ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ-ΨΥΧΟΓΡΑΦΗΜΑ
ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ ΧΕΙΜΩΝΑ ΚΑΙ ΚΑΤΟΧΗ
Γεννήθηκα μία Κυριακή του Δεκέμβρη
ανήμερα του Πρωτομάρτυρα
της Χριστιανοσύνης.
Κι ήταν μαύρη Κατοχή.
Φορτωμένος ενοχές
λες και ήμουν εγώ
ο παραβάτης πρωτόπλαστος.
Γεννήθηκα μέσα στο φόβο
και την ανασφάλεια.
Τότε που ο μονόφθαλμος
Κύκλωπας με έβλεπε
με θολωμένο μάτι
και με δακτυλοδεικτούσε
πίσω από την κουκούλα του.
Δεν χόρτασα το γάλα της Πηγής
είχε κι εκείνη αποκλειστικά
δικό της παιδί
να ταΐσει, τον Ηλία της.
Τού στέρησα μέρος από το δικό του γάλα
γι’ αυτό ίσως κι έφυγε νωρίς.
Χόρτασα όμως το κρύο, τη φτώχεια και το φόβο.
Έρχονταν τα βράδια στον ύπνο μου,
Εφιάλτης και μου έκλεβε τα όνειρα.
Το πρωί ζούσα στο σκοτάδι
κι ας είχε ξημερώσει.
Οι σφαίρες των Γερμανών
σημάδεψαν το σπίτι μας
και το μυαλό της Μάνας μου.
Λίγο πριν πεθάνει
την είχε κυριέψει ο φόβος.
«Φύγετε, μας έλεγε, φύγετε,
έρχονται οι Γερμανοί».
Οι ενοχές
μήπως και δεν πάμε στον Παράδεισο
μας συνόδευαν κάθε μας βήμα.
Από το σπίτι στην Εκκλησία
από την Εκκλησία στο Σχολείο
κι από εκεί στο σπίτι.
Οδοιπόροι μίας ολόκληρης ζωής
δεν μας συνόδευε κανένας
στη δική μας Εμμαούς.
Ακόμα και τα στοιβαγμένα σύννεφα
στο νοτισμένο ορίζοντα
έγιναν τέρατα κάποια βράδια
που μικρός με έταξαν να φυλάω
αντί για «Θερμοπύλες»
ένα σωρό καρπούζια.
Οι κραυγές του μικρού φοβισμένου
αντήχησαν στο χωριό
και στον κάμπο
ολόκληρο.
Ήταν κραυγές φόβου
που σημάδεψαν μία ολόκληρη ζωή.
Ήθελα αντάρτης να γiνώ
να κυνηγήσω τους φόβους, την πείνα
και την ανασφάλεια.
Δεν μέτρησα ποτέ χιλιόμετρα
οδοιπορίας μέσα στις χιονισμένες μέρες
χωρίς παλτό, αδιάβροχο κι ομπρέλα.
Που χρήματα για πολυτέλειες.
Αγώνας για ένα τσουβάλι αλεύρι
να ζυμώσεις το αύριο.
Αν και πέρασε κοντά αιώνας
με κυνηγάει ακόμη εκείνος
ο Κύκλωπας πίσω απ’ την κουκούλα του.
Αν και μετά από χρόνια πέταξε
την κουκούλα του συνέχισε
να με κυνηγάει ξεδιάντροπα
ήθελε σώνει και καλά
τα φτερά να μου κόψει.
Όμως όσες και προσπάθειες
κι αν έκανε, ο ίδιος πάντα
κατρακυλούσε στο δικό του βάραθρο.
Αν κι απόκαμε στην προσπάθεια,
κατόρθωσε να γεμίσει χαρτιά
το αρχείο του χρόνου.
Τα φτερά παρέμειναν πάντα γερά
και συνεχίζω ακόμη και σήμερα να πετώ
στους αιθέρες..
Καληνύχτα μονόφθαλμε!...
Λεωνίδας Γ. Μαργαρίτης
ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ ΧΕΙΜΩΝΑ ΚΑΙ ΚΑΤΟΧΗ
Γεννήθηκα μία Κυριακή του Δεκέμβρη
ανήμερα του Πρωτομάρτυρα
της Χριστιανοσύνης.
Κι ήταν μαύρη Κατοχή.
Φορτωμένος ενοχές
λες και ήμουν εγώ
ο παραβάτης πρωτόπλαστος.
Γεννήθηκα μέσα στο φόβο
και την ανασφάλεια.
Τότε που ο μονόφθαλμος
Κύκλωπας με έβλεπε
με θολωμένο μάτι
και με δακτυλοδεικτούσε
πίσω από την κουκούλα του.
Δεν χόρτασα το γάλα της Πηγής
είχε κι εκείνη αποκλειστικά
δικό της παιδί
να ταΐσει, τον Ηλία της.
Τού στέρησα μέρος από το δικό του γάλα
γι’ αυτό ίσως κι έφυγε νωρίς.
Χόρτασα όμως το κρύο, τη φτώχεια και το φόβο.
Έρχονταν τα βράδια στον ύπνο μου,
Εφιάλτης και μου έκλεβε τα όνειρα.
Το πρωί ζούσα στο σκοτάδι
κι ας είχε ξημερώσει.
Οι σφαίρες των Γερμανών
σημάδεψαν το σπίτι μας
και το μυαλό της Μάνας μου.
Λίγο πριν πεθάνει
την είχε κυριέψει ο φόβος.
«Φύγετε, μας έλεγε, φύγετε,
έρχονται οι Γερμανοί».
Οι ενοχές
μήπως και δεν πάμε στον Παράδεισο
μας συνόδευαν κάθε μας βήμα.
Από το σπίτι στην Εκκλησία
από την Εκκλησία στο Σχολείο
κι από εκεί στο σπίτι.
Οδοιπόροι μίας ολόκληρης ζωής
δεν μας συνόδευε κανένας
στη δική μας Εμμαούς.
Ακόμα και τα στοιβαγμένα σύννεφα
στο νοτισμένο ορίζοντα
έγιναν τέρατα κάποια βράδια
που μικρός με έταξαν να φυλάω
αντί για «Θερμοπύλες»
ένα σωρό καρπούζια.
Οι κραυγές του μικρού φοβισμένου
αντήχησαν στο χωριό
και στον κάμπο
ολόκληρο.
Ήταν κραυγές φόβου
που σημάδεψαν μία ολόκληρη ζωή.
Ήθελα αντάρτης να γiνώ
να κυνηγήσω τους φόβους, την πείνα
και την ανασφάλεια.
Δεν μέτρησα ποτέ χιλιόμετρα
οδοιπορίας μέσα στις χιονισμένες μέρες
χωρίς παλτό, αδιάβροχο κι ομπρέλα.
Που χρήματα για πολυτέλειες.
Αγώνας για ένα τσουβάλι αλεύρι
να ζυμώσεις το αύριο.
Αν και πέρασε κοντά αιώνας
με κυνηγάει ακόμη εκείνος
ο Κύκλωπας πίσω απ’ την κουκούλα του.
Αν και μετά από χρόνια πέταξε
την κουκούλα του συνέχισε
να με κυνηγάει ξεδιάντροπα
ήθελε σώνει και καλά
τα φτερά να μου κόψει.
Όμως όσες και προσπάθειες
κι αν έκανε, ο ίδιος πάντα
κατρακυλούσε στο δικό του βάραθρο.
Αν κι απόκαμε στην προσπάθεια,
κατόρθωσε να γεμίσει χαρτιά
το αρχείο του χρόνου.
Τα φτερά παρέμειναν πάντα γερά
και συνεχίζω ακόμη και σήμερα να πετώ
στους αιθέρες..
Καληνύχτα μονόφθαλμε!...
Λεωνίδας Γ. Μαργαρίτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου