Μέσα στον δροσερόν αέρα είναι χυμένη μια μελωδία που την ακούνε οι ευλαβικές ψυχές κι όχι τα αυτιά της σαρκός: «Ιδού ημέρα ένδοξος εξέλαμψεν! Επαίρονται πύλαι ουράνιοι…
Σήμερον άσατε λαοί Δαϋιτικήν ωδήν επί τη ενδόξω Κοιμήσει…»
Πώς λοιπόν να μην σκιρτά από χαρά σήμερα η κτίσις που αναστέναζε όλη και πονούσε μαζί με τους ανθρώπους, ορατά κι αόρατα, έμψυχα κι άψυχα; …Φως γεμίζει την οικουμένη, φως γεμίζει και τις ψυχές, φως κατεβαίνει ως τα βάθη της θάλασσας, φως μπαίνει μέσα στις σκοτεινές σπηλιές, φωτερά γινήκανε όλα τα σκοτεινά, αφού ο θάνατος νικήθηκε από την Πηγή της Ζωής.
Σήμερον άσατε λαοί Δαϋιτικήν ωδήν επί τη ενδόξω Κοιμήσει…»
Πώς λοιπόν να μην σκιρτά από χαρά σήμερα η κτίσις που αναστέναζε όλη και πονούσε μαζί με τους ανθρώπους, ορατά κι αόρατα, έμψυχα κι άψυχα; …Φως γεμίζει την οικουμένη, φως γεμίζει και τις ψυχές, φως κατεβαίνει ως τα βάθη της θάλασσας, φως μπαίνει μέσα στις σκοτεινές σπηλιές, φωτερά γινήκανε όλα τα σκοτεινά, αφού ο θάνατος νικήθηκε από την Πηγή της Ζωής.