«Επειδή δεν μπορώ να βρω δίκαιο στη δικαιοσύνη των Ελλήνων, αναγκάσθηκα να τονίσω το δίκαιο της Παρδάλας ή Μαχαίρας», δήλωνε χαρακτηριστικά ο μόλις 17χρονος Φώτος το 1917 στη λεπίδα του μαχαιριού του, πιάνοντας τα όπλα και τραβώντας κατά Όλυμπο μεριά για να γίνει κλέφτης.
Οχτώ χρόνια αργότερα, ο 25χρονος φόβος και τρόμος Θεσσαλίας και Μακεδονίας θα έχανε το κεφάλι του στην Κλεφτόβρυση Ολύμπου από το απόσπασμα που βγήκε στο κατόπι του, όχι βέβαια προτού προφητεύσει ότι μια μέρα οι ληστές με τα μαχαίρια θα κατέβαιναν από τα βουνά και θα ζούσαν ως φιλήσυχοι πολίτες στις πόλεις!
Ο Φώτης Γιαγκούλας ήταν άλλος ένας κοινωνικός ληστής της ταραγμένης εποχής που ακολούθησε την Επανάσταση του 1821 και την ανακήρυξη του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, ένα προβεβλημένο μέλος της κοινότητας των «βασιλέων των ορέων», όπως τους αποκαλούσαν χαρακτηριστικά, ληστοσυμμορίτες που κυριάρχησαν δηλαδή στην ελληνική ύπαιθρο για περισσότερο από έναν αιώνα (η ληστοκρατία εξαφανίστηκε μόλις στα χρόνια της Εθνικής Αντίστασης).
Ο Γιαγκούλας κολύμπησε στο έγκλημα και έκανε όσα μπορούσαν να γίνουν: από ζωοκλοπές, λιποταξία, ληστείες μέχρι απαγωγές και φόνους, διανθίζοντας τα αιματοβαμμένα χρονικά του με γερές δόσεις θηριωδιών και στυγερών εγκλημάτων. Έδρασε στον Όλυμπο, σε μια ορεινή περιοχή που μόλις είχε ενωθεί με το ελληνικό κράτος και μαστιζόταν οικονομικά από τη φτώχεια και την ανέχεια.
Παρά το μοβόρικο του χαρακτήρα του βέβαια, ο Γιαγκούλας ήταν ένας σωστός λαϊκός ήρωας, θεματοφύλακας λες της θρυλικής ελληνικής απείθειας αλλά και περηφάνιας. Η εντελώς ξεχωριστή έννοια περί δικαίου και λεβεντιάς που είχε τον ανάγκασε να πάρει τα βουνά και να ζήσει ελεύθερος από κοινωνικές δεσμεύσεις.
Παράνομος, σκληρός, βίαιος και ωμός, ο Γιαγκούλας ήταν το ίνδαλμα κάθε νεαρού που ένιωθε να πνίγεται στις συμβάσεις και τον κομφορμισμό της εποχής και κάθε κόρη ονειρευόταν να απαχθεί από τον παλιάνθρωπο ληστή! Κι αυτό γιατί πλάι στο στυγερό της προσωπικότητάς του, ο Φώτος ενσάρκωνε ιδανικά την αυθάδεια απέναντι στις αρχές, βγάζοντας τη γλώσσα στη χωροφυλακή και σαρκάζοντας με την καρδιά του το ταλαίπωρο κράτος.
Αυθάδης και αδάμαστος, αν και ταπεινός και καταφρονεμένος, ο Φώτης Γιαγκούλας απηχεί ακόμα στη γλώσσα μας τον φόβο που ενστάλαζε κάποτε στην εξουσία αλλά και κάθε καλοβαλμένο αστό. Πλάι στους φόνους του κοινωνικού ληστή, συνυπάρχουν οι τόσες αγαθοεργίες του αυτόκλητου αυτού υπερασπιστή κάθε φτωχού και κατατρεγμένου, καθώς ο λήσταρχος είχε τον τρόπο του να διορθώνει τις αδικίες και να τιμωρεί εξουσία και προδότες σε ίσες δόσεις.
Θρυλικότερο έμεινε βέβαια το θράσος του απέναντι στις διωκτικές αρχές, καθώς το είχε συνήθειο να ξευτιλίζει τη χωροφυλακή. Όπως όταν απέδρασε σιδηροδέσμιος μέσα από το τρένο που τον μετέφερε στις φυλακές Θεσσαλονίκης, ξεγλιστρώντας μέσα από τα χέρια των χωροφυλάκων και καμαρώνοντας ισοβίως για τον άθλο του!
Εξίσου θρυλική ήταν και η «Παρδάλα» του, το διαβόητο μαχαίρι του Γιαγκούλα δηλαδή που απέκτησε το 1917, στη λεπίδα της οποίας είχε χαράξει τα παρακάτω λόγια: ««Προς τους πάντας. Μη δηνάμενος να εύρο ίδινος δικαίου παρά της δυκαιοσήνης των Ελλήνων, ηναγγάσθην να τονίσο το δίκαιον της Παρδάλας ή Μαχαίρας. Όθεον η ύψηστος αυτή λειτουργός της ανάνδρου Δικαιοσύνης ονόματι Παρδάλα έχη τον λόγον από σήμερον εις πάντας τους αιωθούντας και απίστους. Η λειτουργία αυτής έσετε πάντοτε ειλικρινής και ουδέποτε θέλη λησμονήση τα Ιερά καθήκοντά της προς αναμονή του δικαίου. Μαρτίου 1917».
Η Παρδάλα έγινε μέσο επιβολής και προστασίας αποτελώντας τον πιστότερο σύντροφο του παρορμητικού και ιδιόμορφου αυτού κοινωνικού ληστή. Λέγεται ότι ο Φώτης Γιαγκούλας σκότωσε συνολικά 54 άτομα με την Παρδάλα, αποδίδοντας αυτό που ο ίδιος πίστευε πως ήταν η δικαιοσύνη.
Όχι πολύ αργότερα βέβαια, τόσο η Παρδάλα όσο και το κεφάλι του Φώτη Γιαγκούλα θα ήταν παρελθόν, κοσμώντας σήμερα τη συλλογή του Εγκληματολογικού Μουσείου ως τρομερά σύμβολα μιας άλλης εποχής…
Η συνέχεια ΕΔΩ
Οχτώ χρόνια αργότερα, ο 25χρονος φόβος και τρόμος Θεσσαλίας και Μακεδονίας θα έχανε το κεφάλι του στην Κλεφτόβρυση Ολύμπου από το απόσπασμα που βγήκε στο κατόπι του, όχι βέβαια προτού προφητεύσει ότι μια μέρα οι ληστές με τα μαχαίρια θα κατέβαιναν από τα βουνά και θα ζούσαν ως φιλήσυχοι πολίτες στις πόλεις!
Ο Φώτης Γιαγκούλας ήταν άλλος ένας κοινωνικός ληστής της ταραγμένης εποχής που ακολούθησε την Επανάσταση του 1821 και την ανακήρυξη του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, ένα προβεβλημένο μέλος της κοινότητας των «βασιλέων των ορέων», όπως τους αποκαλούσαν χαρακτηριστικά, ληστοσυμμορίτες που κυριάρχησαν δηλαδή στην ελληνική ύπαιθρο για περισσότερο από έναν αιώνα (η ληστοκρατία εξαφανίστηκε μόλις στα χρόνια της Εθνικής Αντίστασης).
Ο Γιαγκούλας κολύμπησε στο έγκλημα και έκανε όσα μπορούσαν να γίνουν: από ζωοκλοπές, λιποταξία, ληστείες μέχρι απαγωγές και φόνους, διανθίζοντας τα αιματοβαμμένα χρονικά του με γερές δόσεις θηριωδιών και στυγερών εγκλημάτων. Έδρασε στον Όλυμπο, σε μια ορεινή περιοχή που μόλις είχε ενωθεί με το ελληνικό κράτος και μαστιζόταν οικονομικά από τη φτώχεια και την ανέχεια.
Παρά το μοβόρικο του χαρακτήρα του βέβαια, ο Γιαγκούλας ήταν ένας σωστός λαϊκός ήρωας, θεματοφύλακας λες της θρυλικής ελληνικής απείθειας αλλά και περηφάνιας. Η εντελώς ξεχωριστή έννοια περί δικαίου και λεβεντιάς που είχε τον ανάγκασε να πάρει τα βουνά και να ζήσει ελεύθερος από κοινωνικές δεσμεύσεις.
Παράνομος, σκληρός, βίαιος και ωμός, ο Γιαγκούλας ήταν το ίνδαλμα κάθε νεαρού που ένιωθε να πνίγεται στις συμβάσεις και τον κομφορμισμό της εποχής και κάθε κόρη ονειρευόταν να απαχθεί από τον παλιάνθρωπο ληστή! Κι αυτό γιατί πλάι στο στυγερό της προσωπικότητάς του, ο Φώτος ενσάρκωνε ιδανικά την αυθάδεια απέναντι στις αρχές, βγάζοντας τη γλώσσα στη χωροφυλακή και σαρκάζοντας με την καρδιά του το ταλαίπωρο κράτος.
Αυθάδης και αδάμαστος, αν και ταπεινός και καταφρονεμένος, ο Φώτης Γιαγκούλας απηχεί ακόμα στη γλώσσα μας τον φόβο που ενστάλαζε κάποτε στην εξουσία αλλά και κάθε καλοβαλμένο αστό. Πλάι στους φόνους του κοινωνικού ληστή, συνυπάρχουν οι τόσες αγαθοεργίες του αυτόκλητου αυτού υπερασπιστή κάθε φτωχού και κατατρεγμένου, καθώς ο λήσταρχος είχε τον τρόπο του να διορθώνει τις αδικίες και να τιμωρεί εξουσία και προδότες σε ίσες δόσεις.
Θρυλικότερο έμεινε βέβαια το θράσος του απέναντι στις διωκτικές αρχές, καθώς το είχε συνήθειο να ξευτιλίζει τη χωροφυλακή. Όπως όταν απέδρασε σιδηροδέσμιος μέσα από το τρένο που τον μετέφερε στις φυλακές Θεσσαλονίκης, ξεγλιστρώντας μέσα από τα χέρια των χωροφυλάκων και καμαρώνοντας ισοβίως για τον άθλο του!
Εξίσου θρυλική ήταν και η «Παρδάλα» του, το διαβόητο μαχαίρι του Γιαγκούλα δηλαδή που απέκτησε το 1917, στη λεπίδα της οποίας είχε χαράξει τα παρακάτω λόγια: ««Προς τους πάντας. Μη δηνάμενος να εύρο ίδινος δικαίου παρά της δυκαιοσήνης των Ελλήνων, ηναγγάσθην να τονίσο το δίκαιον της Παρδάλας ή Μαχαίρας. Όθεον η ύψηστος αυτή λειτουργός της ανάνδρου Δικαιοσύνης ονόματι Παρδάλα έχη τον λόγον από σήμερον εις πάντας τους αιωθούντας και απίστους. Η λειτουργία αυτής έσετε πάντοτε ειλικρινής και ουδέποτε θέλη λησμονήση τα Ιερά καθήκοντά της προς αναμονή του δικαίου. Μαρτίου 1917».
Η Παρδάλα έγινε μέσο επιβολής και προστασίας αποτελώντας τον πιστότερο σύντροφο του παρορμητικού και ιδιόμορφου αυτού κοινωνικού ληστή. Λέγεται ότι ο Φώτης Γιαγκούλας σκότωσε συνολικά 54 άτομα με την Παρδάλα, αποδίδοντας αυτό που ο ίδιος πίστευε πως ήταν η δικαιοσύνη.
Όχι πολύ αργότερα βέβαια, τόσο η Παρδάλα όσο και το κεφάλι του Φώτη Γιαγκούλα θα ήταν παρελθόν, κοσμώντας σήμερα τη συλλογή του Εγκληματολογικού Μουσείου ως τρομερά σύμβολα μιας άλλης εποχής…
Η συνέχεια ΕΔΩ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου