Ερευνητές από το Κολέγιο Ιατρικής του Πανεπιστημίου της Φλόριντα (FSU) ανακάλυψαν μια σχέση μεταξύ του Πάρκινσον και του νευρωτισμού, ενός χαρακτηριστικού της προσωπικότητας που προκαλεί δυσάρεστα συναισθήματα όπως οργή, ευερεθιστότητα, άγχος, ακόμη και συναισθηματική αστάθεια.
Ο Antonio Terracciano, καθηγητής στο Τμήμα Γηριατρικής στο FSU, ηγήθηκε της έρευνας. Ο ίδιος και οι συνεργάτες του ανακάλυψαν ότι οι συμμετέχοντες στην ομάδα μελέτης που είχαν τα πιο νευρωτικά χαρακτηριστικά στην συμπεριφορά τους (το 25% επί τους συνόλου) είχαν 80% αυξημένη πιθανότητα εμφάνισης της νόσου του Πάρκινσον από εκείνους που είχαν χαμηλότερη βαθμολογία (το υπόλοιπο 75% επί του συνόλου).
“Ορισμένοι κλινικοί γιατροί πιστεύουν ότι το άγχος και η κατάθλιψη είναι απλώς το αποτέλεσμα της νόσου του Πάρκινσον”, λέει ο Terracciano σε ανακοίνωση του πανεπιστημίου. “Ωστόσο, τα ευρήματά μας υποδηλώνουν ότι κάποια συναισθηματική ευπάθεια είναι παρούσα νωρίς στη ζωή, χρόνια πριν από την ανάπτυξη της νόσου του Πάρκινσον”.
Γυναίκες και άνδρες, καθώς και άτομα με διαφορετικό κοινωνικοοικονομικό υπόβαθρο, είχαν παρόμοια αποτελέσματα. Επιπλέον, η σχέση παρέμεινε σταθερή σε αυτές τις ομάδες, ακόμα και όταν οι ερευνητές έλαβαν υπόψη και άλλους παράγοντες, όπως η σωματική δραστηριότητα, το κάπνισμα, το άγχος και την κατάθλιψη.
Τρεις άλλες μικρότερες μελέτες έχουν αναφέρει ανάλογα αποτελέσματα με αυτήν την μελέτη. Σύμφωνα με τον Terracciano, τα ευρήματα δίνουν μια αρκετά ισχυρή και αναπαραγώγιμη αξιολόγηση της σχέσης μεταξύ νευρωτισμού και νόσου του Πάρκινσον.
Πάρκινσον: Πώς επηρεάζει ο νευρωτισμός το μυαλό
Προς το παρόν η δεύτερη υψηλότερη επικρατούσα νευρολογική ασθένεια μετά το Αλτσχάιμερ, η νόσος του Πάρκινσον, επηρεάζει περίπου έξι εκατομμύρια άτομα παγκοσμίως. Αυτό ισοδυναμεί με το 1% όλων των ηλικιωμένων ατόμων. Αν και τα αίτια της νόσου του Πάρκινσον παραμένουν ασαφή, οι ειδικοί πιστεύουν ότι τόσο οι κληρονομικές όσο και οι περιβαλλοντικές μεταβλητές παίζουν ρόλο στην ανάπτυξή της.Ο νευρωτισμός είναι μεταξύ των βασικών ιδιοτήτων χαρακτήρων που καταγράφουν οι επιστήμονες ως τα βασικότερα συμπεριφορικά γνωρίσματα:
- εξατομικευμένες παραλλαγές στην πιθανότητα εμφάνισης δυσάρεστων συναισθημάτων
- ευαισθησία στο στρες
- δυσκολία αντίστασης στις παρορμήσεις
- αυτοσυνείδηση
Προηγούμενη έρευνα έχει συνδέσει τον νευρωτισμό με συναισθηματικές ανωμαλίες, ακόμη και τη νόσο Αλτσχάιμερ, αλλά υπάρχει λιγότερη έρευνα για την πιθανή σχέση του με τη νόσο του Πάρκινσον.
“Τα άτομα που έχουν υψηλή βαθμολογία για νευρωτισμό διατρέχουν υψηλότερο κίνδυνο για κακή έκβαση της υγείας σε όλη τη διάρκεια ζωής, ιδιαίτερα στον τομέα της ψυχικής υγείας και των νευροεκφυλιστικών ασθενειών, συμπεριλαμβανομένης της νόσου του Αλτσχάιμερ και των άλλων μορφών άνοιας”, αναφέρει ο Terracciano.
Η ψυχική υγεία παίζει βασικό ρόλο στη νόσο του Πάρκινσον
Η έρευνα του Terracciano χρησιμοποίησε δεδομένα που προέρχονται από μια ουσιαστική μελέτη που διεξήγαγε η βρετανική Biobank. Σε αυτήν συμμετείχαν πάνω από 500.000 άτομα ηλικίας 40 έως 69 ετών που επιλέχθηκαν μεταξύ 2006 και 2010. Οι ερευνητές συγκέντρωσαν δεδομένα σε διάστημα 12 ετών πριν αξιολογήσουν το επίπεδο νευρωτισμού κάθε ατόμου. Πριν από το 2018, υπήρχαν 1.142 επιβεβαιωμένα περιστατικά νόσου του Πάρκινσον.“Το άγχος και η κατάθλιψη αποτελούν συννοσηρότητες του Πάρκινσον. Πολλοί ασθενείς τείνουν να είναι ανήσυχοι, ή τείνουν να καταθλίβονται. Μέρος αυτού θα μπορούσε να οφείλεται στην ασθένεια και στο πώς μεταβάλλει τον εγκέφαλο και μπορεί να έχει επιρροή στα συναισθήματα. Θα μπορούσε, επίσης, να είναι μια ψυχολογική αντίδραση της διάγνωσης της νόσου”.
Το Πάρκινσον είναι μια ανεξίτηλη νόσος του εγκεφάλου. Οι ασθενείς αντιμετωπίζουν μια σταδιακή μείωση των γνωστικών και σωματικών τους ικανοτήτων. Τα επίπεδα ντοπαμίνης μειώνονται λόγω της καταστροφής των νευρικών κυττάρων κατά την ανάπτυξη της νόσου. Η ντοπαμίνη είναι μια ορμόνη που ρυθμίζει τις σωματικές κινήσεις καθώς και την ανταμοιβή, το κίνητρο, την μνήμη και την προσοχή. Τα μειωμένα επίπεδα προκαλούν συμπτώματα όπως τρόμο (τρέμουλο), αργή κίνηση, ακαμψία και απώλεια συντονισμού.
Η έρευνα δημοσιεύθηκε στην επιστημονική επιθεώρηση Movement Disorders.
Πηγές: https://news.fsu.edu, https://www.studyfinds.org, iatropedia.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου