Της Μαρίας Νεγρεπόντη-Δελιβάνη πρ. πρυτάνεως και καθηγήτριας στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας
Παρότι τίποτε δεν οριστικοποιήθηκε, ακόμη, ως αποτέλεσμα των εν πολλοίς οδυνηρών διαπραγματεύσεων της Ελλάδας με τους δανειστές, μπορεί ωστόσο να επιχειρηθεί μια πρώτη αξιολόγηση της κατάστασης. Αυτή θα γίνει σε τρείς ενότητες: πρώτον ποιο ήταν το γενικότερο κλίμα μέσα στο οποίο διεξήχθησαν οι διαπραγματεύσεις, δεύτερον τι κερδίσαμε από αυτές, και τρίτον πού οδεύουμε μετά το πέρας τους.
Α. Η πρώτη φάση των διαπραγματεύσεων θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ηρωική. Διότι ο νέος Έλληνας ΥΠΟΙΚ, με ύφος αγέρωχο και λόγο αποφασιστικό, δήλωνε με σαφήνεια το τι θα δεχθούμε και το τι θα απορρίψουμε. Οπωσδήποτε, έδειχνε βέβαιο ότι η Ελλάδα δεν ήταν πια νοητό να παραμένει δέσμια της λιτότητας, της ύφεσης και της υποτέλειας, ούτε να εκτελεί χωρίς αντίδραση τις εμπνεύσεις της Τρόικας. Με περισσή υπερηφάνεια και αίσθημα εθνικής αξιοπρέπειας, οι Έλληνες, οκτώ στους δέκα, ακολούθησαν νοερά τον κ. Γιάνη Βαρουφάκη στους δρόμους της δόξας, στέλνοντάς του, σε καθημερινή βάση, χιλιάδες ευχές για ευόδωση των εθνικών μας στόχων.
Νομίζω, πως η διακοπή αυτής της ειδυλλιακής εξέλιξης οφείλεται στη χρόνια άρνηση των Γερμανών να δεχθούν αυτό που η ελληνική πλευρά προσπάθησε να υπογραμμίσει με όλα τα μέσα, τουλάχιστον στην αρχή των διαπραγματεύσεων: ότι δηλαδή το πρόγραμμα που επιβλήθηκε στην Ελλάδα δεν ήταν απλώς λανθασμένο, αλλά ήταν και εγκληματικό. Και, συνεπώς, οι εταίροι μας όφειλαν πάραυτα, όχι μόνο να το διακόψουν αλλά και να αποκαταστήσουν την ανθρωπιστική καταστροφή που έτσι προκάλεσαν. Όμως, οι Γερμανοί, που δυστυχώς ακολουθήθηκαν και από άλλους ευρωπαίους ηγέτες, οι οποίοι δεν αποτόλμησαν να διαφοροποιηθούν, τουλάχιστον με αποφασιστικό τρόπο, αναμάσησαν για ακόμη μια φορά τις προσφιλείς τους κατηγορίες εναντίον των δήθεν «ανίκανων» Ελλήνων, προκειμένου να αποδώσουν την καταστροφή της χώρας, σε ελληνικά σφάλματα. Απολύτως, βέβαια, κατανοητή αυτή η προσπάθεια των πρωτεργατών των αδιέξοδων μνημονίων, αφού διαφορετικά δεν θα υπήρχε έδαφος για συνέχιση αυτής της αδιέξοδης πολιτικής. Αφού διαφορετικά θα έπρεπε να αναλάβουν τις ευθύνες τους. Αφού διαφορετικά θα ήταν αδύνατον να εξακολουθήσουν την απόλυτη γερμανική επικυριαρχία στην Ευρώπη και κυρίως στο Νότο της.
Δεν μπορώ να γνωρίζω τι, ακριβώς, ανέμενε η ελληνική κυβέρνηση από τις διαπραγματεύσεις αυτές. Υποθέτω, ότι εύλογα θα ανησυχούσε, και θα όφειλε γι αυτό να έχει ένα σχέδιο Β, σε περίπτωση που οι διαπραγματεύσεις κακοφόρμιζαν. Αποδείχθηκε, δυστυχώς, ότι δεν υπήρχε σχέδιο Β, έτσι που η υποχώρηση από τους αρχικούς στόχους να είναι, αν όχι συντριπτική, πάντως αρκετά απογοητευτική.
Η απάντηση, ωστόσο, στο γιατί έλειπε αυτό το σχέδιο Β, υποχρεωτικό για κάθε σημαντική διαπραγμάτευση, είναι αυταπόδεικτη. Δεν μπορούσε να υπάρχει σχέδιο Β, από τη στιγμή που με όλες τις δυνατές αποχρώσεις, ο νέος έλληνας πρωθυπουργός είχε γνωστοποιήσει προς κάθε κατεύθυνση ότι «η χώρα θα παραμείνει στην ευρωζώνη». Είχε, έτσι, καταθέσει ο κ. Τσίπρας προκαταβολικά το μοναδικό όπλο που θα είχε, πιθανότατα, ως αποτέλεσμα, μια λιγότερο στραγγαλιστική ευρωπαϊκή πολιτική απέναντι στην Ελλάδα. Οι εξηγήσεις, βέβαια, του γιατί και πώς ο κ. Τσίπρας απεμπόλησε το μοναδικό δραστικό όπλο που διέθετε και αποφάσισε να πάει άοπλος στη μάχη είναι περισσότερο από διαφανείς. Πώς αλήθεια, να τολμούσε να απειλήσει ο ίδιος με GREXIT τους δανειστές, ενόσω αυτοί από το 2010 είχαν μονοπωλήσει την περί ης απειλή εναντίον της Ελλάδας, και ενόσω ακόμη όλες οι προηγούμενες κυβερνήσεις την είχαν περιβάλει με ένδυμα Αρμαγεδδών, χωρίς βεβαίως ουδέποτε να εξηγήσουν τους λόγους. Αν δεχθούμε, που νομίζω ότι δεν γίνεται διαφορετικά, ότι η Ελλάδα, με χρέος μη βιώσιμο, με ανθρωπιστική κρίση που έχει πολλά απεχθή πρόσωπα, και που είναι ήδη βουτηγμένη σε αντιπληθωριστικό στρόβιλο είναι ξεγραμμένη για δεκαετίες, από την παγκόσμια σκηνή, τότε η έξοδος από την ευρωζώνη εμφανίζεται ως μονόδρομος σωτηρίας. Ναι, αλλά….θα πουν αρκετοί και τι «θα γίνει με τον πληθωρισμό»; Ναι, όμως, θα συμπληρώσουν άλλοι «και τι θα γίνει με την υποτίμηση»; Ναι, όμως θα ολοκληρώσουν κάποιοι «γιατί να πλουτίσουν όσοι έβγαλαν χρήματα στο εξωτερικό»; κλπ., κλπ. Κίνδυνοι ελλοχεύουν, πολλοί κίνδυνοι, στην περίπτωση επιστροφής στο εθνικό νόμισμα, αλλά υπάρχουν και άπειροι συνδυασμοί μετριασμού τους. Αυτοί οι κίνδυνοι, οι μεγάλοι και οι σημαντικοί έχουν ως μοναδικό αντίκρισμα την εξαφάνιση της Ελλάδας, για πολλά-πολλά χρόνια. Από τη στιγμή, λοιπόν, που η ελληνική πλευρά δεν μπορούσε να απαντήσει στο ΟΧΙ του κ. Σόιμπλε, ΑΝΤΙΟ…..τα όσα ακολούθησαν ήταν, δυστυχώς, αναπόφευκτα.
Β. Είχαμε, τελικά, κάποιο κέρδος από τις οδυνηρές αυτές διαπραγματεύσεις; Βεβαιότατα, ναι. Φαίνεται ότι οι δανειστές εδέησαν να μας δώσουν ένα μικρό κλάσμα των όσων αρχικά ζητήσαμε. Αυτό το απόκτημα το τοποθετώ, κυρίως, στον ελαστικό χειρισμό του πρωτογενούς πλεονάσματος, που κατά τις περιστάσεις της οικονομίας, θα αφήνει κάποια υπολείμματα για τη χρήση τους στο εσωτερικό: για αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης και, ίσως, και για ασθενική ανάπτυξη. Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να υποτιμηθεί αυτό το επίτευγμα, που αποδεικνύει άλλωστε ότι η εξαθλίωση θα είχε περιοριστεί, στην Ελλάδα, αν οι προηγούμενες κυβερνήσεις, αντί να αναπτύσσουν ανύπαρκτες success stories, είχαν προσπαθήσει να διαπραγματευθούν τους μνημονιακούς όρους καταστροφής.
Τι απέγιναν, όμως, όλα τα υπόλοιπα και μεγαλεπήβολα ελληνικά αιτήματα; Και τι θα γίνει με το τεράστιο χρέος; Γιατί….εκ των προτέρων οι δανειστές απέκλεισαν την όποια συζήτηση για κούρεμά του, και η ελληνική πλευρά δεν τόλμησε να επιμείνει. Αλλά και τι θα γίνει με το μέγα θέμα της λιτότητας, που η συνέχισή της σκοτώνει την οικονομία, αποκλείει την ανάκαμψη, καταδικάζει γενιές ολόκληρες σε μαρασμό; Δυστυχώς, με τα «ισοδύναμα» δεν βγαίνει ο λογαριασμός μιας καταστραμμένης οικονομίας, της οποίας η παραγωγική βάση υποχωρεί συνεχώς κάτω και από το βάρος της μη διενέργειας της απαραίτητης απόσβεσης. Η οικονομία αυτή χρειάζεται, για να σταθεί και πάλι στα πόδια της, ένα σταθερό ετήσιο ποσοστό μεγέθυνσης τουλάχιστον 4%. Πώς θα εξασφαλιστεί αυτή η ανάπτυξη, με τις σταγόνες ρευστότητας που παραχωρούνται από την ΕΚΤ; Μικρές βελτιώσεις σημαντικής ανακούφισης, που εξαρτώνται από την καλή θέληση και την ευαισθησία της νέας κυβέρνησης μπορούν να υλοποιηθούν και αναμένονται. Όπως, ένα φορολογικό σύστημα λιγότερο παρανοϊκό από το ισχύον, πιο δίκαιο και πάνω από όλα πιο αποδοτικό. Σύλληψη και πάταξη της φοροδιαφυγής; Μόνο μερικώς και μόνο αν ως βάση της επιβολής φόρου αναγνωριστεί η κατανάλωση (κατά τη γνωστή πρόταση του N. Kaldor) και όχι πια το εισόδημα. Αύξηση των κατώτερων μισθών και συντάξεων; Απαραίτητο μέτρο, αλλά από πού;;; Με τα «ισοδύναμα» δεν προχωρεί αποφασιστικά η κατάσταση. Ναι, φαίνεται ότι θα επαναπροσληφθούν οι αναίτια απολυθέντες 2.500 δημόσιοι υπάλληλοι, χωρίς ωστόσο να μειωθεί έτσι η ανεργία, δεδομένου ότι δεν θα γίνουν οι προγραμματισμένες νέες προσλήψεις. Άγνωστο αν θα συνεχιστεί το αλύπητο ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας. Ας ελπίσουμε ότι θα γίνει με μέτρο. Και οι μεταρρυθμίσεις; Εδώ, κάτι μπορεί να επιτευχθεί, που δεν είναι διόλου ευκαταφρόνητο. Δηλαδή, να σταματήσουν οι παρανοϊκές και εγκληματικές εντολές για μεγαλύτερη ευελιξία σε μια αγορά εργασίας που έχει ήδη αγγίξει μεσαιωνικές συνθήκες, να προχωρήσουν (αν μας το επιτρέψουν οι εταίροι μας) σε μέτρα αποκατάστασης, δηλαδή «ξηλώματος» προηγουμένων, και να ομαλοποιήσουν σταδιακά τις άγρια διαταραγμένες εργασιακές σχέσεις. Στις μεταρρυθμίσεις θα περιληφθούν και βελτιώσεις της δημόσιας διοίκησης, που είναι απολύτως απαραίτητες. Όχι βέβαια, με τη μέχρι σήμερα βάρβαρη ποσοτική τους αντιμετώπιση, δηλαδή με τις χωρίς λόγο απολύσεις, από ένα δημόσιο τομέα που είναι αναποτελεσματικός, χωρίς ωστόσο να είναι υπερμεγέθης, αλλά με προσφυγή σε ποιοτικές βελτιώσεις. Υπάρχει και η διαφθορά, που ουδείς μπορεί να την αρνηθεί. Δεν είμαι, ωστόσο, σε θέση να βεβαιώσω ότι η ελληνική διαφθορά σε ποσοστό και ένταση είναι ανώτερη του μέσου διεθνούς όρου. Οπωσδήποτε, όμως, είναι διαφθορά που θρέφεται έξωθεν…από Siemens κλπ. Βεβαίως να παταχθεί, αλλά επειδή η πάταξή της είναι τουλάχιστον τόσο δύσκολη όσο και το κυνήγι των φοροφυγάδων, εύχομαι να μην εγκλωβιστεί η κυβέρνηση σε δραστηριότητες χωρίς αποτέλεσμα και παραμελήσει άλλες, εξαιρετικά, πιεστικές, όπως η αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης.
Η κριτική, στην παράγραφο Β, δεν σημαίνει βεβαίως ότι οι σκληρές διαπραγματεύσεις των τελευταίων εβδομάδων δεν ήταν σημαντικές. Αντιθέτως, ήταν πολύτιμες για την Ελλάδα, που όρθωσε ανάστημα, που απαίτησε, που εμφανίστηκε ως ίσος προς ίσον με τους λοιπούς εταίρους της. Τα αποτελέσματα δεν ήταν, και δεν μπορούσαν να είναι φαντασμαγορικά. Ήταν μια εισαγωγή, που εύχομαι να ακολουθηθεί και από το κύριο μέρος.
Γ. Με το κλείσιμο της αυλαίας αυτών των διαπραγματεύσεων, οφείλουμε όλοι να διερωτηθούμε «πού οδεύουμε». Διότι, μετά το πέρας τους θα έχει πλήρως συνειδητοποιηθεί ότι, από τη στιγμή που δεν έχει ξεπληρωθεί κατά το 75% του το χρέος μας, ο έλεγχος και το πρόγραμμα της λιτότητας θα εξακολουθήσουν. Και, συνεπώς, ελάχιστα ενδιαφέρει το πώς, εκάστοτε, θα βαπτίζονται αυτά, μια και η μεταβολή της ονομασίας τους ουδόλως μετριάζει τη σκληρότητά τους.
Η κατάσταση θα είναι, ασφαλώς, ελαφρώς καλύτερη, σε σύγκριση με την μέχρι τώρα, για τους λόγους που ήδη ανέφερα παραπάνω. Δεν θα είναι, ωστόσο, ικανοποιητική. Δεν θα οδηγεί σε ανάπτυξη, δεν θα εξασφαλίζει εθνική κυριαρχία, δεν θα απορροφά την τεράστια ανεργία, δεν θα μετριάζει τα δυσμενή αποτελέσματα της λιτότητας, δεν θα εμποδίζει τους νέους να εγκαταλείπουν την Ελλάδα, δεν θα περιορίζει τη φτώχεια. Για να μπορέσει η Ελλάδα να βγει από το σκοτεινό τούνελ και να αντικρύσει τον ήλιο απαιτούνται δραστικά μέτρα, όπως:
Παρότι τίποτε δεν οριστικοποιήθηκε, ακόμη, ως αποτέλεσμα των εν πολλοίς οδυνηρών διαπραγματεύσεων της Ελλάδας με τους δανειστές, μπορεί ωστόσο να επιχειρηθεί μια πρώτη αξιολόγηση της κατάστασης. Αυτή θα γίνει σε τρείς ενότητες: πρώτον ποιο ήταν το γενικότερο κλίμα μέσα στο οποίο διεξήχθησαν οι διαπραγματεύσεις, δεύτερον τι κερδίσαμε από αυτές, και τρίτον πού οδεύουμε μετά το πέρας τους.
Α. Η πρώτη φάση των διαπραγματεύσεων θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ηρωική. Διότι ο νέος Έλληνας ΥΠΟΙΚ, με ύφος αγέρωχο και λόγο αποφασιστικό, δήλωνε με σαφήνεια το τι θα δεχθούμε και το τι θα απορρίψουμε. Οπωσδήποτε, έδειχνε βέβαιο ότι η Ελλάδα δεν ήταν πια νοητό να παραμένει δέσμια της λιτότητας, της ύφεσης και της υποτέλειας, ούτε να εκτελεί χωρίς αντίδραση τις εμπνεύσεις της Τρόικας. Με περισσή υπερηφάνεια και αίσθημα εθνικής αξιοπρέπειας, οι Έλληνες, οκτώ στους δέκα, ακολούθησαν νοερά τον κ. Γιάνη Βαρουφάκη στους δρόμους της δόξας, στέλνοντάς του, σε καθημερινή βάση, χιλιάδες ευχές για ευόδωση των εθνικών μας στόχων.
Νομίζω, πως η διακοπή αυτής της ειδυλλιακής εξέλιξης οφείλεται στη χρόνια άρνηση των Γερμανών να δεχθούν αυτό που η ελληνική πλευρά προσπάθησε να υπογραμμίσει με όλα τα μέσα, τουλάχιστον στην αρχή των διαπραγματεύσεων: ότι δηλαδή το πρόγραμμα που επιβλήθηκε στην Ελλάδα δεν ήταν απλώς λανθασμένο, αλλά ήταν και εγκληματικό. Και, συνεπώς, οι εταίροι μας όφειλαν πάραυτα, όχι μόνο να το διακόψουν αλλά και να αποκαταστήσουν την ανθρωπιστική καταστροφή που έτσι προκάλεσαν. Όμως, οι Γερμανοί, που δυστυχώς ακολουθήθηκαν και από άλλους ευρωπαίους ηγέτες, οι οποίοι δεν αποτόλμησαν να διαφοροποιηθούν, τουλάχιστον με αποφασιστικό τρόπο, αναμάσησαν για ακόμη μια φορά τις προσφιλείς τους κατηγορίες εναντίον των δήθεν «ανίκανων» Ελλήνων, προκειμένου να αποδώσουν την καταστροφή της χώρας, σε ελληνικά σφάλματα. Απολύτως, βέβαια, κατανοητή αυτή η προσπάθεια των πρωτεργατών των αδιέξοδων μνημονίων, αφού διαφορετικά δεν θα υπήρχε έδαφος για συνέχιση αυτής της αδιέξοδης πολιτικής. Αφού διαφορετικά θα έπρεπε να αναλάβουν τις ευθύνες τους. Αφού διαφορετικά θα ήταν αδύνατον να εξακολουθήσουν την απόλυτη γερμανική επικυριαρχία στην Ευρώπη και κυρίως στο Νότο της.
Δεν μπορώ να γνωρίζω τι, ακριβώς, ανέμενε η ελληνική κυβέρνηση από τις διαπραγματεύσεις αυτές. Υποθέτω, ότι εύλογα θα ανησυχούσε, και θα όφειλε γι αυτό να έχει ένα σχέδιο Β, σε περίπτωση που οι διαπραγματεύσεις κακοφόρμιζαν. Αποδείχθηκε, δυστυχώς, ότι δεν υπήρχε σχέδιο Β, έτσι που η υποχώρηση από τους αρχικούς στόχους να είναι, αν όχι συντριπτική, πάντως αρκετά απογοητευτική.
Η απάντηση, ωστόσο, στο γιατί έλειπε αυτό το σχέδιο Β, υποχρεωτικό για κάθε σημαντική διαπραγμάτευση, είναι αυταπόδεικτη. Δεν μπορούσε να υπάρχει σχέδιο Β, από τη στιγμή που με όλες τις δυνατές αποχρώσεις, ο νέος έλληνας πρωθυπουργός είχε γνωστοποιήσει προς κάθε κατεύθυνση ότι «η χώρα θα παραμείνει στην ευρωζώνη». Είχε, έτσι, καταθέσει ο κ. Τσίπρας προκαταβολικά το μοναδικό όπλο που θα είχε, πιθανότατα, ως αποτέλεσμα, μια λιγότερο στραγγαλιστική ευρωπαϊκή πολιτική απέναντι στην Ελλάδα. Οι εξηγήσεις, βέβαια, του γιατί και πώς ο κ. Τσίπρας απεμπόλησε το μοναδικό δραστικό όπλο που διέθετε και αποφάσισε να πάει άοπλος στη μάχη είναι περισσότερο από διαφανείς. Πώς αλήθεια, να τολμούσε να απειλήσει ο ίδιος με GREXIT τους δανειστές, ενόσω αυτοί από το 2010 είχαν μονοπωλήσει την περί ης απειλή εναντίον της Ελλάδας, και ενόσω ακόμη όλες οι προηγούμενες κυβερνήσεις την είχαν περιβάλει με ένδυμα Αρμαγεδδών, χωρίς βεβαίως ουδέποτε να εξηγήσουν τους λόγους. Αν δεχθούμε, που νομίζω ότι δεν γίνεται διαφορετικά, ότι η Ελλάδα, με χρέος μη βιώσιμο, με ανθρωπιστική κρίση που έχει πολλά απεχθή πρόσωπα, και που είναι ήδη βουτηγμένη σε αντιπληθωριστικό στρόβιλο είναι ξεγραμμένη για δεκαετίες, από την παγκόσμια σκηνή, τότε η έξοδος από την ευρωζώνη εμφανίζεται ως μονόδρομος σωτηρίας. Ναι, αλλά….θα πουν αρκετοί και τι «θα γίνει με τον πληθωρισμό»; Ναι, όμως, θα συμπληρώσουν άλλοι «και τι θα γίνει με την υποτίμηση»; Ναι, όμως θα ολοκληρώσουν κάποιοι «γιατί να πλουτίσουν όσοι έβγαλαν χρήματα στο εξωτερικό»; κλπ., κλπ. Κίνδυνοι ελλοχεύουν, πολλοί κίνδυνοι, στην περίπτωση επιστροφής στο εθνικό νόμισμα, αλλά υπάρχουν και άπειροι συνδυασμοί μετριασμού τους. Αυτοί οι κίνδυνοι, οι μεγάλοι και οι σημαντικοί έχουν ως μοναδικό αντίκρισμα την εξαφάνιση της Ελλάδας, για πολλά-πολλά χρόνια. Από τη στιγμή, λοιπόν, που η ελληνική πλευρά δεν μπορούσε να απαντήσει στο ΟΧΙ του κ. Σόιμπλε, ΑΝΤΙΟ…..τα όσα ακολούθησαν ήταν, δυστυχώς, αναπόφευκτα.
Β. Είχαμε, τελικά, κάποιο κέρδος από τις οδυνηρές αυτές διαπραγματεύσεις; Βεβαιότατα, ναι. Φαίνεται ότι οι δανειστές εδέησαν να μας δώσουν ένα μικρό κλάσμα των όσων αρχικά ζητήσαμε. Αυτό το απόκτημα το τοποθετώ, κυρίως, στον ελαστικό χειρισμό του πρωτογενούς πλεονάσματος, που κατά τις περιστάσεις της οικονομίας, θα αφήνει κάποια υπολείμματα για τη χρήση τους στο εσωτερικό: για αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης και, ίσως, και για ασθενική ανάπτυξη. Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να υποτιμηθεί αυτό το επίτευγμα, που αποδεικνύει άλλωστε ότι η εξαθλίωση θα είχε περιοριστεί, στην Ελλάδα, αν οι προηγούμενες κυβερνήσεις, αντί να αναπτύσσουν ανύπαρκτες success stories, είχαν προσπαθήσει να διαπραγματευθούν τους μνημονιακούς όρους καταστροφής.
Τι απέγιναν, όμως, όλα τα υπόλοιπα και μεγαλεπήβολα ελληνικά αιτήματα; Και τι θα γίνει με το τεράστιο χρέος; Γιατί….εκ των προτέρων οι δανειστές απέκλεισαν την όποια συζήτηση για κούρεμά του, και η ελληνική πλευρά δεν τόλμησε να επιμείνει. Αλλά και τι θα γίνει με το μέγα θέμα της λιτότητας, που η συνέχισή της σκοτώνει την οικονομία, αποκλείει την ανάκαμψη, καταδικάζει γενιές ολόκληρες σε μαρασμό; Δυστυχώς, με τα «ισοδύναμα» δεν βγαίνει ο λογαριασμός μιας καταστραμμένης οικονομίας, της οποίας η παραγωγική βάση υποχωρεί συνεχώς κάτω και από το βάρος της μη διενέργειας της απαραίτητης απόσβεσης. Η οικονομία αυτή χρειάζεται, για να σταθεί και πάλι στα πόδια της, ένα σταθερό ετήσιο ποσοστό μεγέθυνσης τουλάχιστον 4%. Πώς θα εξασφαλιστεί αυτή η ανάπτυξη, με τις σταγόνες ρευστότητας που παραχωρούνται από την ΕΚΤ; Μικρές βελτιώσεις σημαντικής ανακούφισης, που εξαρτώνται από την καλή θέληση και την ευαισθησία της νέας κυβέρνησης μπορούν να υλοποιηθούν και αναμένονται. Όπως, ένα φορολογικό σύστημα λιγότερο παρανοϊκό από το ισχύον, πιο δίκαιο και πάνω από όλα πιο αποδοτικό. Σύλληψη και πάταξη της φοροδιαφυγής; Μόνο μερικώς και μόνο αν ως βάση της επιβολής φόρου αναγνωριστεί η κατανάλωση (κατά τη γνωστή πρόταση του N. Kaldor) και όχι πια το εισόδημα. Αύξηση των κατώτερων μισθών και συντάξεων; Απαραίτητο μέτρο, αλλά από πού;;; Με τα «ισοδύναμα» δεν προχωρεί αποφασιστικά η κατάσταση. Ναι, φαίνεται ότι θα επαναπροσληφθούν οι αναίτια απολυθέντες 2.500 δημόσιοι υπάλληλοι, χωρίς ωστόσο να μειωθεί έτσι η ανεργία, δεδομένου ότι δεν θα γίνουν οι προγραμματισμένες νέες προσλήψεις. Άγνωστο αν θα συνεχιστεί το αλύπητο ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας. Ας ελπίσουμε ότι θα γίνει με μέτρο. Και οι μεταρρυθμίσεις; Εδώ, κάτι μπορεί να επιτευχθεί, που δεν είναι διόλου ευκαταφρόνητο. Δηλαδή, να σταματήσουν οι παρανοϊκές και εγκληματικές εντολές για μεγαλύτερη ευελιξία σε μια αγορά εργασίας που έχει ήδη αγγίξει μεσαιωνικές συνθήκες, να προχωρήσουν (αν μας το επιτρέψουν οι εταίροι μας) σε μέτρα αποκατάστασης, δηλαδή «ξηλώματος» προηγουμένων, και να ομαλοποιήσουν σταδιακά τις άγρια διαταραγμένες εργασιακές σχέσεις. Στις μεταρρυθμίσεις θα περιληφθούν και βελτιώσεις της δημόσιας διοίκησης, που είναι απολύτως απαραίτητες. Όχι βέβαια, με τη μέχρι σήμερα βάρβαρη ποσοτική τους αντιμετώπιση, δηλαδή με τις χωρίς λόγο απολύσεις, από ένα δημόσιο τομέα που είναι αναποτελεσματικός, χωρίς ωστόσο να είναι υπερμεγέθης, αλλά με προσφυγή σε ποιοτικές βελτιώσεις. Υπάρχει και η διαφθορά, που ουδείς μπορεί να την αρνηθεί. Δεν είμαι, ωστόσο, σε θέση να βεβαιώσω ότι η ελληνική διαφθορά σε ποσοστό και ένταση είναι ανώτερη του μέσου διεθνούς όρου. Οπωσδήποτε, όμως, είναι διαφθορά που θρέφεται έξωθεν…από Siemens κλπ. Βεβαίως να παταχθεί, αλλά επειδή η πάταξή της είναι τουλάχιστον τόσο δύσκολη όσο και το κυνήγι των φοροφυγάδων, εύχομαι να μην εγκλωβιστεί η κυβέρνηση σε δραστηριότητες χωρίς αποτέλεσμα και παραμελήσει άλλες, εξαιρετικά, πιεστικές, όπως η αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης.
Η κριτική, στην παράγραφο Β, δεν σημαίνει βεβαίως ότι οι σκληρές διαπραγματεύσεις των τελευταίων εβδομάδων δεν ήταν σημαντικές. Αντιθέτως, ήταν πολύτιμες για την Ελλάδα, που όρθωσε ανάστημα, που απαίτησε, που εμφανίστηκε ως ίσος προς ίσον με τους λοιπούς εταίρους της. Τα αποτελέσματα δεν ήταν, και δεν μπορούσαν να είναι φαντασμαγορικά. Ήταν μια εισαγωγή, που εύχομαι να ακολουθηθεί και από το κύριο μέρος.
Γ. Με το κλείσιμο της αυλαίας αυτών των διαπραγματεύσεων, οφείλουμε όλοι να διερωτηθούμε «πού οδεύουμε». Διότι, μετά το πέρας τους θα έχει πλήρως συνειδητοποιηθεί ότι, από τη στιγμή που δεν έχει ξεπληρωθεί κατά το 75% του το χρέος μας, ο έλεγχος και το πρόγραμμα της λιτότητας θα εξακολουθήσουν. Και, συνεπώς, ελάχιστα ενδιαφέρει το πώς, εκάστοτε, θα βαπτίζονται αυτά, μια και η μεταβολή της ονομασίας τους ουδόλως μετριάζει τη σκληρότητά τους.
Η κατάσταση θα είναι, ασφαλώς, ελαφρώς καλύτερη, σε σύγκριση με την μέχρι τώρα, για τους λόγους που ήδη ανέφερα παραπάνω. Δεν θα είναι, ωστόσο, ικανοποιητική. Δεν θα οδηγεί σε ανάπτυξη, δεν θα εξασφαλίζει εθνική κυριαρχία, δεν θα απορροφά την τεράστια ανεργία, δεν θα μετριάζει τα δυσμενή αποτελέσματα της λιτότητας, δεν θα εμποδίζει τους νέους να εγκαταλείπουν την Ελλάδα, δεν θα περιορίζει τη φτώχεια. Για να μπορέσει η Ελλάδα να βγει από το σκοτεινό τούνελ και να αντικρύσει τον ήλιο απαιτούνται δραστικά μέτρα, όπως:
- πρώτον, καταγγελία του τμήματος του χρέους που φέρει, εμφανώς, επαχθή χαρακτηριστικά
- δεύτερον, την απαίτηση επιστροφής, από τη Γερμανία, του κατοχικού δανείου και των επανορθώσεων
- τρίτον, την ανάλυση τού γιατί η πλήρης αποτυχία των μνημονίων οφείλεται στο περιεχόμενό τους και όχι στη δήθεν ανικανότητα των Ελλήνων και, τέλος
- την απόφασή μας να επιστρέψουμε στη δραχμή, αν δεν μας εγκριθεί από τους εταίρους μας ένα πρόγραμμα αποπληρωμής του χρέους, που να εγγυάται την επιβίωσή μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου