H απεριόριστη υπακοή καταστρέφει την παιδική ψυχή. Μην ακρωτηριάζετε ψυχικά το παιδί σας γιατί μόνο εκείνο μπορεί να βρει το σωστό μονοπάτι που οδηγεί στην διάπλαση της ψυχής του. Δεν πρέπει να προσπαθείτε να ελέγχετε τα παιδιά σας και να τα περιορίζετε σχεδιάζοντας το μέλλον τους, γιατί η αβεβαιότητα είναι πρώτος νόμος της δημιουργίας. Σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο σύμπαν παίζεται συνεχώς ένα ουράνιο παιχνίδι, στο οποίο όλα είναι δυνατά, και ένα ελεύθερο πνεύμα ανά πάσα στιγμή έχει μπροστά του άπειρες επιλογές. Μήπως τα ξεχάσατε όλα αυτά μεγαλώνοντας ή μήπως δεν σας δόθηκε η ευκαιρία να τα μάθετε ποτέ; Αφήστε τα παιδιά σας να κάνουν μόνα τους τις επιλογές τους, και μην προβάλετε πάνω τους τις δικές σας προσδοκίες, γιατί δεν είναι κτήματά σας. Μην χάσετε τη μεγάλη ευκαιρία να συνεισφέρετε στην χαρά της δημιουργίας, δίνοντας στα παιδιά σας το δικαίωμα να πάρουν τις ευθύνες για το μέλλον στα χέρια τους. Μην γίνετε εχθροί των παιδιών σας, γιατί, όπως λέει και ο μεγάλος ποιητής και φιλόσοφος KhalilGibran, στο ποίημά του Τα Παιδιά:
«Τα παιδιά σας δεν είναι δικά σας παιδιά,
Είναι γιοι και κόρες που ίδια η ζωή χάρισε στον εαυτό της.
Ήρθαν μέσω εσάς, αλλά όχι από εσάς
Και παρά που είναι κοντά σας, δεν σας ανήκουν.
Μπορείτε να τους δώσετε την αγάπη σας, αλλά όχι και τις σκέψεις σας,
Γιατί εκείνα έχουν τις δικές τους, προσωπικές σκέψεις.
Μπορείτε να φιλοξενήσετε τις σάρκες τους, αλλά όχι και τις ψυχές τους,
Γιατί οι ψυχές τους κατοικούν στο σπίτι του αύριο
Το οποίο εσείς δεν μπορείτε να επισκεφθείτε
Ούτε στα όνειρά σας.
Μπορείτε να προσπαθήσετε να τους μοιάζετε,
Αλλά μην ζητάτε εκείνα να γίνουν σαν κι εσάς
Γιατί η ζωή δεν γυρίζει πίσω, ούτε παραμένει στο χθες.
Εσείς είστε τόξα από τα οποία σαν ζωντανά βέλη στάλθηκαν τα παιδιά σας.
Ο Τοξότης βλέπει το στόχο στην ατραπό του άπειρου
Και Αυτός σας κατευθύνει με τη δική Του δύναμη
Ώστε να μπορέσουν τα βέλη Του να πετούν γρήγορα και μακριά.
Αφήστε το λύγισμά σας στα χέρια του Τοξότη να είναι όλο χαρά:
Γιατί όπως αγαπάει το βέλος που πετάει, αγαπάει και το ακλόνητο τόξο».
(μετάφρ. απ’ τα αγγλικά Μ. Κοσάνοβιτς)
Γράφει η ΜΙΛΙΤΣΑ ΚΟΣΑΝΟΒΙΤΣ* (kosanovic@mail.com)
Όταν πρωτοξεκίνησα να σκέφτομαι πάνω σ’ αυτό το άρθρο είχα φουντώσει από μια αίσθηση χαράς λέγοντας μέσα μου πως θα έχω την ευκαιρία να ξαναμπώ για τα καλά, έστω για λίγο, στο μαγικό παιδικό κόσμο και θα ξυπνήσω εκείνο το κοριτσάκι, τη μικρή Μίλιτσα μέσα μου… Μετά από λίγο όμως παρατήρησα ότι, όσο περισσότερο βυθιζόμουν στις αναμνήσεις και τα γεγονότα του μακρινού μου παρελθόντος, μαζί με το συναίσθημα της παιδικής αθωότητας, μ’ έπιανε και μια περίεργη μελαγχολία, μ’ αγκάλιαζε μια παράξενη θλίψη. Βούρκωνα από ένα συναίσθημα που έλεγε ότι τα πράγματα θα μπορούσαν να είχαν συμβεί και εντελώς διαφορετικά…
Το παιδί μέσα μου, όταν θυμήθηκε το μικρό του εαυτό, εκτός από εικόνες και στιγμές ανεμελιάς, παιχνιδιού, καλοκαιρινού παράδεισου και χειμωνιάτικης μαγείας, έφερε στη μνήμη του και όλο εκείνο το άγχος της καθημερινότητας, που το έζησε μέσα στο σπίτι. Θυμάμαι, όταν ήμουν μικρή, πάντα έκανα μεγάλη προσπάθεια να ενταχτώ με επιτυχία στο πρόγραμμα των γονιών μου, να ανταποκρίνομαι στις δικές τους απαιτήσεις, να γίνω όπως με ήθελαν. Όμως φαίνεται ότι δεν το κατάφερνα ποτέ μου: όταν ήθελαν να φάω δεν είχα όρεξη, όταν ήθελαν να κοιμηθώ δε νύσταζα, όταν ήθελαν να ντυθώ καλά δεν κρύωνα και όταν ήθελαν να τραγουδάω και κάνω θέατρο μπροστά στους φίλους τους δεν είχα καθόλου όρεξη. Αντίθετα, όταν ήθελα να παίζω, είχαν κάποιο άλλο σχέδιο για μένα… Αν γελούσα δυνατά, έπρεπε να κάνω ησυχία, κι αν έκλαιγα μου έλεγαν «μην κλαις». Πόσες φορές άκουσα εκείνο περιβόητο ρητό: «Πρόσεχε, κακομοίρα μου, αν δεν το κάνεις (ή αν το κάνεις) αυτό, θα φας ξύλο». Αχ, αυτό το ξύλο, που λένε κιόλας ότι ήρθε απ’ τον… παράδεισο! Απ’ τη κόλαση δεν βγήκε;
Θυμάμαι ότι όσο και να προσπαθούσα να καταλάβω το πως και το γιατί οι γονείς μου λειτουργούν με αυτό το τρόπο, δεν τα κατάφερα. Είχα γίνει μικρή «ψυχολόγος» προσέχοντας πάντα τη διάθεση του μπαμπά μου, μην τυχόν κάνω κάτι που δεν θα του αρέσει, αλλά παρόλη την προσπάθεια να γίνω «καλό κορίτσι» έχω την αίσθηση ότι δεν το πέτυχα ποτέ μου. Παραδέχομαι πως αυτό το «κουσούρι» μου έμεινε για πάντα: να ασχολούμαι και να αναλύω τις διαθέσεις των ανθρώπων, όλο μέσα στην προσπάθεια να τους πλησιάσω καλύτερα, να γίνω όπως με θέλουν οι άλλοι, γιατί έτσι όπως είμαι δεν είναι και το καλύτερο… Ίσως για αυτό το λόγο, όταν ήμουν μικρή νόμιζα ότι αρκεί να μεγαλώσω και θα σταματήσουν όλα τα βάσανά μου. Με ανυπομονησία και περισσή λαχτάρα περίμενα πως και πως να γίνω μεγάλη και να διεκδικήσω μια ισότιμη θέση με τους υπόλοιπους σε αυτό τον κόσμο που είναι διαμορφωμένος για τους ενήλικους και τους ανήκει απόλυτα, ενώ η παιδική ηλικία δεν είναι παρά μια «παροδική τρέλα» από την οποία συνερχόμαστε όταν μεγαλώνουμε…
Σήμερα, όταν συζητάμε με την πεντάχρονη κόρη μου και εκείνη με βεβαιώνει πως Δεν θέλει να μεγαλώσει γιατί της αρέσει να είναι μικρή, νιώθω μεγάλη χαρά, λες κι έχω κερδίσει μια μεγάλη μάχη μέσα μου, γιατί αυτή η δήλωση είναι μια απόδειξη ότι έκανα το άλμα μου και δεν επαναλαμβάνω τα λάθη των γονιών μου. Είναι μια απόδειξη ότι το κοριτσάκι μου περνάει καλά, είναι ευτυχισμένο κι ότι κάποτε στο μέλλον, όταν θα θυμάται τα παιδικά της χρόνια, το λιγότερο, δεν θα τη πιάνει μελαγχολία.
Οι εσφαλμένες μνήμες που έχουμε από τα παιδικά μας χρόνια είναι ακριβώς ένα προϊόν της καταστολής μας, της ψυχολογικής καταπίεσης που έχουμε υποστεί. Υπάρχουν μάλιστα και περιπτώσεις όπου δεν υπάρχουν καν μνήμες από την παιδική ηλικία. Ακόμη και η πιο επιπόλαια ματιά στην ιστορία της παιδικής ανατροφής στον Δυτικό πολιτισμό, μας αποκαλύπτει πολυάριθμες βάναυσες πρακτικές που συνειδητά ή ασυνείδητα έχουν επιβληθεί επάνω στα παιδιά στο στάδιο της λεγόμενης «κοινωνικοποίησης». Μερικές απ’ αυτές τις πρακτικές έχουν μεταβιβαστεί από γενιά σε γενιά ως παιδαγωγικά πρότυπα, ως μια πολύτιμη και αναμφισβήτητη σοφία και φροντίδα. Πολλές απ΄ αυτές τις πρακτικές μπορούν να βρεθούν στα βιβλία, που γράφονται στους σύγχρονους χρόνους και κρύβονται πίσω από το τιμητικό όνομα της παιδικής ανατροφής, της περιβόητης «διάπλασης των παίδων».
Οι περισσότεροι σύγχρονοι γονείς πιθανώς θα διαφωνήσουν με την «αναγκαστική» τακτική των σωματικών τιμωριών ή της απομόνωσης του παιδιού που εφαρμόζεται ακόμη και στις αρχές του 21ουαιώνα. Δυστυχώς όμως, ότι και να λένε όταν καυχιούνται στους φίλους τους για τις παιδαγωγικές τους μεθόδους, δεν απέχουν από τις λεπτές μορφές απειλής, εμπαιγμού, τακτικής απόσυρσης της αγάπης, διάφορων ψεμάτων και τακτικών τρόμου. Το πιο μοχθηρό χαρακτηριστικό γνώρισμα αυτής της παιδαγωγικής είναι πως οι περισσότεροι γονείς είναι όχι μόνο απληροφόρητοι της ζημιάς που προκαλούν στα βλαστάρια τους αλλά, όντας και οι ίδιοι θύματα του ίδιου παιδαγωγικού σχεδίου κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας τους, είναι σοβαρά πεπεισμένοι ότι Κάνουν το Σωστό, όταν με όλη την άνεση και σιγουριά τιμωρούν τα άτακτα παιδιά τους και τους λένε στο τέλος εκείνο τη διάσημη φράση ου όλοι έχουμε ακούσει: «Είναι για το δικό σου το καλό!» Πίσω από οποιαδήποτε βίαιη πράξη προς τα παιδιά –που την εφαρμόζουν ως γρήγορη «θεραπεία διόρθωσης»– συνήθως κρύβονται και οι βασικότεροι μύθοι που παρουσιάζονται ως γενικές και αυταπόδεικτες αλήθειες.
Μερικοί από αυτούς τους μύθους είναι οι εξής:
Οι γονείς αγαπούν τα παιδιά τους περισσότερο από οτιδήποτε άλλο στον κόσμο και εξ ορισμού γνωρίζουν ποιο είναι το καλύτερο για αυτά.
Οι γονείς έχουν πάντα δίκιο.
Αν δεν τιμωρούνται, τα παιδιά δεν έχουν καμία ένδειξη για το τι είναι λάθος και τι σωστό.
Η αυστηρότητα προετοιμάζει τα παιδιά για την πραγματική ζωή.
Ο υψηλός αυτοσεβασμός θα καταστήσει τα παιδιά εγωιστικά και μη ρεαλιστικά στους στόχους τους.
Ο κοινός παρονομαστής όλων αυτών των διαφορετικών στρατηγικών είναι ένας καθαρός χειρισμός που έχει ως κίνητρο τον «ιερό» παιδαγωγικό στόχο: την απόκτηση ελέγχου πάνω στ παιδί. Με άλλα λόγια, αυτό που ένας «αξιοπρεπής» γονέας πρέπει να κάνει είναι να εξοικειώνει το παιδί του, όχι σχετικά με τις δικές του πραγματικές ανάγκες και επιθυμίες, αλλά στο να το μάθει να είναι υπάκουο και προσαρμοσμένο στις ανάγκες και στις επιθυμίες του γονέα. Είναι όμως αυτό που πραγματικά θέλουμε να είναι τα παιδιά μας; Υπάκουα και καλά πλάσματα χωρίς καμία δική τους πρωτοβουλία; Και όταν κάποια μέρα μεγαλώσουν, πως ξαφνικά θα μπορέσουν να διεκδικήσουν «την ισότιμη θέση που τους αξίζει στην κοινωνία»; Από πού θα αντλήσουν την αυτοπεποίθηση, τον αυτοσεβασμό και την εσωτερική ισορροπία, που είναι τα λιγότερα που χρειάζεται κανείς για να πετύχει στην σύγχρονη κοινωνία ή σε οποιαδήποτε κοινωνία; Γιατί όλοι μας θέλουμε τα παιδιά μας, εκτός από το να είναι γερά και ευτυχισμένα, να είναι και πλούσια και πετυχημένα. Όμως, κατά πόσο το δικό μας μέτρο της ευτυχίας είναι και αντικειμενικό μέτρο; Μήπως έχουμε στο τσεπάκι μας κάποια «φόρμουλα της ευτυχίας»; Όχι. Τότε γιατί οι περισσότεροι από εμάς επεμβαίνουμε τόσο τακτικά και ριζικά στη ζωή και στις αποφάσεις των παιδιών μας; Γιατί δεν τα έχουμε περισσότερη εμπιστοσύνη;
Η πιο συνηθισμένη απάντηση είναι ότι φοβόμαστε. Όμως, σε τελική ανάλυση, τι είναι αυτό που φοβόμαστε ακριβώς; Μήπως φοβόμαστε περισσότερο για τον εαυτό μας από ότι για το παιδί μας; Ποιανού η ευτυχία μας ενδιαφέρει πράγματι, η δική μας ή του παιδιού μας; Αυτά είναι τα μεγάλα ερωτήματα που ο καθένας μας θα έπρεπε να εξετάζει επανειλημμένα. Και σ’ αυτά θα πρέπει να δώσει και αληθινές ανθρώπινες απαντήσεις.
Κανείς δεν τους ρωτάει τίποτε και δεν χρειάζεται να πολύ σκέφτονται. Αυτό που πρέπει να κάνουν είναι να είναι «καθωσπρέπει», να εκτελούν τα καθήκοντα τους και –πολύ σημαντικό– να εκκλησιάζονται, ασχέτως από τις πραγματικές τους πεποιθήσεις ή τα πιστεύω τους: «Όλα τ’ άλλα θα έρθουν από μόνα τους»! Το κάθε τι που χαρακτηρίζεται ως βλαβερό, κακό και ανεπιθύμητο στην συμπεριφορά του παιδιού απλώς πρέπει να εξαλειφθεί ασυζητητί και χωρίς καμία αναζήτηση της αιτίας του.
Ως προς τους μελλοντικούς ενήλικους, υπάρχουν δύο κοινωνικές συνέπειες που ακολουθούν αυτή την διαδικασία. Η πιο προφανής είναι όταν η υπακοή γίνεται μια αυτόματη αντίδραση και ασκείται πριν από τη σκέψη: πρώτα υπακούμε και μετά σκεφτόμαστε! Αυτός ο μηχανισμός χρησιμοποιείται πολύ έξυπνα από τους υποστηρικτές του κάθε είδους –ισμού που εφευρίσκεται πάντα στην ιστορία της ανθρωπότητας. Η μορφή της εξουσίας –δεν έχει σημασία αν πρόκειται για Θεό, Κράτος, Έθνος ή για τον Φύρερ– αντιγράφει ακριβώς τη σχέση τυφλής υπακοής που κάποτε καθιερώθηκε από τους γονείς στα παιδιά τους.
Το «τελετουργικό» της υπακοής είναι μερικές φορές καταπληκτικό: κάποιος μπορεί να δει πολλά άτομα που αλλάζουν τις απόψεις τους σχεδόν μέσα σε μια νύχτα, ή να υποστηρίζουν αλληλοσυγκρουόμενες ιδεολογίες ακόμη και χωρίς να είναι σε θέση να αναγνωρίσουν την αντίφαση, μόνο και μόνο για χάρη της ένταξης στο κοινωνικό μιλιέ (milieu). Τέτοια άτομα μπορούν εύκολα να χρησιμοποιηθούν κατ’ άσχημο τρόπο ή για ο,τιδήποτε άλλο σκοπό, μόνο μετά από μια μικρή χρονική περίοδο «πλύσης εγκεφάλου». Ο Αδόλφος Χίτλερ εξέφρασε αυτό με την εύθυμη χαρά: «Τι καλή τύχη για εκείνους στην εξουσία που οι άνθρωποι δεν σκέφτονται! Μας προσφέρεται επίσης μια ειδική, μυστική ευχαρίστηση, όταν βλέπουμε πόσο ασυνείδητοι είναι οι άνθρωποι γύρω μας για αυτό που τους πραγματικά συμβαίνει…»
Η δεύτερη συνέπεια είναι ακόμα πιο ενοχλητική. Το δυναμικό της μπορεί να περιγραφεί ως «γονιμοποίηση των σπόρων της έχθρας» στην ψυχή του παιδιού. Όντας απολύτως εξαρτημένο από τη γονική εξουσία (αυτό το ρόλο μπορεί να παίξει ο καθένας με τον οποίο το παιδί είναι ταυτισμένο), το νήπιο δεν έχει καμία άλλη επιλογή από το να ανταποκρίνεται στις εντολές που καθιερώνονται από το γονέα και να εκπληρώσει τις προσδοκίες του.
Αυτή η διαδικασία της «απόκτησης δύναμης ελέγχου» πάνω στο παιδί συμβαίνει συνήθως στην πολύ νεαρή ηλικία. Όταν το αγόρι ή το κορίτσι δεν είναι ακόμη εξοπλισμένο με τους ικανοποιητικούς, διανοητικούς μηχανισμούς προστασίας, η απόκτηση του ψυχολογικού ελέγχου συμβαίνει χωρίς καμία αντίσταση λόγω της εξιδανίκευσης των γονέων από το παιδί τους. Βέβαια οι ίδιες οι τεχνικές της κοινωνικοποίησης αναπόφευκτα προκαλούν τον πόνο στο παιδί με το που το εμποδίσουν να είναι ο εαυτός του.
Στη καθημερινή ζωή, όμως, αυτό που συμβαίνει πραγματικά είναι ότι αυτά τα συναισθήματα βρίσκουν τον πολύ ευκολότερο και τον πιο αποδεκτό, μερικές φορές ακόμη και αξιότιμο, τρόπο, που ακολουθείται από τη τυποποιημένη ρητορική και συνοδεύει κάθε είδους βία. Οι στόχοι πάντα είναι οι Άλλοι χωρίς εξαίρεση. Όλοι εκείνοι που είναι διαφορετικοί, περιθωριοποιημένοι, ανίκανοι και στιγματισμένοι ως αισχροί, βρόμικοι, επικίνδυνοι, ανήθικοι, παράξενοι –αυτοί μετατρέπεται στον Εχθρό στον οποίο διοχετεύεται όλο αυτό το λανθάνον μίσος προς τους καταπιεστικούς γονείς.
Για αυτό δεν είναι παράξενο ότι πολλοί απλοί και συνηθισμένοι άνθρωποι, οι οποίοι στη καθημερινή τους ζωή είναι τέλεια προσαρμοσμένοι, κανονικοί, φιλικοί και ικανοί να αγαπούν τους δικούς τους ανθρώπους (φυσικά εκείνους που ανήκουν στη δική τους ομάδα), μπορούν πολύ εύκολα να μετατραπούν σε εχθρικά, βάναυσα και μισητά πλάσματα, ικανά να σκοτώνουν τους Άλλους που ανήκουν σε άλλη ομάδα.
Η ανάγκη για ύπαρξη του Άλλου, του εχθρού, είναι η ανάγκη να απελευθερωθεί κάποιος από την ανυπόφορη καταπιεσμένη έχθρα που κουβαλάει μέσα του, εκδηλώνοντάς την ταυτόχρονα με έναν επιτρεπόμενο τρόπο. Γι’ αυτό η διανοητική γνώση δεν είναι καμία εγγύηση της κατανόησης, του σεβασμού και της αναγνώρισης. Και γι’ αυτό η κοινή λογική και οι εκκλήσεις στην ορθολογική σκέψη και δράση, συνήθως δεν βοηθούν, όταν δεσμευτούν οι άνθρωποι σε έναν απερίσκεπτο κύκλο της βίας. Δηλητηριασμένοι από τις παιδαγωγικές δεξιότητες των γονέων τους, γίνονται συναισθηματικά και διανοητικά ακρωτηριασμένοι, παγιδευμένοι στην αιώνια ανάγκη να επιδιώκουν και δημιουργούν τους Εχθρούς τους.
Με το να αναλαμβάνετε το ρόλο του αυστηρού τιμωρού, εντείνετε ηθικά διλήμματα που ούτε εσείς οι ίδιοι έχετε λύσει. Κανένα παιδί δε λέει ψέματα χωρίς λόγο, και ένας από τους πιο συχνούς λόγους είναι ο φόβος της τιμωρίας. Εσείς μπορείτε να δικαιολογήσετε τα δικά σας ψέματα; Άλλωστε τα παιδιά πολύ γρήγορα εντοπίζουν το χάσμα που υπάρχει ανάμεσα σε αυτό που τους λέμε ως γονείς και στο πως συμπεριφερόμαστε οι ίδιοι και τι κάνουμε.
Τα λόγια δεν παίζουν και μεγάλο ρόλο στην ανατροφή μας, πολύ μεγαλύτερο ρόλο παίζει η δική μας προσωπική συμπεριφορά και το πόσο συνεπείς είμαστε σε αυτά που λέμε. Μπορεί να καταφέρουμε να τους εκπαιδεύσουμε να γίνουν υπάκουα, λόγω του φόβου της τιμωρίας, αλλά συναισθηματικά και υποσυνείδητα θα ξέρουν ότι ο γονιός του, που καταφεύγει στις απειλές και πιέσεις, δεν είναι και καλό πρότυπο. Αν το παιδί σας δεν το μεγαλώνετε μέσα σε ένα πνεύμα απόλυτης αγάπης, όλοι οι κανόνες που θα προσπαθήσετε να του εμφυσήσετε δεν θα είναι παρά άψυχες ιδέες, που το παιδί θα πετάξει πίσω του μόλις καταλάβει ότι ήρθε η ώρα του!
Στο κάτω κατω πιστεύουμε στ’ αλήθεια ότι είναι δυνατόν να είναι κανείς συνέχεια καλός; Τι είναι ακριβώς εκείνο που μας αποτρέπει να κάνουμε σφάλματα; Ήθος, φόβος ή κάτι άλλο; Φοβόμαστε έναν θεό ή μήπως αισθανόμαστε μικροί και αβοήθητοι μπροστά στη δύναμη του κακού; Ίσως δεν είμαστε και τόσο σίγουροι κατά πόσο το Καλό μπορεί να πολεμήσει το Κακό σε αυτό τον κόσμο, πόσο μάλλον να θριαμβεύσει. Άρα, πολλές φορές δεν είμαστε και τόσο σίγουροι τι ακριβώς πρέπει να διδάσκουμε στα παιδιά μας. Ίσως πρέπει επιτέλους να κάνουμε κάτι που δεν έκαναν οι γονείς μας, ένα γιγαντιαίο βήμα, να τα δώσουμε να καταλάβουν κάτι ουσιαστικό, κάτι που οι ίδιοι αγωνιστήκαμε να μάθουμε, που δεν μας το είπαν ούτε στο σπίτι, ούτε στο σχολείο ούτε στο δρόμο: να πούμε λοιπόν ότι είναι μοναδικά και ανεπανάληπτα δώρα του σύμπαντος, ότι με την αγάπη τους μπορούν να αλλάξουν τις ζωές των ανθρώπων, και ότι έχουν τη δύναμη να κάνουν οτιδήποτε θέλουν, να κάνουν τα όνειρα τους πραγματικά.
Με αυτό τον τρόπο θα ξυπνήσουμε μέσα στα παιδιά μας τους άξιους, ουσιαστικούς και μη υλιστικούς στόχους, που κάποτε θα πετυχαίνουν με χαρά. Κάντε τους να ενεργοποιήσουν το τέλειο δυναμικό που έχουν ως άνθρωποι και να πιστέψουν ότι οι επιθυμίες τους και τα όνειρά τους δεν είναι κάτι εξωφρενικό και απαγορευμένο, αλλά βασικό κίνητρο και προϋπόθεση για να βρεθούν κάποια στιγμή στο βασιλικό μονοπάτι προς ένα λαμπερό και ευτυχισμένο μέλλον. Τότε, πολύ εύκολα μπορεί να συμβεί, τα παιδιά σας, εξαιτίας της αθωότητας και της αυθεντικότητας τους, να γίνουν οι δικοί σας δάσκαλοι της αλήθειας και της αγάπης.
(Το άρθρο αυτό πρωτοδημιοσιεύτηκε στο περιοδικό Strange το 2003)
Η Μίλιτσα Κοσάνοβιτς (kosanovic@mail.Com) είναι κλασική φιλόλογος, μεταφράστρια, και συγγραφέας. Έχει γράψει (μαζί με τον Γιώργο Στάμκο) τα βιβλία «Μυστική Σερβία» (1999) και «Στοιχειωμένα Βαλκάνια» (2006).
zenithmag
«Τα παιδιά σας δεν είναι δικά σας παιδιά,
Είναι γιοι και κόρες που ίδια η ζωή χάρισε στον εαυτό της.
Ήρθαν μέσω εσάς, αλλά όχι από εσάς
Και παρά που είναι κοντά σας, δεν σας ανήκουν.
Μπορείτε να τους δώσετε την αγάπη σας, αλλά όχι και τις σκέψεις σας,
Γιατί εκείνα έχουν τις δικές τους, προσωπικές σκέψεις.
Μπορείτε να φιλοξενήσετε τις σάρκες τους, αλλά όχι και τις ψυχές τους,
Γιατί οι ψυχές τους κατοικούν στο σπίτι του αύριο
Το οποίο εσείς δεν μπορείτε να επισκεφθείτε
Ούτε στα όνειρά σας.
Μπορείτε να προσπαθήσετε να τους μοιάζετε,
Αλλά μην ζητάτε εκείνα να γίνουν σαν κι εσάς
Γιατί η ζωή δεν γυρίζει πίσω, ούτε παραμένει στο χθες.
Εσείς είστε τόξα από τα οποία σαν ζωντανά βέλη στάλθηκαν τα παιδιά σας.
Ο Τοξότης βλέπει το στόχο στην ατραπό του άπειρου
Και Αυτός σας κατευθύνει με τη δική Του δύναμη
Ώστε να μπορέσουν τα βέλη Του να πετούν γρήγορα και μακριά.
Αφήστε το λύγισμά σας στα χέρια του Τοξότη να είναι όλο χαρά:
Γιατί όπως αγαπάει το βέλος που πετάει, αγαπάει και το ακλόνητο τόξο».
(μετάφρ. απ’ τα αγγλικά Μ. Κοσάνοβιτς)
Γράφει η ΜΙΛΙΤΣΑ ΚΟΣΑΝΟΒΙΤΣ* (kosanovic@mail.com)
Όταν πρωτοξεκίνησα να σκέφτομαι πάνω σ’ αυτό το άρθρο είχα φουντώσει από μια αίσθηση χαράς λέγοντας μέσα μου πως θα έχω την ευκαιρία να ξαναμπώ για τα καλά, έστω για λίγο, στο μαγικό παιδικό κόσμο και θα ξυπνήσω εκείνο το κοριτσάκι, τη μικρή Μίλιτσα μέσα μου… Μετά από λίγο όμως παρατήρησα ότι, όσο περισσότερο βυθιζόμουν στις αναμνήσεις και τα γεγονότα του μακρινού μου παρελθόντος, μαζί με το συναίσθημα της παιδικής αθωότητας, μ’ έπιανε και μια περίεργη μελαγχολία, μ’ αγκάλιαζε μια παράξενη θλίψη. Βούρκωνα από ένα συναίσθημα που έλεγε ότι τα πράγματα θα μπορούσαν να είχαν συμβεί και εντελώς διαφορετικά…
Το παιδί μέσα μου, όταν θυμήθηκε το μικρό του εαυτό, εκτός από εικόνες και στιγμές ανεμελιάς, παιχνιδιού, καλοκαιρινού παράδεισου και χειμωνιάτικης μαγείας, έφερε στη μνήμη του και όλο εκείνο το άγχος της καθημερινότητας, που το έζησε μέσα στο σπίτι. Θυμάμαι, όταν ήμουν μικρή, πάντα έκανα μεγάλη προσπάθεια να ενταχτώ με επιτυχία στο πρόγραμμα των γονιών μου, να ανταποκρίνομαι στις δικές τους απαιτήσεις, να γίνω όπως με ήθελαν. Όμως φαίνεται ότι δεν το κατάφερνα ποτέ μου: όταν ήθελαν να φάω δεν είχα όρεξη, όταν ήθελαν να κοιμηθώ δε νύσταζα, όταν ήθελαν να ντυθώ καλά δεν κρύωνα και όταν ήθελαν να τραγουδάω και κάνω θέατρο μπροστά στους φίλους τους δεν είχα καθόλου όρεξη. Αντίθετα, όταν ήθελα να παίζω, είχαν κάποιο άλλο σχέδιο για μένα… Αν γελούσα δυνατά, έπρεπε να κάνω ησυχία, κι αν έκλαιγα μου έλεγαν «μην κλαις». Πόσες φορές άκουσα εκείνο περιβόητο ρητό: «Πρόσεχε, κακομοίρα μου, αν δεν το κάνεις (ή αν το κάνεις) αυτό, θα φας ξύλο». Αχ, αυτό το ξύλο, που λένε κιόλας ότι ήρθε απ’ τον… παράδεισο! Απ’ τη κόλαση δεν βγήκε;
Θυμάμαι ότι όσο και να προσπαθούσα να καταλάβω το πως και το γιατί οι γονείς μου λειτουργούν με αυτό το τρόπο, δεν τα κατάφερα. Είχα γίνει μικρή «ψυχολόγος» προσέχοντας πάντα τη διάθεση του μπαμπά μου, μην τυχόν κάνω κάτι που δεν θα του αρέσει, αλλά παρόλη την προσπάθεια να γίνω «καλό κορίτσι» έχω την αίσθηση ότι δεν το πέτυχα ποτέ μου. Παραδέχομαι πως αυτό το «κουσούρι» μου έμεινε για πάντα: να ασχολούμαι και να αναλύω τις διαθέσεις των ανθρώπων, όλο μέσα στην προσπάθεια να τους πλησιάσω καλύτερα, να γίνω όπως με θέλουν οι άλλοι, γιατί έτσι όπως είμαι δεν είναι και το καλύτερο… Ίσως για αυτό το λόγο, όταν ήμουν μικρή νόμιζα ότι αρκεί να μεγαλώσω και θα σταματήσουν όλα τα βάσανά μου. Με ανυπομονησία και περισσή λαχτάρα περίμενα πως και πως να γίνω μεγάλη και να διεκδικήσω μια ισότιμη θέση με τους υπόλοιπους σε αυτό τον κόσμο που είναι διαμορφωμένος για τους ενήλικους και τους ανήκει απόλυτα, ενώ η παιδική ηλικία δεν είναι παρά μια «παροδική τρέλα» από την οποία συνερχόμαστε όταν μεγαλώνουμε…
Σήμερα, όταν συζητάμε με την πεντάχρονη κόρη μου και εκείνη με βεβαιώνει πως Δεν θέλει να μεγαλώσει γιατί της αρέσει να είναι μικρή, νιώθω μεγάλη χαρά, λες κι έχω κερδίσει μια μεγάλη μάχη μέσα μου, γιατί αυτή η δήλωση είναι μια απόδειξη ότι έκανα το άλμα μου και δεν επαναλαμβάνω τα λάθη των γονιών μου. Είναι μια απόδειξη ότι το κοριτσάκι μου περνάει καλά, είναι ευτυχισμένο κι ότι κάποτε στο μέλλον, όταν θα θυμάται τα παιδικά της χρόνια, το λιγότερο, δεν θα τη πιάνει μελαγχολία.
ΓΙΑ ΤΟ ΚΑΛΟ ΣΟΥ!
Οι περισσότεροι άνθρωποι, όταν τους ρωτούν για την παιδική τους ηλικία, συνήθως τα πρώτα πράγματα που τους έρχονται στο μυαλό είναι η ανεμελιά, η χαρά, το παιχνίδι, η ελευθερία από το άγχος και από τις ευθύνες. Όμως, στις περισσότερες περιπτώσεις, αυτές οι εικόνες δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα και είναι ουσιαστικά αποτέλεσμα της βαθύτερης ψυχολογικής ανάγκης των ανθρώπων να είναι κάπως έτσι τα πράγματα. Το πιστεύετε ή όχι, για τους περισσότερους από μας η πρώιμη παιδική ηλικία ήταν στην πραγματικότητα η ηλικία που εκτεθήκαμε στους χειρότερους εξαναγκασμούς, στην αυστηρή πειθαρχία, στον εξευτελισμό και στην ταπείνωση, στοιχεία που ενσωματώθηκαν για πάντα στην προσωπικότητά μας.Οι εσφαλμένες μνήμες που έχουμε από τα παιδικά μας χρόνια είναι ακριβώς ένα προϊόν της καταστολής μας, της ψυχολογικής καταπίεσης που έχουμε υποστεί. Υπάρχουν μάλιστα και περιπτώσεις όπου δεν υπάρχουν καν μνήμες από την παιδική ηλικία. Ακόμη και η πιο επιπόλαια ματιά στην ιστορία της παιδικής ανατροφής στον Δυτικό πολιτισμό, μας αποκαλύπτει πολυάριθμες βάναυσες πρακτικές που συνειδητά ή ασυνείδητα έχουν επιβληθεί επάνω στα παιδιά στο στάδιο της λεγόμενης «κοινωνικοποίησης». Μερικές απ’ αυτές τις πρακτικές έχουν μεταβιβαστεί από γενιά σε γενιά ως παιδαγωγικά πρότυπα, ως μια πολύτιμη και αναμφισβήτητη σοφία και φροντίδα. Πολλές απ΄ αυτές τις πρακτικές μπορούν να βρεθούν στα βιβλία, που γράφονται στους σύγχρονους χρόνους και κρύβονται πίσω από το τιμητικό όνομα της παιδικής ανατροφής, της περιβόητης «διάπλασης των παίδων».
Οι περισσότεροι σύγχρονοι γονείς πιθανώς θα διαφωνήσουν με την «αναγκαστική» τακτική των σωματικών τιμωριών ή της απομόνωσης του παιδιού που εφαρμόζεται ακόμη και στις αρχές του 21ουαιώνα. Δυστυχώς όμως, ότι και να λένε όταν καυχιούνται στους φίλους τους για τις παιδαγωγικές τους μεθόδους, δεν απέχουν από τις λεπτές μορφές απειλής, εμπαιγμού, τακτικής απόσυρσης της αγάπης, διάφορων ψεμάτων και τακτικών τρόμου. Το πιο μοχθηρό χαρακτηριστικό γνώρισμα αυτής της παιδαγωγικής είναι πως οι περισσότεροι γονείς είναι όχι μόνο απληροφόρητοι της ζημιάς που προκαλούν στα βλαστάρια τους αλλά, όντας και οι ίδιοι θύματα του ίδιου παιδαγωγικού σχεδίου κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας τους, είναι σοβαρά πεπεισμένοι ότι Κάνουν το Σωστό, όταν με όλη την άνεση και σιγουριά τιμωρούν τα άτακτα παιδιά τους και τους λένε στο τέλος εκείνο τη διάσημη φράση ου όλοι έχουμε ακούσει: «Είναι για το δικό σου το καλό!» Πίσω από οποιαδήποτε βίαιη πράξη προς τα παιδιά –που την εφαρμόζουν ως γρήγορη «θεραπεία διόρθωσης»– συνήθως κρύβονται και οι βασικότεροι μύθοι που παρουσιάζονται ως γενικές και αυταπόδεικτες αλήθειες.
Μερικοί από αυτούς τους μύθους είναι οι εξής:
Οι γονείς αγαπούν τα παιδιά τους περισσότερο από οτιδήποτε άλλο στον κόσμο και εξ ορισμού γνωρίζουν ποιο είναι το καλύτερο για αυτά.
Οι γονείς έχουν πάντα δίκιο.
Αν δεν τιμωρούνται, τα παιδιά δεν έχουν καμία ένδειξη για το τι είναι λάθος και τι σωστό.
Η αυστηρότητα προετοιμάζει τα παιδιά για την πραγματική ζωή.
Ο υψηλός αυτοσεβασμός θα καταστήσει τα παιδιά εγωιστικά και μη ρεαλιστικά στους στόχους τους.
Ο κοινός παρονομαστής όλων αυτών των διαφορετικών στρατηγικών είναι ένας καθαρός χειρισμός που έχει ως κίνητρο τον «ιερό» παιδαγωγικό στόχο: την απόκτηση ελέγχου πάνω στ παιδί. Με άλλα λόγια, αυτό που ένας «αξιοπρεπής» γονέας πρέπει να κάνει είναι να εξοικειώνει το παιδί του, όχι σχετικά με τις δικές του πραγματικές ανάγκες και επιθυμίες, αλλά στο να το μάθει να είναι υπάκουο και προσαρμοσμένο στις ανάγκες και στις επιθυμίες του γονέα. Είναι όμως αυτό που πραγματικά θέλουμε να είναι τα παιδιά μας; Υπάκουα και καλά πλάσματα χωρίς καμία δική τους πρωτοβουλία; Και όταν κάποια μέρα μεγαλώσουν, πως ξαφνικά θα μπορέσουν να διεκδικήσουν «την ισότιμη θέση που τους αξίζει στην κοινωνία»; Από πού θα αντλήσουν την αυτοπεποίθηση, τον αυτοσεβασμό και την εσωτερική ισορροπία, που είναι τα λιγότερα που χρειάζεται κανείς για να πετύχει στην σύγχρονη κοινωνία ή σε οποιαδήποτε κοινωνία; Γιατί όλοι μας θέλουμε τα παιδιά μας, εκτός από το να είναι γερά και ευτυχισμένα, να είναι και πλούσια και πετυχημένα. Όμως, κατά πόσο το δικό μας μέτρο της ευτυχίας είναι και αντικειμενικό μέτρο; Μήπως έχουμε στο τσεπάκι μας κάποια «φόρμουλα της ευτυχίας»; Όχι. Τότε γιατί οι περισσότεροι από εμάς επεμβαίνουμε τόσο τακτικά και ριζικά στη ζωή και στις αποφάσεις των παιδιών μας; Γιατί δεν τα έχουμε περισσότερη εμπιστοσύνη;
Η πιο συνηθισμένη απάντηση είναι ότι φοβόμαστε. Όμως, σε τελική ανάλυση, τι είναι αυτό που φοβόμαστε ακριβώς; Μήπως φοβόμαστε περισσότερο για τον εαυτό μας από ότι για το παιδί μας; Ποιανού η ευτυχία μας ενδιαφέρει πράγματι, η δική μας ή του παιδιού μας; Αυτά είναι τα μεγάλα ερωτήματα που ο καθένας μας θα έπρεπε να εξετάζει επανειλημμένα. Και σ’ αυτά θα πρέπει να δώσει και αληθινές ανθρώπινες απαντήσεις.
ΑΛΛΟ ΕΝΑ ΤΟΥΒΛΟ ΣΤΟΝ ΤΟΙΧΟ
Δεν υπάρχει τίποτε το ουσιαστικά επιβλαβές στη διαμόρφωση των αναγκών ώστε να προσαρμοστούν στους κοινωνικούς κανόνες. Όμως ο κίνδυνος προέρχεται από τον τρόπο με τον οποίο τα καταναγκαστικά μέτρα εφαρμόζονται και διαστρεβλώνουν αυτήν την προσαρμογή σε μία απεριόριστη και τυφλή υπακοή. Από την πρώτη φορά που τα παιδιά μαθαίνουν να υπακούουν και να αποσυνδέονται από την ίδια την προσωπική και έμφυτη ζωτικότητά τους και αυθεντικότητα, τότε είναι έτοιμα να προσαρμόζονται σε όλες τις κοινωνικές κατασκευές, όπως στο εκπαιδευτικό σύστημα, στο στρατό, στην εκκλησία και στους επαγγελματικούς θεσμούς. Όπως λέει και ο γνωστός στοίχος των Pink Floyd, δεν θα γίνουν τίποτε περισσότερο από ακόμη «ένα τούβλο στον τοίχο» (Another Brick in the Wall), τέλεια υπάκουοι, πιστοί και προσαρμοσμένοι πολίτες, που θα ακολουθήσουν τους κανόνες και νόμους σε όλες τις κοινωνικές σφαίρες.Κανείς δεν τους ρωτάει τίποτε και δεν χρειάζεται να πολύ σκέφτονται. Αυτό που πρέπει να κάνουν είναι να είναι «καθωσπρέπει», να εκτελούν τα καθήκοντα τους και –πολύ σημαντικό– να εκκλησιάζονται, ασχέτως από τις πραγματικές τους πεποιθήσεις ή τα πιστεύω τους: «Όλα τ’ άλλα θα έρθουν από μόνα τους»! Το κάθε τι που χαρακτηρίζεται ως βλαβερό, κακό και ανεπιθύμητο στην συμπεριφορά του παιδιού απλώς πρέπει να εξαλειφθεί ασυζητητί και χωρίς καμία αναζήτηση της αιτίας του.
Ως προς τους μελλοντικούς ενήλικους, υπάρχουν δύο κοινωνικές συνέπειες που ακολουθούν αυτή την διαδικασία. Η πιο προφανής είναι όταν η υπακοή γίνεται μια αυτόματη αντίδραση και ασκείται πριν από τη σκέψη: πρώτα υπακούμε και μετά σκεφτόμαστε! Αυτός ο μηχανισμός χρησιμοποιείται πολύ έξυπνα από τους υποστηρικτές του κάθε είδους –ισμού που εφευρίσκεται πάντα στην ιστορία της ανθρωπότητας. Η μορφή της εξουσίας –δεν έχει σημασία αν πρόκειται για Θεό, Κράτος, Έθνος ή για τον Φύρερ– αντιγράφει ακριβώς τη σχέση τυφλής υπακοής που κάποτε καθιερώθηκε από τους γονείς στα παιδιά τους.
Το «τελετουργικό» της υπακοής είναι μερικές φορές καταπληκτικό: κάποιος μπορεί να δει πολλά άτομα που αλλάζουν τις απόψεις τους σχεδόν μέσα σε μια νύχτα, ή να υποστηρίζουν αλληλοσυγκρουόμενες ιδεολογίες ακόμη και χωρίς να είναι σε θέση να αναγνωρίσουν την αντίφαση, μόνο και μόνο για χάρη της ένταξης στο κοινωνικό μιλιέ (milieu). Τέτοια άτομα μπορούν εύκολα να χρησιμοποιηθούν κατ’ άσχημο τρόπο ή για ο,τιδήποτε άλλο σκοπό, μόνο μετά από μια μικρή χρονική περίοδο «πλύσης εγκεφάλου». Ο Αδόλφος Χίτλερ εξέφρασε αυτό με την εύθυμη χαρά: «Τι καλή τύχη για εκείνους στην εξουσία που οι άνθρωποι δεν σκέφτονται! Μας προσφέρεται επίσης μια ειδική, μυστική ευχαρίστηση, όταν βλέπουμε πόσο ασυνείδητοι είναι οι άνθρωποι γύρω μας για αυτό που τους πραγματικά συμβαίνει…»
Η δεύτερη συνέπεια είναι ακόμα πιο ενοχλητική. Το δυναμικό της μπορεί να περιγραφεί ως «γονιμοποίηση των σπόρων της έχθρας» στην ψυχή του παιδιού. Όντας απολύτως εξαρτημένο από τη γονική εξουσία (αυτό το ρόλο μπορεί να παίξει ο καθένας με τον οποίο το παιδί είναι ταυτισμένο), το νήπιο δεν έχει καμία άλλη επιλογή από το να ανταποκρίνεται στις εντολές που καθιερώνονται από το γονέα και να εκπληρώσει τις προσδοκίες του.
Αυτή η διαδικασία της «απόκτησης δύναμης ελέγχου» πάνω στο παιδί συμβαίνει συνήθως στην πολύ νεαρή ηλικία. Όταν το αγόρι ή το κορίτσι δεν είναι ακόμη εξοπλισμένο με τους ικανοποιητικούς, διανοητικούς μηχανισμούς προστασίας, η απόκτηση του ψυχολογικού ελέγχου συμβαίνει χωρίς καμία αντίσταση λόγω της εξιδανίκευσης των γονέων από το παιδί τους. Βέβαια οι ίδιες οι τεχνικές της κοινωνικοποίησης αναπόφευκτα προκαλούν τον πόνο στο παιδί με το που το εμποδίσουν να είναι ο εαυτός του.
ΟΙ ΚΑΛΟΙ ΜΟΥ ΕΧΘΡΟΙ
Στο μεταξύ το παιδί πολύ σύντομα μαθαίνει πως να καταστέλλει αυτά τα συναισθήματα, ειδικά την επιθετικότητα που έχει μέσα του προς τους γονείς, προκειμένου να ικανοποιηθούν εκείνοι από τους οποίους είναι εξαρτημένο. Ο θυμός, και ο αναπόφευκτος σύντροφος του, η ενοχή, για την τιμωρία που ασκήθηκε πάνω του, θα γίνουν αργότερα πηγές της έχθρας και του μίσους που θα παραμείνουν ως ισόβιο άγχος, εκτός αν δεν αναγνωριστούν αργότερα και δεν ξεπεραστούν.Στη καθημερινή ζωή, όμως, αυτό που συμβαίνει πραγματικά είναι ότι αυτά τα συναισθήματα βρίσκουν τον πολύ ευκολότερο και τον πιο αποδεκτό, μερικές φορές ακόμη και αξιότιμο, τρόπο, που ακολουθείται από τη τυποποιημένη ρητορική και συνοδεύει κάθε είδους βία. Οι στόχοι πάντα είναι οι Άλλοι χωρίς εξαίρεση. Όλοι εκείνοι που είναι διαφορετικοί, περιθωριοποιημένοι, ανίκανοι και στιγματισμένοι ως αισχροί, βρόμικοι, επικίνδυνοι, ανήθικοι, παράξενοι –αυτοί μετατρέπεται στον Εχθρό στον οποίο διοχετεύεται όλο αυτό το λανθάνον μίσος προς τους καταπιεστικούς γονείς.
Για αυτό δεν είναι παράξενο ότι πολλοί απλοί και συνηθισμένοι άνθρωποι, οι οποίοι στη καθημερινή τους ζωή είναι τέλεια προσαρμοσμένοι, κανονικοί, φιλικοί και ικανοί να αγαπούν τους δικούς τους ανθρώπους (φυσικά εκείνους που ανήκουν στη δική τους ομάδα), μπορούν πολύ εύκολα να μετατραπούν σε εχθρικά, βάναυσα και μισητά πλάσματα, ικανά να σκοτώνουν τους Άλλους που ανήκουν σε άλλη ομάδα.
Η ανάγκη για ύπαρξη του Άλλου, του εχθρού, είναι η ανάγκη να απελευθερωθεί κάποιος από την ανυπόφορη καταπιεσμένη έχθρα που κουβαλάει μέσα του, εκδηλώνοντάς την ταυτόχρονα με έναν επιτρεπόμενο τρόπο. Γι’ αυτό η διανοητική γνώση δεν είναι καμία εγγύηση της κατανόησης, του σεβασμού και της αναγνώρισης. Και γι’ αυτό η κοινή λογική και οι εκκλήσεις στην ορθολογική σκέψη και δράση, συνήθως δεν βοηθούν, όταν δεσμευτούν οι άνθρωποι σε έναν απερίσκεπτο κύκλο της βίας. Δηλητηριασμένοι από τις παιδαγωγικές δεξιότητες των γονέων τους, γίνονται συναισθηματικά και διανοητικά ακρωτηριασμένοι, παγιδευμένοι στην αιώνια ανάγκη να επιδιώκουν και δημιουργούν τους Εχθρούς τους.
ΤΟ ΞΥΛΟ ΔΕ ΒΓΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ
Είναι σίγουρο ότι τα παιδιά σας θα ακολουθήσουν δρόμο που εσείς δεν είχατε προβλέψει, και θα κάνουν πράγματα στη ζωή τους που εσείς δεν θα τολμούσατε να κάνετε ποτέ. Αν καταφέρετε να μην καταστρέψετε την αθωότητα μέσα σας, θα μπορέσετε χωρίς φοβίες και υστερίες να καθοδηγήσετε τα παιδιά σας, χωρίς να τα ελέγχετε.. Εάν είστε οπαδός της στάσης «πες μου την αλήθεια αλλιώς θα φας ξύλο», τότε το έχετε χάσει το παιχνίδι της ανοικτοσύνης και της εμπιστοσύνης του παιδιού σας.Με το να αναλαμβάνετε το ρόλο του αυστηρού τιμωρού, εντείνετε ηθικά διλήμματα που ούτε εσείς οι ίδιοι έχετε λύσει. Κανένα παιδί δε λέει ψέματα χωρίς λόγο, και ένας από τους πιο συχνούς λόγους είναι ο φόβος της τιμωρίας. Εσείς μπορείτε να δικαιολογήσετε τα δικά σας ψέματα; Άλλωστε τα παιδιά πολύ γρήγορα εντοπίζουν το χάσμα που υπάρχει ανάμεσα σε αυτό που τους λέμε ως γονείς και στο πως συμπεριφερόμαστε οι ίδιοι και τι κάνουμε.
Τα λόγια δεν παίζουν και μεγάλο ρόλο στην ανατροφή μας, πολύ μεγαλύτερο ρόλο παίζει η δική μας προσωπική συμπεριφορά και το πόσο συνεπείς είμαστε σε αυτά που λέμε. Μπορεί να καταφέρουμε να τους εκπαιδεύσουμε να γίνουν υπάκουα, λόγω του φόβου της τιμωρίας, αλλά συναισθηματικά και υποσυνείδητα θα ξέρουν ότι ο γονιός του, που καταφεύγει στις απειλές και πιέσεις, δεν είναι και καλό πρότυπο. Αν το παιδί σας δεν το μεγαλώνετε μέσα σε ένα πνεύμα απόλυτης αγάπης, όλοι οι κανόνες που θα προσπαθήσετε να του εμφυσήσετε δεν θα είναι παρά άψυχες ιδέες, που το παιδί θα πετάξει πίσω του μόλις καταλάβει ότι ήρθε η ώρα του!
Στο κάτω κατω πιστεύουμε στ’ αλήθεια ότι είναι δυνατόν να είναι κανείς συνέχεια καλός; Τι είναι ακριβώς εκείνο που μας αποτρέπει να κάνουμε σφάλματα; Ήθος, φόβος ή κάτι άλλο; Φοβόμαστε έναν θεό ή μήπως αισθανόμαστε μικροί και αβοήθητοι μπροστά στη δύναμη του κακού; Ίσως δεν είμαστε και τόσο σίγουροι κατά πόσο το Καλό μπορεί να πολεμήσει το Κακό σε αυτό τον κόσμο, πόσο μάλλον να θριαμβεύσει. Άρα, πολλές φορές δεν είμαστε και τόσο σίγουροι τι ακριβώς πρέπει να διδάσκουμε στα παιδιά μας. Ίσως πρέπει επιτέλους να κάνουμε κάτι που δεν έκαναν οι γονείς μας, ένα γιγαντιαίο βήμα, να τα δώσουμε να καταλάβουν κάτι ουσιαστικό, κάτι που οι ίδιοι αγωνιστήκαμε να μάθουμε, που δεν μας το είπαν ούτε στο σπίτι, ούτε στο σχολείο ούτε στο δρόμο: να πούμε λοιπόν ότι είναι μοναδικά και ανεπανάληπτα δώρα του σύμπαντος, ότι με την αγάπη τους μπορούν να αλλάξουν τις ζωές των ανθρώπων, και ότι έχουν τη δύναμη να κάνουν οτιδήποτε θέλουν, να κάνουν τα όνειρα τους πραγματικά.
Με αυτό τον τρόπο θα ξυπνήσουμε μέσα στα παιδιά μας τους άξιους, ουσιαστικούς και μη υλιστικούς στόχους, που κάποτε θα πετυχαίνουν με χαρά. Κάντε τους να ενεργοποιήσουν το τέλειο δυναμικό που έχουν ως άνθρωποι και να πιστέψουν ότι οι επιθυμίες τους και τα όνειρά τους δεν είναι κάτι εξωφρενικό και απαγορευμένο, αλλά βασικό κίνητρο και προϋπόθεση για να βρεθούν κάποια στιγμή στο βασιλικό μονοπάτι προς ένα λαμπερό και ευτυχισμένο μέλλον. Τότε, πολύ εύκολα μπορεί να συμβεί, τα παιδιά σας, εξαιτίας της αθωότητας και της αυθεντικότητας τους, να γίνουν οι δικοί σας δάσκαλοι της αλήθειας και της αγάπης.
(Το άρθρο αυτό πρωτοδημιοσιεύτηκε στο περιοδικό Strange το 2003)
Η Μίλιτσα Κοσάνοβιτς (kosanovic@mail.Com) είναι κλασική φιλόλογος, μεταφράστρια, και συγγραφέας. Έχει γράψει (μαζί με τον Γιώργο Στάμκο) τα βιβλία «Μυστική Σερβία» (1999) και «Στοιχειωμένα Βαλκάνια» (2006).
zenithmag
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου