Μελέτες έχουν ενημερώσει εδώ και χρόνια ότι αυτό φαίνεται να σχετίζεται με ευρήματα που έδειχναν πως διαισθητικά τα παιδιά είναι πιο διερευνητικά από τους ενήλικες και αυτή η εξερεύνηση τα βοηθά να μάθουν.
Έρευνες έχουν δείξει πως οι ενήλικες μαθαίνουν με διαφορετικούς τρόπους από τα παιδιά. Κατ’ αρχάς, επιλέγουν τι θα μάθουν, ώστε να εξελιχθούν.
Όλα συνήθως εξαρτώνται από τα ενδιαφέροντα και τις ανάγκες τους.
Εάν παρουσιαστεί ευκαιρία εκμάθησης για κάτι που δεν μας ενδιαφέρει ή δεν το έχουμε ανάγκη, συνήθως πιστεύουμε πως είναι χάσιμο του πολύτιμου χρόνου μας.
Παραμένουμε επικεντρωμένοι σε ένα συγκεκριμένο «έργο ενδιαφέροντος» και δεν «αγκαλιάζουμε» ό,τι εμφανίζεται στον δρόμο μας.
Επίσης, δεν βοηθά ότι δεν μας αρέσει να κάνουμε λάθη –ή να μας τα επισημαίνουν, ή να μας διορθώσουν–, ενώ μπορεί να νιώθουμε πως έχουμε μάθει κι ό,τι υπήρχε να μάθουμε σε αυτή τη ζωή.
Ο εγκέφαλος εκπαιδεύεται
Από τη φύση, τα παιδιά είναι «προγραμματισμένα» να μαθαίνουν μέχρι να φτάσουν σε μια ορισμένη ηλικία, που θα έχουν αναπτυγμένες όλες τις δεξιότητες που απαιτούνται για να λειτουργήσουν στον πραγματικό κόσμο.Στα υπέρ τους είναι ότι:
Έτσι, τα παιδιά είναι πάντα έτοιμα να εξερευνήσουν και να μάθουν για το περιβάλλον τους, την κοινωνία, τους συνομήλικους, το σχολείο, την οικογένεια κ.ο.κ. Έχουν την περιέργεια για έμβλημα και αστείρευτη θέληση να γνωρίσουν και να κατανοήσουν ό,τι υπάρχει γύρω τους (δεν κάνουν διακρίσεις).
Κάνουν focus σε ό,τι δεν κατανοούν (αφήνοντας στην άκρη όλα τα άλλα) και του δίνουν όσο χρόνο χρειάζεται έως ότου το κατακτήσουν, πριν περάσουν στο επόμενο θέμα.
Χωρίς άγχος (έχουν λιγότερες ευθύνες), ενώ τα πάντα είναι διασκεδαστικά, αφού είναι νέα και ανεξερεύνητα (έχουν ακόμα τη βιολογική ανάγκη της εξερεύνησης).
Επίσης, έχουν πολλές προσλαμβάνουσες και θέματα για μάθηση (παιχνίδια, σπορ, εξωσχολικές δραστηριότητες κ.ά.). Δεν υπεραναλύουν και δεν τους νοιάζει να κάνουν λάθη και να φανούν ανόητα.
Κρίσιμη περίοδος τα πέντε πρώτα χρόνια
Η γέννηση έως την ηλικία των 5 ετών χαρακτηρίστηκε ως μια «κρίσιμη περίοδος» για τα παιδιά.Κατά τη διάρκεια αυτών των ετών, ο εγκέφαλος ενός μικρού παιδιού είναι πολύ πιο απασχολημένος από ενός ενήλικα, επειδή το παιδί μαθαίνει συνεχώς και υπολογίζει τον καλύτερο τρόπο προσέγγισης και πλοήγησης σε οποιαδήποτε δεδομένη κατάσταση.
Επομένως, η ικανότητα ενός παιδιού να μαθαίνει και να καταλαβαίνει συνδέεται με αυτές τις αλληλεπιδράσεις.
Τα μωρά είναι σε θέση να συντονιστούν με τον ρυθμό και τους ήχους που χρησιμοποιούνται στη μητρική τους γλώσσα «και επομένως μπορούν να γίνουν ικανά και τέλεια “ηχεία” έως την ηλικία των 4 χρόνων.
Αυτή η ικανότητα –που χάνεται όπως μεγαλώνουμε και κατακλυζόμαστε από τις εμπειρίες του περιβάλλοντος μας– μπορεί να τα βοηθήσει να μάθουν μια δεύτερη ή τρίτη γλώσσα με εμφανή ευκολία».
Επιπλέον «τα βρέφη μπορούν να διακρίνουν τους ήχους και τους ήχους ομιλίας που χρησιμοποιούνται σε όλες τις γλώσσες του κόσμου και έτσι είναι “ανοιχτά” σε όλες τις εισροές, ανεξάρτητα από το γλωσσικό περιβάλλον που γεννιούνται».
ΠΗΓΗ: www.govastileto.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου