Ένας υπερβολικά μεγάλος αριθμός ατόμων, δηλώνουν να έχουν κάποιου είδους διατροφική διαταραχή, ενώ μόνο για τις ΗΠΑ έχει καταγραφεί ο αριθμός των 30 εκατομμυρίων ανθρώπων και κάθε 62 λεπτά καταγράφεται θάνατος ατόμου που υποφέρει από διατροφικές διαταραχές. Η υπερφαγική διαταραχή θεωρείται ως η πιο συχνά εμφανιζόμενη διαταραχή διατροφής, αλλά και ως η πιο συχνά εμφανιζόμενη διαταραχή ανάμεσα σε άλλες ψυχικές ασθένειες όπως η σχιζοφρένεια ή σωματικές ασθένειες όπως ο καρκίνος.
Η διαταραχή υπερφαγίας, η οποία έχει αναγνωριστεί επίσημα ως μία κατηγορία εντός των διαταραχών πρόσληψης τροφής στην πέμπτη και τελευταία έκδοση του DSM, αφορά την καταναγκαστική συμπεριφορά της συνεχής κατάποσης τροφής, αν και δεν ταυτίζεται με την απλή ή σποραδική υπερκατανάλωση τροφής.
Η διαφοροποίηση αυτών των δύο εννοιών, όπως αναφέρεται στον Αμερικάνικο Σύνδεσμο Ψυχολόγων, προκύπτει κυρίως στο ότι άτομα με υπερφαγία τείνουν να καταναλώνουν μια αντικειμενικά ή υποκειμενικά τεράστια ποσότητα φαγητού, μια συμπεριφορά όμως, που γίνεται αντιληπτή ως εκτός του ελέγχου τους, ενώ συνυπάρχει με τα εξής χαρακτηριστικά: 1) εναλλαγή συναισθημάτων κατά τη διάρκεια της κατανάλωσης τροφής με αισθήματα ευχαρίστησης και απόλαυσης στην αρχή τα οποία αντικαθίστανται με αηδία και ενοχές προς το τέλος, 2) αυξημένη ταχύτητα κατάποσης, 3) γενικότερη αίσθηση ταραχής που ωθεί το άτομο να ικανοποιήσει κάθε διατροφική του ορμή άμεσα, 4) αίσθηση απώλειας της συνείδησης, σαν να γίνονται αυτόματα και μηχανικά κάποιες συμπεριφορές χωρίς τη θέληση του ίδιου του ατόμου, 5) μυστικότητα που διακατέχει τις συμπεριφορές του ατόμου γύρω από την κατανάλωση φαγητού, ενώ επαναφέρει συνήθως μια φυσιολογική συμπεριφορά μπροστά σε άλλους και 6) απώλεια της αίσθησης του ελέγχου και η αδυναμία κάποιου να σταματήσει τη συμπεριφορά υπερφαγίας ή να ελέγξει την ποσότητα που καταναλώνει.
Σε αντίθεση με τα άτομα με βουλιμική συμπεριφορά, τα άτομα με υπερφαγία τείνουν να έχουν συχνά αυξημένο βάρος λόγω της απουσίας ακατάλληλων αντισταθμιστικών συμπεριφορών που υιοθετούν οι πρώτοι. Μάλιστα, σε παλιότερα χρόνια, η υπερφαγία εντασσόνταν αποκλειστικά στον ορισμό της παχυσαρκίας, ενώ η σύνδεση αυτή δημιουργεί ακόμη περισσότερες δυσκολίες για το άτομο, αφού το να είναι κανείς παχύσαρκος ή απλά με αυξημένο σωματικό βάρος, συχνά γίνεται αιτία στο να στιγματίζεται από το γύρω του περιβάλλον, μιας και πολλοί συνδέουν το πάχος με αρνητικά στοιχεία χαρακτήρα.
Παρόλο που πλέον είναι γνωστό πως η παχυσαρκία δεν συνυπάρχει απαραιτήτως με τη διαταραχή της υπερφαγίας, είναι πολύ συχνό να εντοπίζονται υπερφαγικά επεισόδια στο ιστορικό ατόμων με παχυσαρκία, ενώ επίσης επιδημιολογικά υπολογίζεται πως ένα 10.7%-24.8% με δείκτη μάζας σώματος (ΒΜΙ) μεγαλύτερο από 30, αναφέρουν μια χρόνια κατάσταση επεισοδίων με κατανάλωση μεγάλων ποσοτήτων φαγητού. Τονίζεται, όμως, πως η διαταραχή της υπερφαγίας μπορεί να εντοπιστεί τόσο σε παχύσαρκα άτομα, όσο και σε άτομα με κανονικό βάρος ή άτομα με βάρος υπό του φυσιολογικού.
Ορισμένες κλινικές επιπτώσεις αυτής της διαταραχής είναι τα προβλήματα εμμηνόρροιας στις γυναίκες, η διόγκωση σιελογόνων αδένων, διαταραχές ηλεκτρολυτών, αρρυθμίες, ρήξη οισοφάγου ή στομάχου, μεταβολές στο σωματικό βάρος, σακχαρώδης διαβήτης, υπέρταση, στεφανιαία νόσος, καρδιακή ανεπάρκεια, κατάθλιψη, κοινωνική αποξένωση και άλλα. Η Wifely και οι συνεργάτες της, ανέφεραν πως άτομα με υπερφαγική διαταραχή συνήθως εμφανίζουν ταυτοχρόνως μια διαταραχή προσωπικότητας, όπως η ψυχαναγκαστική-καταναγκαστική διαταραχή (14%), η αποφευκτική διαταραχή (12%), ή και η μεταιχμιακή διαταραχή (9%).
Συνήθως, έχουν υπερβολικά υψηλές απαιτήσεις από τον εαυτό τους, χαμηλή αυτοεκτίμηση και αρκετές σκέψεις τους περιτριγυρίζονται γύρω από την ιδέα «όλα ή τίποτα». Η συμπεριφορά της «καταναγκαστικής» κατανάλωσης μπορεί να γίνει κατανοητή ως «επανάσταση» απέναντι στους αυστηρούς και περιοριστικούς κανόνες που θέτει το άτομο στον εαυτό του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου