Κάπα Κάπα Μοίρης
Άλλοι γράφουν για τις περιπλανήσεις τους σε στενά, σε παγκάκια και πλατείες από μέρη άγνωστα και πρωτοειδωμένα, άλλοι βολοδέρνουν σε μπαλκόνια που το μόνο τους συναρπαστικό είναι οι γωνίες όπου τραγουδάει τις νύχτες ένα τριζόνι. Κάθε βράδι αλλάζει στέκι. Ακόμη κι αυτό βαριέται να βγαίνει στην ίδια σκηνή, για το ίδιο canzone, με τους ίδιους ακροατές.
Όταν βγαίνουν από το μπάνιο μερικές γυναίκες είναι σαν μια μπάλα παγωτό (καθένας έχει την αγαπημένη του γεύση αλλά όλα τα αγόρια λατρεύουν τα παγωτά) στην κορφή από ένα χωνάκι. Αν αργήσεις χάνεις το καλύτερο. Στην αρχή μπορείς να δαγκώσεις και να νιώσεις το τρίξιμο στα δόντια, μετά -ειδικά τον Αύγουστο- πασχίζεις να μη σου μείνει όλη στα χέρια. Φαντάζομαι θα φτιάχνουν ανάλογες ιστορίες και για μας, εκείνες, όταν δεν βαριούνται. Συνήθως βαριούνται.
Προχτές το φεγγάρι ήταν κόκκινο. Αντιπροχτές μπλε. Χτες pale. Τα πάντα κάνει, τα πάντα, για να τραβήξει την προσοχή μας. Μου διηγήθηκαν, κάποτε, την ιστορία ενός ανθρώπου που έκανε πέντε ολόκληρους μήνες πριν καταφέρει να του ρίξει έστω μισή ματιά. Δεν είχε παράθυρο στον θάλαμό του. Πόσο άθλιοι, πόσο σκληροί είναι οι χτίστες που δεν αντιστέκονται στα άκαρδα σχέδια και στις αυστηρές οδηγίες των μηχανικών τους. Vows are spoken to be broken,ανόητοι.
Πριν λίγες ώρες. Πίσω μας στις ξαπλώστρες μαμά, μπαμπάς, τρία παιδιά, το μεγαλύτερο ίσα που τέλειωνε το δημοτικό. Παραδόξως -για ελληνική ράτσα- σιωπηλοί, και οι πέντε. Πιο ομιλητικές ήταν οι δυο σακούλες απ΄τα τζάμπο που φιλοξενούσαν όλη την κυριακάτικη πραμάτεια τους. Μπροστά μας, στην ξαπλώστρα πρώτης θέσης ένα αγόρι κι ένα κορίτσι -ωραία παιδιά- που θα ‘ταν δεν θα ‘ταν τριάντα. Δεν θα ΄ταν. Σιωπηλοί κι αυτοί, μιλιά δεν βγάλαν αλλά το χέρι του πάνω στην κοιλιά της φλυαρούσε. Από μια στιγμή και μετά σταμάτησα να τους ακούω, ναι, το ομολογώ ότι ζήλευα τα όσα έλεγε το χέρι αυτό γιατί τα δικά μας χάσαν από καιρό το χάρισμα της ομιλίας. Κι εμείς στη μέση όλου του κόσμου. Με πατημένο το κουμπί στο mute. Μου ανάβει τσιγάρο, της δίνω αντηλιακό, μου δίνει το νερό, της δίνω το -χλιαρό πλέον- τσάι, τέτοιον συντονισμό θα τον ζήλευαν και οι καλύτεροι τσιρκολάνοι, που κρέμονται απ΄τα σκοινιά έξη μέτρα πάνω απ΄τη γη. Τόσα χρόνια, κανείς μας δεν τσακίστηκε όμως. Μερικές φορές αρπαχτήκαμε στο τσαφ απ’ το μετέωρο χέρι, αλλά πιαστήκαμε. Ακόμη και την ώρα της αναχώρησης τα στόματά μας μένουν σφραγισμένα, κάποιος σηκώνεται πρώτος, μαζεύει την πετσέτα του, ακολουθεί ο άλλος. Words are very unnecessary, enjoy the silence.
Αργά το βράδυ διηγούμαι -σάματις συνεπαρμένος- την ιστορία με τις τρεις μουγκές ξαπλώστρες, θαρρείς και ήταν ο διάπλους της Ανταρκτικής. Έκαστος με τη ρότα του, τους χάρτες του, τους εξάντες του.
Όλοι μας τα ίδια, μη θαρρείς, λέει. Κι άλλη ατρόμητη θαλασσοπόρος μπαλκονιών. Έχει κολλήσει ένα κομματάκι από μέντα στο δόντι της, δεν το ‘χει πάρει μυρωδιά. Οι γνήσιοι θαλασσοδαρμένοι πίναν ρούμια, εμείς καταγινόμαστε να ανακατεύουμε με χρωματιστά καλαμάκια πρασινάδες που πλέουν σαν φύκια σε μια ζώνη άπνοιας καταμεσής μιας διαδρομής που κάπου πάει αλλά πήγαν κι άλλοι εκεί πρώτοι και ξέρουμε τον αστρολάβο, τις ξέρες, τις στάσεις, μόνο τον καιρό δεν ξέρουμε. Από μια μεριά ευτυχώς.
Το φεγγάρι έχει ένα χρώμα άρρωστο. Σαν να μη το έχει δει ήλιος, σα να το ΄χαν πεταμένο σε μπουντρούμι για χρόνια ολόκληρα. Δεν γίνεται αυτό, όμως. Γίνεται;
Δεν μ’ αρέσει να χαζεύω γυμνά πόδια γυναικών που βρίσκονται τρεις σπιθαμές μακριά μου. Φλυαρούν. Και δεν είσαι πάντα σίγουρος ότι θες να ακούσεις όσα θέλει να διηγηθεί αυτή η μικρή απόσταση μέχρι εκεί που ξαναρχίζει το ύφασμα, λίγο πάνω απ’ το γόνατο. Words are meaningless.
Βιβλία είμαστε, λέει. Χιλιοδιαβασμένα. Όσες φορές κι αν μας γυρίσουν τα ίδια δάχτυλα, στις ίδιες σελίδες και στις ίδιες παραγράφους θα καταλήξουν, άντε να βρουν ένα ξεχασμένο σημείο στίξης, μια τελεία εκεί που δεν πρόσεξαν ότι υπήρχε αλλά δεν αλλάζει το νόημα, ήδη ξέρετε την αρχή, τη μέση και το τέλος μας, βγάζει τη μέντα, κρίμα, πάνω που έφτιαχνα μια ιστορία με σκορβούτο που της έτρωγε ένα ένα τα δόντια όσο δεν πιάναμε στεριά. Την ακούω αλλά δεν προσέχω. Την έχω ακούσει ένα εκατομμύριο φορές αυτή την αληθινή αλλά βαρετή ιστορία με το βιβλίο που το τρώει το παράπονο ενώ εκεί έξω υπάρχουν πρόθυμοι αναγνώστες. Έστω για ξεφύλλισμα, έστω για δέκα, είκοσι σελίδες, δεν είμαστε δα και για Μεγάλες Βιβλιοθήκες μα τι κακό έχουν τα βίπερ και τα μπελ;
Πήγε έντεκα παρά, μιλάνε για κάποιον, μάλλον γνωστό μας, που ανακάλυψε κάτι Κακό μέσα στο κεφάλι του. Αυτές τις ιστορίες δεν τις αντέχω. Ξέρω καλά τι τέλος έχουν, στεριά δεν πιάνεις. Πηγαίνω στη γωνία να μην ακούω, να βρω το τριζόνι, άργησε σήμερα. Ή τραγουδάει αλλού. Μα γιατί; Δεν ήμασταν καλή παρέα, κάθε νύχτα; Σάμπως θα του ζητήσουν να υπογράψει συμβόλαιο εκεί που θα πάει; Kι εγώ θα του ζήταγα. Αύριο, μεθαύριο, μα το θεό θα το ‘κανα..
Το φως απ’ το φεγγάρι πέφτει πάνω στο γυμνό δέρμα, σκοτώνει κάθε ατέλεια, κάθε σημάδι, κάθε απρόσκλητη φλέβα, το κάνει να μυρίζει σαν το ωραιότερο παγωτό του σύμπαντος, βρες μου ένα φώτοσοπ που μπορεί να το καταφέρει αυτό, σε προκαλώ, δεν θα βρεις. Ήδη στο τρίτο ποτήρι, έχω μια παρόρμηση να του πω εκεί μπροστά σε όλους τους άλλους «θέλω να σε διαβάσω» και δεν δίνω δεκάρα για την απάντηση που δεν θα πάρω σ’ αυτό που δεν λέω αλλά έχω ήδη έτοιμη την δικιά μου: Words are trivial. Pleasures remain.
Εμείς, τα πρώην αγόρια, που μεγαλώσαμε με κλασσική παιδεία, έχουμε τις απαντήσεις για όλες σας τις σιωπές.
[ από το μπλογκ http://amancalledkkmoiris.com ]
Άλλοι γράφουν για τις περιπλανήσεις τους σε στενά, σε παγκάκια και πλατείες από μέρη άγνωστα και πρωτοειδωμένα, άλλοι βολοδέρνουν σε μπαλκόνια που το μόνο τους συναρπαστικό είναι οι γωνίες όπου τραγουδάει τις νύχτες ένα τριζόνι. Κάθε βράδι αλλάζει στέκι. Ακόμη κι αυτό βαριέται να βγαίνει στην ίδια σκηνή, για το ίδιο canzone, με τους ίδιους ακροατές.
Όταν βγαίνουν από το μπάνιο μερικές γυναίκες είναι σαν μια μπάλα παγωτό (καθένας έχει την αγαπημένη του γεύση αλλά όλα τα αγόρια λατρεύουν τα παγωτά) στην κορφή από ένα χωνάκι. Αν αργήσεις χάνεις το καλύτερο. Στην αρχή μπορείς να δαγκώσεις και να νιώσεις το τρίξιμο στα δόντια, μετά -ειδικά τον Αύγουστο- πασχίζεις να μη σου μείνει όλη στα χέρια. Φαντάζομαι θα φτιάχνουν ανάλογες ιστορίες και για μας, εκείνες, όταν δεν βαριούνται. Συνήθως βαριούνται.
Προχτές το φεγγάρι ήταν κόκκινο. Αντιπροχτές μπλε. Χτες pale. Τα πάντα κάνει, τα πάντα, για να τραβήξει την προσοχή μας. Μου διηγήθηκαν, κάποτε, την ιστορία ενός ανθρώπου που έκανε πέντε ολόκληρους μήνες πριν καταφέρει να του ρίξει έστω μισή ματιά. Δεν είχε παράθυρο στον θάλαμό του. Πόσο άθλιοι, πόσο σκληροί είναι οι χτίστες που δεν αντιστέκονται στα άκαρδα σχέδια και στις αυστηρές οδηγίες των μηχανικών τους. Vows are spoken to be broken,ανόητοι.
Πριν λίγες ώρες. Πίσω μας στις ξαπλώστρες μαμά, μπαμπάς, τρία παιδιά, το μεγαλύτερο ίσα που τέλειωνε το δημοτικό. Παραδόξως -για ελληνική ράτσα- σιωπηλοί, και οι πέντε. Πιο ομιλητικές ήταν οι δυο σακούλες απ΄τα τζάμπο που φιλοξενούσαν όλη την κυριακάτικη πραμάτεια τους. Μπροστά μας, στην ξαπλώστρα πρώτης θέσης ένα αγόρι κι ένα κορίτσι -ωραία παιδιά- που θα ‘ταν δεν θα ‘ταν τριάντα. Δεν θα ΄ταν. Σιωπηλοί κι αυτοί, μιλιά δεν βγάλαν αλλά το χέρι του πάνω στην κοιλιά της φλυαρούσε. Από μια στιγμή και μετά σταμάτησα να τους ακούω, ναι, το ομολογώ ότι ζήλευα τα όσα έλεγε το χέρι αυτό γιατί τα δικά μας χάσαν από καιρό το χάρισμα της ομιλίας. Κι εμείς στη μέση όλου του κόσμου. Με πατημένο το κουμπί στο mute. Μου ανάβει τσιγάρο, της δίνω αντηλιακό, μου δίνει το νερό, της δίνω το -χλιαρό πλέον- τσάι, τέτοιον συντονισμό θα τον ζήλευαν και οι καλύτεροι τσιρκολάνοι, που κρέμονται απ΄τα σκοινιά έξη μέτρα πάνω απ΄τη γη. Τόσα χρόνια, κανείς μας δεν τσακίστηκε όμως. Μερικές φορές αρπαχτήκαμε στο τσαφ απ’ το μετέωρο χέρι, αλλά πιαστήκαμε. Ακόμη και την ώρα της αναχώρησης τα στόματά μας μένουν σφραγισμένα, κάποιος σηκώνεται πρώτος, μαζεύει την πετσέτα του, ακολουθεί ο άλλος. Words are very unnecessary, enjoy the silence.
Αργά το βράδυ διηγούμαι -σάματις συνεπαρμένος- την ιστορία με τις τρεις μουγκές ξαπλώστρες, θαρρείς και ήταν ο διάπλους της Ανταρκτικής. Έκαστος με τη ρότα του, τους χάρτες του, τους εξάντες του.
Όλοι μας τα ίδια, μη θαρρείς, λέει. Κι άλλη ατρόμητη θαλασσοπόρος μπαλκονιών. Έχει κολλήσει ένα κομματάκι από μέντα στο δόντι της, δεν το ‘χει πάρει μυρωδιά. Οι γνήσιοι θαλασσοδαρμένοι πίναν ρούμια, εμείς καταγινόμαστε να ανακατεύουμε με χρωματιστά καλαμάκια πρασινάδες που πλέουν σαν φύκια σε μια ζώνη άπνοιας καταμεσής μιας διαδρομής που κάπου πάει αλλά πήγαν κι άλλοι εκεί πρώτοι και ξέρουμε τον αστρολάβο, τις ξέρες, τις στάσεις, μόνο τον καιρό δεν ξέρουμε. Από μια μεριά ευτυχώς.
Το φεγγάρι έχει ένα χρώμα άρρωστο. Σαν να μη το έχει δει ήλιος, σα να το ΄χαν πεταμένο σε μπουντρούμι για χρόνια ολόκληρα. Δεν γίνεται αυτό, όμως. Γίνεται;
Δεν μ’ αρέσει να χαζεύω γυμνά πόδια γυναικών που βρίσκονται τρεις σπιθαμές μακριά μου. Φλυαρούν. Και δεν είσαι πάντα σίγουρος ότι θες να ακούσεις όσα θέλει να διηγηθεί αυτή η μικρή απόσταση μέχρι εκεί που ξαναρχίζει το ύφασμα, λίγο πάνω απ’ το γόνατο. Words are meaningless.
Βιβλία είμαστε, λέει. Χιλιοδιαβασμένα. Όσες φορές κι αν μας γυρίσουν τα ίδια δάχτυλα, στις ίδιες σελίδες και στις ίδιες παραγράφους θα καταλήξουν, άντε να βρουν ένα ξεχασμένο σημείο στίξης, μια τελεία εκεί που δεν πρόσεξαν ότι υπήρχε αλλά δεν αλλάζει το νόημα, ήδη ξέρετε την αρχή, τη μέση και το τέλος μας, βγάζει τη μέντα, κρίμα, πάνω που έφτιαχνα μια ιστορία με σκορβούτο που της έτρωγε ένα ένα τα δόντια όσο δεν πιάναμε στεριά. Την ακούω αλλά δεν προσέχω. Την έχω ακούσει ένα εκατομμύριο φορές αυτή την αληθινή αλλά βαρετή ιστορία με το βιβλίο που το τρώει το παράπονο ενώ εκεί έξω υπάρχουν πρόθυμοι αναγνώστες. Έστω για ξεφύλλισμα, έστω για δέκα, είκοσι σελίδες, δεν είμαστε δα και για Μεγάλες Βιβλιοθήκες μα τι κακό έχουν τα βίπερ και τα μπελ;
Πήγε έντεκα παρά, μιλάνε για κάποιον, μάλλον γνωστό μας, που ανακάλυψε κάτι Κακό μέσα στο κεφάλι του. Αυτές τις ιστορίες δεν τις αντέχω. Ξέρω καλά τι τέλος έχουν, στεριά δεν πιάνεις. Πηγαίνω στη γωνία να μην ακούω, να βρω το τριζόνι, άργησε σήμερα. Ή τραγουδάει αλλού. Μα γιατί; Δεν ήμασταν καλή παρέα, κάθε νύχτα; Σάμπως θα του ζητήσουν να υπογράψει συμβόλαιο εκεί που θα πάει; Kι εγώ θα του ζήταγα. Αύριο, μεθαύριο, μα το θεό θα το ‘κανα..
Το φως απ’ το φεγγάρι πέφτει πάνω στο γυμνό δέρμα, σκοτώνει κάθε ατέλεια, κάθε σημάδι, κάθε απρόσκλητη φλέβα, το κάνει να μυρίζει σαν το ωραιότερο παγωτό του σύμπαντος, βρες μου ένα φώτοσοπ που μπορεί να το καταφέρει αυτό, σε προκαλώ, δεν θα βρεις. Ήδη στο τρίτο ποτήρι, έχω μια παρόρμηση να του πω εκεί μπροστά σε όλους τους άλλους «θέλω να σε διαβάσω» και δεν δίνω δεκάρα για την απάντηση που δεν θα πάρω σ’ αυτό που δεν λέω αλλά έχω ήδη έτοιμη την δικιά μου: Words are trivial. Pleasures remain.
Εμείς, τα πρώην αγόρια, που μεγαλώσαμε με κλασσική παιδεία, έχουμε τις απαντήσεις για όλες σας τις σιωπές.
[ από το μπλογκ http://amancalledkkmoiris.com ]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου