Τα παιδιά που έχουν υποστεί τιμωρία διά ξυλοδαρμού από τους γονείς τους, είναι πιθανότερο να είναι ανυπάκουα, να έχουν αντικοινωνική συμπεριφορά, να εκδηλώνουν αυξημένη επιθετικότητα, προβλήματα ψυχικής υγείας και γνωστικές δυσκολίες.
Στο συμπέρασμα αυτό κατέληξαν Αμερικανοί ερευνητές μετά από αξιολόγηση δεδομένων των τελευταίων 50 ετών επί του θέματος.
Η μελέτη των Πανεπιστημίου του Τέξας και του Μίτσιγκαν, που δημοσιεύεται στο επιστημονικό έντυπο Journal of Family Psychology, επαναξιολόγησε μελέτες που έχουν γίνει τις τελευταίες πέντε δεκαετίες για την χρήση σωματικής τιμωρίας σε δείγμα 160.000 παιδιών. Στην μετά-ανάλυση, ως ξυλοδαρμός ορίστηκε «το χτύπημα με ανοιχτή παλάμη στα οπίσθια ή στα άκρα».
«Διαπιστώσαμε ότι το ‘ξύλο’ σχετίζεται με ακούσια μεν αλλά επιζήμια αποτελέσματα και δεν συνδέεται με την άμεση ή μακροπρόθεσμη συμμόρφωση, που οι γονείς στοχεύουν όταν θέλουν να συνετίσουν το παιδί τους» εξηγεί η Δρ Ελίζαμπεθ Γκερσχοφ, επίκουρη καθηγήτρια Ανθρώπινης Ανάπτυξης και Οικογενειακών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο του Τέξας, στο Όστιν.
Ενώ ο Άντριου Γκρογκαν-Καϋλορ από τη Σχολή Κοινωνικής Εργασίας του Πανεπιστημίου του Μίτσιγκαν προσθέτει ότι «το συμπέρασμα της μελέτης είναι ότι το ‘ξύλο’ αυξάνει την πιθανότητα μιας ευρείας γκάμας ανεπιθύμητων ενεργειών στα παιδιά. Συνεπώς, η σωματική τιμωρία επιτυγχάνει το αντίθετο από το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα».
Αξίζει δε να σημειωθεί ότι, η νέα ανασκόπηση έρχεται σε πλήρη αντίθεση με μελέτη που έγινε το 2010 σε φοιτητές του Κολεγίου «Calvin» των ΗΠΑ και είχε δείξει ότι τα νήπια που είχαν υποστεί σωματική τιμωρία από τους γονείς μέχρι την ηλικία των έξι ετών είχαν καλύτερες σχολικές επιδόσεις μετέπειτα και είχαν πιο αισιόδοξη στάση για τη ζωή τους από τα άτομα που δεν είχαν ξυλοκοπηθεί από τους γονείς τους σε παιδική ηλικία.
Σύμφωνα με στοιχεία της UNICEF το 80% των γονέων, παγκοσμίως, δέρνουν τα παιδιά τους.
Ωστόσο, η Δρ Γκερσχοφ επισημαίνει ότι «μπορεί ως κοινωνία να θεωρούμε ότι η σωματική τιμωρία διαφέρει από την κακοποίηση, αλλά η έρευνα μας δείχνει ότι το ‘ξύλο’ σχετίζεται με τα ίδια αρνητικά αποτελέσματα που έχει η σωματική κακοποίηση, αν και σε ελαφρώς μικρότερο βαθμό».
Μαίρη Μπιμπή
health.in.gr
Στο συμπέρασμα αυτό κατέληξαν Αμερικανοί ερευνητές μετά από αξιολόγηση δεδομένων των τελευταίων 50 ετών επί του θέματος.
Η μελέτη των Πανεπιστημίου του Τέξας και του Μίτσιγκαν, που δημοσιεύεται στο επιστημονικό έντυπο Journal of Family Psychology, επαναξιολόγησε μελέτες που έχουν γίνει τις τελευταίες πέντε δεκαετίες για την χρήση σωματικής τιμωρίας σε δείγμα 160.000 παιδιών. Στην μετά-ανάλυση, ως ξυλοδαρμός ορίστηκε «το χτύπημα με ανοιχτή παλάμη στα οπίσθια ή στα άκρα».
«Διαπιστώσαμε ότι το ‘ξύλο’ σχετίζεται με ακούσια μεν αλλά επιζήμια αποτελέσματα και δεν συνδέεται με την άμεση ή μακροπρόθεσμη συμμόρφωση, που οι γονείς στοχεύουν όταν θέλουν να συνετίσουν το παιδί τους» εξηγεί η Δρ Ελίζαμπεθ Γκερσχοφ, επίκουρη καθηγήτρια Ανθρώπινης Ανάπτυξης και Οικογενειακών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο του Τέξας, στο Όστιν.
Ενώ ο Άντριου Γκρογκαν-Καϋλορ από τη Σχολή Κοινωνικής Εργασίας του Πανεπιστημίου του Μίτσιγκαν προσθέτει ότι «το συμπέρασμα της μελέτης είναι ότι το ‘ξύλο’ αυξάνει την πιθανότητα μιας ευρείας γκάμας ανεπιθύμητων ενεργειών στα παιδιά. Συνεπώς, η σωματική τιμωρία επιτυγχάνει το αντίθετο από το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα».
Αξίζει δε να σημειωθεί ότι, η νέα ανασκόπηση έρχεται σε πλήρη αντίθεση με μελέτη που έγινε το 2010 σε φοιτητές του Κολεγίου «Calvin» των ΗΠΑ και είχε δείξει ότι τα νήπια που είχαν υποστεί σωματική τιμωρία από τους γονείς μέχρι την ηλικία των έξι ετών είχαν καλύτερες σχολικές επιδόσεις μετέπειτα και είχαν πιο αισιόδοξη στάση για τη ζωή τους από τα άτομα που δεν είχαν ξυλοκοπηθεί από τους γονείς τους σε παιδική ηλικία.
Σύμφωνα με στοιχεία της UNICEF το 80% των γονέων, παγκοσμίως, δέρνουν τα παιδιά τους.
Ωστόσο, η Δρ Γκερσχοφ επισημαίνει ότι «μπορεί ως κοινωνία να θεωρούμε ότι η σωματική τιμωρία διαφέρει από την κακοποίηση, αλλά η έρευνα μας δείχνει ότι το ‘ξύλο’ σχετίζεται με τα ίδια αρνητικά αποτελέσματα που έχει η σωματική κακοποίηση, αν και σε ελαφρώς μικρότερο βαθμό».
Μαίρη Μπιμπή
health.in.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου