Πώς οι γαλακτοβιομηχανίες εκμεταλλεύονται του κτηνοτρόφους και γιατί δεν έχουν οι (κτηνοτρόφοι) περιθώρια αντίστασης. Το όλο μπλέξιμο ξεκινά από την «ποσόστωση».
Ποσόστωση είναι το ποσοτικό δικαίωμα που έχει ένας αγελαδοτρόφος για να εμπορεύεται το γάλα που παράγει σ’ ένα γαλακτοκομικό έτος, δηλαδή από την 1η Απριλίου κάθε ημερολογιακού έτους μέχρι την 31η Μαρτίου του επόμενου. Το καθεστώς των ποσοστώσεων στο αγελαδινό γάλα εφαρμόστηκε για πρώτη φορά στην Ευρωπαϊκή Ένωση το έτος 1984 για να μειώσει τα πλεονάσματα του γάλακτος και των προϊόντων του.
Επειδή η ποσόστωση που δόθηκε στην Ελλάδα ήταν περιορισμένη για να ικανοποιηθούν όλοι οι παραγωγοί, το Υπουργείο Γεωργίας έδωσε 3.200 κιλά για κάθε αγελάδα (παρόλο που υπάρχουν ζώα υψηλών αποδόσεων 5.500 κιλά/αγελάδα). Σημαντικό είναι ότι η ποσόστωση που πήρε ο κάθε παραγωγός δεν βασίστηκε στην τότε παραγωγή του ή στα ζώα του, αλλά στις αποδεδειγμένες με τιμολόγια παραδόσεις. Η ποσόστωση είναι ατομικό δικαίωμα του παραγωγού και διατηρείται μόνο εφόσον ο παραγωγός κάθε γαλακτοκομικό έτος παραδίδει γάλα.
Το γάλα αποτελεί το κυρίαρχο προϊόν της αγοράς γάλακτος. Ειδικά η κατανάλωση φρέσκου παστεριωμένου γάλακτος παρουσιάζει αύξηση που είναι άμεση συνάρτηση της ζήτησης. Όμως η δυναμική της αύξησης περιορίζεται από τη διαθεσιμότητα της πρώτης ύλης (νωπό αγελαδινό γάλα) λόγω των ποσοστώσεων.
Η εγχώρια παραγωγή γάλακτος (κυρίως αγελαδινού) υπολείπεται σταθερά της κατανάλωσης. Σημαντικότερος παράγων είναι η επάρκεια της πρώτης ύλης. Το αγελαδινό γάλα χρησιμοποιείται κυρίως για την παραγωγή γάλακτος κατανάλωσης. Η πρωτογενή παραγωγή όμως είναι πιο πάνω από τις ποσότητες που αναλογούν στη χώρα μας στο πλαίσιο των κοινοτικών ποσοστώσεων. Το επίπεδο των ποσοστώσεων δεν επαρκεί για την κάλυψη της εγχώριας παραγωγής κατά 20% περίπου.
Το έλλειμμα αυτό καλύπτεται από τις εγχώριες βιομηχανίες που επωμίζονται το κόστος της συμπληρωματικής εισφοράς (για λογαριασμό των κτηνοτρόφων) που αποτελεί το πρόστιμο για την υπέρβαση των εγγυημένων ποσοτήτων.
Επομένως οι κτηνοτρόφοι εκβιάζονται και δεν μπορούν να παράγουν την ποσότητα αγελαδινού γάλακτος διότι δεν θα έχουν να πληρώσουν το πρόστιμο. (Οι υπόλοιποι εκβιασμοί αφορούν την ενιαία τιμή που δίνουν οι γαλακτοβιομηχανίες στους κτηνοτρόφους)
Έτσι ενώ οι άλλες χώρες-μέλη έχουν εξασφαλίσει υψηλότερες ποσοστώσεις λόγω ιστορικού μεγέθους, οι ελληνικές βιομηχανίες εξακολουθούν να «πληρώνουν» αυτή την ελλειμματική σχέση μεταξύ πρωτογενούς παραγωγής (δηλ. ζήτησης για πρώτη ύλη) και ποσοστώσεων και αυτό αναμένεται να συνεχιστεί μέχρι το έτος 2008.
Η σχέση παραγωγής – ποσοστώσεων έχει οδηγήσει σταδιακά σε συγκέντρωση της παραγωγής, διότι μόνο οι μεγάλες γαλακτοβιομηχανίες μπορούν να επωμισθούν το κόστος των συμπληρωματικών εισφορών και ταυτόχρονα να αντιμετωπίσουν τον ανταγωνισμό λιανικού εμπορίου και το κόστος πανελλαδικής διακίνησης των προϊόντων. Έτσι η συγκέντρωση του κλάδου στην επεξεργασία γάλακτος σταδιακά αυξάνει.
Εδώ ακριβώς ξεκινά το 3ο θέμα από τι γάλα φτιάχνονται τα υπόλοιπα γαλακτοκομικά προϊόντα που περιέχουν αγελαδινό γάλα?
Η ανεπαρκής πρώτη ύλη έχει ως αποτέλεσμα να καλύπτεται ένα τμήμα από εισαγωγές γάλακτος (γάλα κατάψυξης, σκόνη γάλακτος, συμπυκνωμένο γάλα). Πολλές βιομηχανίες γάλακτος συνεργάζονται με γαλακτοκομικές μονάδες της Ευρωπαϊκής Ένωσης για να προμηθευτούν την πρώτη ύλη ή το τελικό προϊόν και να το διακινήσουν με το δικό τους σήμα.
Επομένως με εξαίρεση το «φρέσκο γάλα» τα υπόλοιπο γαλακτοκομικά προϊόντα δεν περιέχουν ελληνικό αγελαδινό γάλα!!! Σίγουρο και μην πιστεύεται καμία διαφήμιση!!!
25/9/2006
deilogos
Είναι ελληνικά το γάλα, τα γιαούρτια, τα τυριά που καταναλώνουμε;
Το φρέσκο γάλα των πέντε ημερών υποτίθεται πως προέρχεται από ελληνικές μονάδες - οι ετησίως παραγόμενες ποσότητες επαρκούν τυπικά για να καλύψουν την ετήσια κατανάλωση. Ομως δεν υπάρχει δημόσια αρχή που να καταγράφει τις ποσότητες που εισάγονται ή μετακινούνται εντός της Ε.Ε. Στον ΕΛΟΓΑΚ οι βιομηχανίες δηλώνουν την ποσότητα που προμηθεύονται από ελληνικές μονάδες και τις ποσότητες προϊόντων που παράγουν. Τυπικά, λοιπόν, δίνουν λογαριασμό για το πού πάει το γάλα. Ομως, τα μόνα σίγουρα στοιχεία είναι τα εξής: Στην Ελλάδα τη γαλακτοκομική χρονιά του 2013 παρήχθησαν συνολικά 627.481 τόνοι γάλακτος. Η ετήσια κατανάλωση αγελαδινού σε διάφορες μορφές (δηλαδή γιαούρτια, τυριά, επιδόρπια κ.λπ.) είναι περίπου 1,2 εκατ. τόνοι. Εξ αυτών οι 400.000 - 500.000 τόνοι είναι νωπό - εν ολίγοις, οι παραγόμενες ποσότητες τυπικά επαρκούν για να καλύψουν τη ζήτηση γι’ αυτό. Παράγουμε 627 χιλιάδες τόνους γάλα και καταναλώνουμε 1,2 εκατ. τόνους (νωπό και γαλακτοκομικά). Μένουν λοιπόν περίπου 600.000 τόνοι προϊόντων που είναι αδύνατον να είναι φτιαγμένα από ελληνικό γάλα, γιατί αυτό απλώς… δεν φτάνει!
kathimerini
Επειδή η ποσόστωση που δόθηκε στην Ελλάδα ήταν περιορισμένη για να ικανοποιηθούν όλοι οι παραγωγοί, το Υπουργείο Γεωργίας έδωσε 3.200 κιλά για κάθε αγελάδα (παρόλο που υπάρχουν ζώα υψηλών αποδόσεων 5.500 κιλά/αγελάδα). Σημαντικό είναι ότι η ποσόστωση που πήρε ο κάθε παραγωγός δεν βασίστηκε στην τότε παραγωγή του ή στα ζώα του, αλλά στις αποδεδειγμένες με τιμολόγια παραδόσεις. Η ποσόστωση είναι ατομικό δικαίωμα του παραγωγού και διατηρείται μόνο εφόσον ο παραγωγός κάθε γαλακτοκομικό έτος παραδίδει γάλα.
Το γάλα αποτελεί το κυρίαρχο προϊόν της αγοράς γάλακτος. Ειδικά η κατανάλωση φρέσκου παστεριωμένου γάλακτος παρουσιάζει αύξηση που είναι άμεση συνάρτηση της ζήτησης. Όμως η δυναμική της αύξησης περιορίζεται από τη διαθεσιμότητα της πρώτης ύλης (νωπό αγελαδινό γάλα) λόγω των ποσοστώσεων.
Η εγχώρια παραγωγή γάλακτος (κυρίως αγελαδινού) υπολείπεται σταθερά της κατανάλωσης. Σημαντικότερος παράγων είναι η επάρκεια της πρώτης ύλης. Το αγελαδινό γάλα χρησιμοποιείται κυρίως για την παραγωγή γάλακτος κατανάλωσης. Η πρωτογενή παραγωγή όμως είναι πιο πάνω από τις ποσότητες που αναλογούν στη χώρα μας στο πλαίσιο των κοινοτικών ποσοστώσεων. Το επίπεδο των ποσοστώσεων δεν επαρκεί για την κάλυψη της εγχώριας παραγωγής κατά 20% περίπου.
Το έλλειμμα αυτό καλύπτεται από τις εγχώριες βιομηχανίες που επωμίζονται το κόστος της συμπληρωματικής εισφοράς (για λογαριασμό των κτηνοτρόφων) που αποτελεί το πρόστιμο για την υπέρβαση των εγγυημένων ποσοτήτων.
Επομένως οι κτηνοτρόφοι εκβιάζονται και δεν μπορούν να παράγουν την ποσότητα αγελαδινού γάλακτος διότι δεν θα έχουν να πληρώσουν το πρόστιμο. (Οι υπόλοιποι εκβιασμοί αφορούν την ενιαία τιμή που δίνουν οι γαλακτοβιομηχανίες στους κτηνοτρόφους)
Έτσι ενώ οι άλλες χώρες-μέλη έχουν εξασφαλίσει υψηλότερες ποσοστώσεις λόγω ιστορικού μεγέθους, οι ελληνικές βιομηχανίες εξακολουθούν να «πληρώνουν» αυτή την ελλειμματική σχέση μεταξύ πρωτογενούς παραγωγής (δηλ. ζήτησης για πρώτη ύλη) και ποσοστώσεων και αυτό αναμένεται να συνεχιστεί μέχρι το έτος 2008.
Η σχέση παραγωγής – ποσοστώσεων έχει οδηγήσει σταδιακά σε συγκέντρωση της παραγωγής, διότι μόνο οι μεγάλες γαλακτοβιομηχανίες μπορούν να επωμισθούν το κόστος των συμπληρωματικών εισφορών και ταυτόχρονα να αντιμετωπίσουν τον ανταγωνισμό λιανικού εμπορίου και το κόστος πανελλαδικής διακίνησης των προϊόντων. Έτσι η συγκέντρωση του κλάδου στην επεξεργασία γάλακτος σταδιακά αυξάνει.
Εδώ ακριβώς ξεκινά το 3ο θέμα από τι γάλα φτιάχνονται τα υπόλοιπα γαλακτοκομικά προϊόντα που περιέχουν αγελαδινό γάλα?
Η ανεπαρκής πρώτη ύλη έχει ως αποτέλεσμα να καλύπτεται ένα τμήμα από εισαγωγές γάλακτος (γάλα κατάψυξης, σκόνη γάλακτος, συμπυκνωμένο γάλα). Πολλές βιομηχανίες γάλακτος συνεργάζονται με γαλακτοκομικές μονάδες της Ευρωπαϊκής Ένωσης για να προμηθευτούν την πρώτη ύλη ή το τελικό προϊόν και να το διακινήσουν με το δικό τους σήμα.
Επομένως με εξαίρεση το «φρέσκο γάλα» τα υπόλοιπο γαλακτοκομικά προϊόντα δεν περιέχουν ελληνικό αγελαδινό γάλα!!! Σίγουρο και μην πιστεύεται καμία διαφήμιση!!!
25/9/2006
deilogos
Είναι ελληνικά το γάλα, τα γιαούρτια, τα τυριά που καταναλώνουμε;
Το φρέσκο γάλα των πέντε ημερών υποτίθεται πως προέρχεται από ελληνικές μονάδες - οι ετησίως παραγόμενες ποσότητες επαρκούν τυπικά για να καλύψουν την ετήσια κατανάλωση. Ομως δεν υπάρχει δημόσια αρχή που να καταγράφει τις ποσότητες που εισάγονται ή μετακινούνται εντός της Ε.Ε. Στον ΕΛΟΓΑΚ οι βιομηχανίες δηλώνουν την ποσότητα που προμηθεύονται από ελληνικές μονάδες και τις ποσότητες προϊόντων που παράγουν. Τυπικά, λοιπόν, δίνουν λογαριασμό για το πού πάει το γάλα. Ομως, τα μόνα σίγουρα στοιχεία είναι τα εξής: Στην Ελλάδα τη γαλακτοκομική χρονιά του 2013 παρήχθησαν συνολικά 627.481 τόνοι γάλακτος. Η ετήσια κατανάλωση αγελαδινού σε διάφορες μορφές (δηλαδή γιαούρτια, τυριά, επιδόρπια κ.λπ.) είναι περίπου 1,2 εκατ. τόνοι. Εξ αυτών οι 400.000 - 500.000 τόνοι είναι νωπό - εν ολίγοις, οι παραγόμενες ποσότητες τυπικά επαρκούν για να καλύψουν τη ζήτηση γι’ αυτό. Παράγουμε 627 χιλιάδες τόνους γάλα και καταναλώνουμε 1,2 εκατ. τόνους (νωπό και γαλακτοκομικά). Μένουν λοιπόν περίπου 600.000 τόνοι προϊόντων που είναι αδύνατον να είναι φτιαγμένα από ελληνικό γάλα, γιατί αυτό απλώς… δεν φτάνει!
kathimerini
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου