Το οπλοστάσιο του Μυκηναίου πολεμιστή συμπλήρωνε ο βαρύς θώρακας. Οι επίλεκτοι πολεμιστές έφεραν, αρχικά, βαρύτατους θώρακες, τύπου Δενδρών – από την τοποθεσία όπου ανακαλύφθηκε σε μυκηναϊκό τάφο, στα Δενδρά της Αργολίδας. Η θωράκιση τύπου Δενδρών παρείχε εξαίρετη προστασία στον πολεμιστή που την έφερε, καθιστώντας τον εν πολλοίς άτρωτο.
Αποτελείτο από δύο ημιθωράκια επί των οποίων προσαρμόζονταν και αρκετά άλλα απάρτια.
Ξεχωριστά μεταλλικά μέρη κάλυπταν τους ώμους του πολεμιστή, φτάνοντας ως το ύψος του στήθους, ενισχύοντας έτσι την αντοχή των ημιθωρακίων. Στο κάτω μέρος των ημιθωρακίων προσαρμοζόταν μεταλλικές ταινίες, μεγάλου πάχους, οι οποίες προστάτευαν τον πολεμιστή από τη μέση ως το ύψος των γονάτων. Οι δε κνήμες προστατεύονταν από χάλκινες ή δερμάτινες περικνημίδες, οι οποίες δένονταν στο πόδι με δερμάτινους ιμάντες.
Η περιοχή από την κορυφή του στέρνου ως και το πηγούνι, σχεδόν, του πολεμιστή προστατευόταν από ειδικό μεταλλικό περιλαίμιο, αρκετά φαρδύ ώστε να επιτρέπει στον πολεμιστή να στρέφει με άνεση την κεφαλή του. Κυριολεκτικά τεθωρακισμένος, ο Μυκηναίος Επέτης, επίλεκτος πολεμιστής, αποτελούσε από μόνος του μια πανίσχυρη πολεμική μηχανή, ανάλογη με τον μεσαιωνικό ιππότη.
Οι πανοπλίες τύπου Δενδρών ήταν μια καθαρά ελληνική επινόηση. Σε καμιά άλλη χώρα δεν αναπτύχθηκε, εκείνη την περίοδο, τέτοιος τύπος θωράκισης. Το καλύτερο που οι Ανατολίτες είχαν κατορθώσει να δημιουργήσουν ήταν θώρακες από μεταλλικές φολίδες ή ελάσματα, τα οποία προσάρμοζαν σε χοντρά υφάσματα. Η πανοπλία τύπου Δενδρών παρείχε μεν επαρκή προστασία από θλαστικά και νυκτικά πλήγματα, αλλά μείωνε την ευκινησία του πολεμιστή που την έφερε και το μεγάλο βάρος της, την καθιστούσε κουραστική.
Ιδιαίτερα στην ύστερη περίοδο, όπου η μάχη έγινε πιο «ρευστή», το υπόδειγμα αυτό πανοπλίας δεν ήταν πλέον χρηστικό. Για αυτό αντικαταστάθηκε. Ουσιαστικά βέβαια δεν επρόκειτο για αντικατάσταση αλλά για ελάφρυνση της. Τα δύο ημιθωράκια-εμπρόσθιο και οπίσθιο- παρέμειναν σε χρήση, συνιστώντας ουσιαστικά αυτό που σήμερα ονομάζουμε θώρακα.
Εγκαταλείφθηκαν όμως τα επώμια, το περιλαίμιο και τα δακτυλιοειδή απάρτια, που κάλυπταν το κάτω μέρος του σώματος του πολεμιστή. Ο Μυκηναίος πολεμιστής των ύστερων χρόνων ομοίαζε πολύ περισσότερο με τον οπλίτη των κλασικών χρόνων, παρά με τον Μινωίτη ή τον πρωτομυκηναίο πολεμιστή από τον οποίο προερχόταν.
Πηγή
Αποτελείτο από δύο ημιθωράκια επί των οποίων προσαρμόζονταν και αρκετά άλλα απάρτια.
Ξεχωριστά μεταλλικά μέρη κάλυπταν τους ώμους του πολεμιστή, φτάνοντας ως το ύψος του στήθους, ενισχύοντας έτσι την αντοχή των ημιθωρακίων. Στο κάτω μέρος των ημιθωρακίων προσαρμοζόταν μεταλλικές ταινίες, μεγάλου πάχους, οι οποίες προστάτευαν τον πολεμιστή από τη μέση ως το ύψος των γονάτων. Οι δε κνήμες προστατεύονταν από χάλκινες ή δερμάτινες περικνημίδες, οι οποίες δένονταν στο πόδι με δερμάτινους ιμάντες.
Η περιοχή από την κορυφή του στέρνου ως και το πηγούνι, σχεδόν, του πολεμιστή προστατευόταν από ειδικό μεταλλικό περιλαίμιο, αρκετά φαρδύ ώστε να επιτρέπει στον πολεμιστή να στρέφει με άνεση την κεφαλή του. Κυριολεκτικά τεθωρακισμένος, ο Μυκηναίος Επέτης, επίλεκτος πολεμιστής, αποτελούσε από μόνος του μια πανίσχυρη πολεμική μηχανή, ανάλογη με τον μεσαιωνικό ιππότη.
Οι πανοπλίες τύπου Δενδρών ήταν μια καθαρά ελληνική επινόηση. Σε καμιά άλλη χώρα δεν αναπτύχθηκε, εκείνη την περίοδο, τέτοιος τύπος θωράκισης. Το καλύτερο που οι Ανατολίτες είχαν κατορθώσει να δημιουργήσουν ήταν θώρακες από μεταλλικές φολίδες ή ελάσματα, τα οποία προσάρμοζαν σε χοντρά υφάσματα. Η πανοπλία τύπου Δενδρών παρείχε μεν επαρκή προστασία από θλαστικά και νυκτικά πλήγματα, αλλά μείωνε την ευκινησία του πολεμιστή που την έφερε και το μεγάλο βάρος της, την καθιστούσε κουραστική.
Ιδιαίτερα στην ύστερη περίοδο, όπου η μάχη έγινε πιο «ρευστή», το υπόδειγμα αυτό πανοπλίας δεν ήταν πλέον χρηστικό. Για αυτό αντικαταστάθηκε. Ουσιαστικά βέβαια δεν επρόκειτο για αντικατάσταση αλλά για ελάφρυνση της. Τα δύο ημιθωράκια-εμπρόσθιο και οπίσθιο- παρέμειναν σε χρήση, συνιστώντας ουσιαστικά αυτό που σήμερα ονομάζουμε θώρακα.
Εγκαταλείφθηκαν όμως τα επώμια, το περιλαίμιο και τα δακτυλιοειδή απάρτια, που κάλυπταν το κάτω μέρος του σώματος του πολεμιστή. Ο Μυκηναίος πολεμιστής των ύστερων χρόνων ομοίαζε πολύ περισσότερο με τον οπλίτη των κλασικών χρόνων, παρά με τον Μινωίτη ή τον πρωτομυκηναίο πολεμιστή από τον οποίο προερχόταν.
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου