβάζοντας Μακρυγιάννη. Στὶς τρεῖς καὶ μισὴ μία φωνὴ μέσα ἀπὸ τὸ τηλέφωνο μὲ ξύπνησε: «ἔχουμε πόλεμο». Τίποτε ἄλλο, ὁ κόσμος εἶχε ἀλλάξει. Ἡ αὐγή, ποὺ λίγο ἀργότερα εἶδα νὰ χαράζει πίσω ἀπὸ τὸν Ὑμηττό, ἦταν ἄλλη αὐγή: ἄγνωστη. Περιμένει ἀκόμη ἐκεῖ ποὺ τὴν ἄφησα. Δὲν ξέρω πόσο θὰ περιμένει, ἀλλὰ ξέρω πὼς θὰ φέρει τὸ μεγάλο μεσημέρι. Ντύθηκα κι ἔφυγα ἀμέσως.
Κοιμήθηκα δυὸ τὸ πρωί, διαβάζοντας Μακρυγιάννη. Στὶς τρεῖς καὶ μισὴ μία φωνὴ μέσα ἀπὸ τὸ τηλέφωνο μὲ ξύπνησε: «ἔχουμε πόλεμο». Τίποτε ἄλλο, ὁ κόσμος εἶχε ἀλλάξει. Ἡ αὐγή, ποὺ λίγο ἀργότερα εἶδα νὰ χαράζει πίσω ἀπὸ τὸν Ὑμηττό, ἦταν ἄλλη αὐγή: ἄγνωστη. Περιμένει ἀκόμη ἐκεῖ ποὺ τὴν ἄφησα. Δὲν ξέρω πόσο θὰ περιμένει, ἀλλὰ ξέρω πὼς θὰ φέρει τὸ μεγάλο μεσημέρι. Ντύθηκα κι ἔφυγα ἀμέσως.