Τα σκάνδαλα ορισμένων υψηλόβαθμων ρασοφόρων και ο θόρυβος που έχει δημιουργήσει η εμπλοκή της ηγεσίας της Εκκλησίας σε ύποπτες διασυνδέσεις και διαπλοκές με ορισμένους επίορκους Δικαστικούς Λειτουργούς έφερε και πάλι στο προσκήνιο, το πάντα επίκαιρο, αλλά σπάνια συζητούμενο ζήτημα των σχέσεων Κράτους και Εκκλησίας.
Το ζήτημα είχε συζητηθεί και στο παρελθόν όταν ο Αρχιεπίσκοπος μετά την εκλογή του επέδειξε μια δυναμική στάση παρέμβασης στο δημόσιο βίο και έκανε κινήσεις που δεν περιορίζονταν στις υποχρεώσεις του ως ηγέτη της εκκλησίας, αλλά επεδίωκε θέση μεταξύ των πολιτικών και της πολιτικής.
Στην ενθρονιστήρια ομιλία του είχε πει τα εξής χαρακτηριστικά για τις σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας:
«Η Ορθόδοξη Εκκλησία παντού και στην Ελλάδα, ουδέποτε διεκδίκησε το ρόλο κράτους εν κράτει.
Η Εκκλησία επεδίωξε σχέσεις συνεργασίας, συναλληλίας σε βάση ισοτιμίας με την Ελληνική Πολιτεία…Ματαιοπονούν όσοι επιδιώκουν να δημιουργήσουν τριβές μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας και να επωφεληθούν από αυτές».
Δεν πέρασε χρόνος από την ενθρόνισή του και στη συνεδρίαση της Ιεράς Συνόδου της 6-10-1999 για το ίδιο ζήτημα, είπε τα εξής: «Όλες οι ενδείξεις είναι ότι βαδίζουμε στον χωρισμό. Είτε διότι θα μας το επιβάλλει η Ευρωπαϊκή Ένωση, είτε διότι τούτο θα προέλθει από την Πολιτεία.
Δεν μπορεί επ’ άπειρον να υπολογίζουμε στο σημερινό σύστημα των σχέσεών μας με το κράτος. Έχω την αίσθηση ότι τούτο θα επιχειρηθεί σταδιακά και βαθμιαία»
Από αυτές τις δηλώσεις που διατυπώθηκαν μέσα σε χρονικό διάστημα ολίγων μηνών, σε συνδυασμό με την ανάμιξή του τότε, σε ζητήματα Κρατικής Εξουσίας και πολλές φορές σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής,(επιστολές στους Υπουργούς Εξωτερικών των Κρατών μελών της Ε.Ε. για την αναγνώριση των Σκοπίων από τις Η.Π.Α. ως Μακεδονία κ.λ.π.), υποδηλώνουν μια ενδόμυχη επιθυμία χωρισμού Εκκλησίας-Κράτους, αν και ο Αρχιεπίσκοπος δεν παύει να επαναλαμβάνει πως Εκκλησία και Κράτος είναι ένα σώμα και ένας χωρισμός δεν μπορεί να γίνει χωρίς συνέπειες.
Σε κάθε ευκαιρία ο προκαθήμενος της Εκκλησίας επιχειρούσε το διαχωρισμό των πολιτών σε γνήσιους ή και περισσότερο γνήσιους Έλληνες, σε Έλληνες που « είχαν το ακριβό προνόμιο να γεννηθούν Έλληνες και ορθόδοξοι» και εκείνους που δεν είχαν αυτή την εύνοια και είναι καθολικοί, διαμαρτυρόμενοι, Εβραίοι, Μουσουλμάνοι και είναι λιγότερο Έλληνες.
Όσοι δε από τους Έλληνες διαφωνούσαν με τις απόψεις του ήταν γραικύλοι ήτοι, ανάξιοι και εθελόδουλοι ΄Έλληνες.
Δεν θα συνεχίσουμε όμως να αναλύουμε την προσπάθεια του τότε Αρχιεπισκόπου για διχασμό των Ελλήνων του Ελληνικού Κράτους-Έθνους σε καλούς και κακούς σε Εθνοπρεπείς και προδότες, σε Εθνικόφρονες και μιάσματα.
Τα όσα πληροφορείται τον τελευταίο καιρό ο Ελληνικός λαός και το πλήρωμα της Εκκλησίας έχουν συγκλονίσει συθέμελα την ψυχή του .
΄Έχει υποχρέωση η Πολιτεία, παρά τα όσα αντίθετα διατύπωσε ο Άγιος Πειραιώς να επιληφθεί και να επιφέρει την κάθαρση στους χώρους της Εκκλησίας αφού δεν διαφαίνεται διάθεση αυτοκάθαρσης κι ακόμη να προχωρήσει σε αναθεώρηση και τροποποίηση των νομοθετημάτων που καθορίζουν τις σχέσεις του με την Εκκλησία.
Το ζήτημα της αναθεώρησης των σχέσεων αυτών έχει ενδεχομένως και Συνταγματικές πτυχές ,παρά ταύτα είναι δυνατό να επέλθουν επί μέρους τροποποιήσεις της νομοθεσίας προκειμένου να επιλυθούν πολλά ζητήματα τα οποία έπρεπε να είχαν βρει προ πολλού τη λύση τους
Δεν συμμεριζόμαστε την άποψη πως ο χωρισμός θα πρέπει να εκδηλωθεί σήμερα, ως τιμωρία για τις όσες αταξίες παρατηρούνται, ούτε το χωρισμό αυτό θα πρέπει να πληρώσουν οι ιερείς των ενοριών των κωμοπόλεων και της υπαίθρου με την κατάργηση της μισθοδοσίας τους από το Δημόσιο και βεβαίως είναι αδιανόητη η μετατροπή της Εκκλησίας σε σωματείο (Ν.Π.Ι.Δ.).
Όμως θα πρέπει με νηφάλιο νου, με σύνεση και συναίνεση να υπάρξει ένα συναινετικό διαζύγιο σε ένα περιβάλλον κατανόησης και αλληλοσεβασμού των διακριτών ρόλων του κάθε φορέα εξουσίας.
Τα διαζύγια που επιχειρούνται μετά από μακροχρόνια συμβίωση και μάλιστα με αντιδικία αφήνουν πίσω τους ψυχικά τραύματα.
Ίσως κάποιοι εντός ή και εκτός των τειχών να επιδιώκουν τη σύγκρουση και ένα επώδυνο με αντιδικία διαζύγιο, πιστεύοντας ότι έτσι θα κερδίσουν.
Πρέπει να γνωρίζουν όμως πως από μια τέτοια σύγκρουση κανένας δεν θα βγει κερδισμένος.
Δεν πρέπει να αποσιωπήσουμε πως η Εκκλησία και το Έθνος στις λαμπρές μέρες της δόξας και στις σκοτεινές νύχτες των συμφορών, χέρι- χέρι ανέβηκαν πότε στο φωτεινό Θαβώρ και πότε στο μαρτυρικό Γολγοθά.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η Λευτεριά μας και η δημιουργία του νεοελληνικού κράτους οφείλεται στη συνεργασία της Εκκλησίας και Λαού, στη συνεργασία του φλογερού Παπαφλέσσα και των αγωνιστών του 21.
Αν η ηγεσία της Εκκλησίας ,επιθυμεί να γίνει, η Εκκλησία κράτος εν κράτει, ή ένα κράτος αντιπολιτευόμενο το Ελληνικό κράτος με το χωρισμό της απ’ αυτό, τότε αντιστρατεύεται τις αρχές του Ιδρυτή της .
Τέλος θα πρέπει να παύσουν ορισμένοι να ισχυρίζονται πως όσοι βάλλουν κατά των εκπροσώπων της Εκκλησίας βάλλουν κατά του Ιερού θεσμού της Εκκλησίας.
Θα πρέπει να εννοησουν και να γίνει σαφές πως όσο κι αν πολεμήθηκε κατά καιρούς και από τους όποιους εχθρούς η Εκκλησία πάντοτε βγήκε νικητής.
Ο Ιερός Χρυσόστομος είχε πει πως « η Εκκλησία έχει τοσούτον μέγεθος, που πολεμουμένη νικά, υβριζομένη λαμπροτέρα καθίσταται, δέχεται τραύματα και ου καταπίπτει υπό των ελκών, κλυδωνίζεται, αλλ’ ου καταποντίζεται, χειμάζεται, αλλ’ ούχ’ υπομένει ναυάγιον, παλαίει αλλ’ ου νικάται, ακαταγώνιστος και ακατάβλήτος διαμένει εις τον αιώνα. Διότι ουκ ανθρωπίνης, αλλά θείας χειρός, έργον εστίν».
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Από το βιβλίο μου με τίτλο: «ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΠΙΣΤΕΩΣ»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου