Της Μαρίας Νεγρεπόντη-Δελιβάνη
Πρ. πρυτ. και καθηγήτριας στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, προέδρου του Ιδρύματος Δελιβάνη
Η προσπάθεια επίτευξης πρωτογενούς πλεονάσματος βρίσκεται τους τελευταίους μήνες στο επίκεντρο του κυβερνητικού ενδιαφέροντος, και εμφανίζεται ως, σχεδόν, πανάκεια για το σύνολο των δεινών μας.
Ο αγωνιώδης ενθουσιασμός της έλευσής του, που προβάλλεται ως πρώτο θέμα από τα φερέφωνα των ΜΜΕ, έχει, αρκετά υποβαθμίσει τη φρίκη από τα δύο αποτρόπαια εγκλήματα, που τώρα βρίσκονται σε εξέλιξη. Οι θολές, δηλαδή, υποσχέσεις για τη βελτίωση της τύχης μας, χάρη στο πρωτογενές αυτό πλεόνασμα, λειτουργούν ως αναισθητικό, αφήνοντας ελεύθερο πεδίο δράσης στην κυβέρνηση, προκειμένου απρόσκοπτη να... «αναζητήσει», σε ολόκληρο το φάσμα του δημόσιου τομέα, τις χιλιάδες υπαλλήλων, που θα οδηγηθούν στο απόσπασμα, καθώς και τις πολυάριθμες οικογένειες, που αφού «πλειστηριαστούν» θα καταλήξουν στο δρόμο. Η αδιανόητη αυτή βαρβαρότητα, που διαλύει και τα τελευταία υπολείμματα της δημόσιας διοίκησης, της υγείας και της παιδείας, και που χωρίς αιδώ εμφανίζεται ως «απαραίτητη αλλαγή» ή και ως «διαρθρωτική μεταρρύθμιση», επισκιάζεται από τις υποσχέσεις του πρωτογενούς πλεονάσματος, που αν και αδιευκρίνιστες, έχουν ωστόσο αποκτήσει σχεδόν μυθικό περιεχόμενο.
Η πραγματοποίηση πρωτογενούς πλεονάσματος ανήκει, καταρχήν, στις θετικές εξελίξεις του δημόσιου χρέους, εφόσον σημαίνει ότι τα κρατικά έσοδα είναι πια σε θέση να καλύπτουν τις κρατικές δαπάνες, με εξαίρεση τους τόκους των δανείων.
Ωστόσο, η ακτινογράφηση αυτού του αναμενόμενου ελληνικού πρωτογενούς πλεονάσματος φαίνεται να καταλήγει σε αρνητικές συνέπειες, για την ελληνική οικονομία και κοινωνία, που υπερβαίνουν κατά πολύ τις θετικές και, που οπωσδήποτε, δεν αποτελούν την απαρχή σωτηρίας μας.
Ο πρώτος και σημαντικότερος ενδοιασμός, σχετικά με το ελληνικό πρωτογενές πλεόνασμα, που του αφαιρεί, εκ προοιμίου, τη δυνατότητα να καταλήξει σε σημαντικής εμβέλειας θετικά αποτελέσματα, αναφέρεται στους τρόπους επιδίωξης και επίτευξής του. Θα το χαρακτηρίσω, λοιπόν, ως μη υγιές πλεόνασμα, επειδή προέκυψε από την καταστρεπτική συρρίκνωση της ελληνικής οικονομίας, και όχι, όπως θα ήταν επιθυμητό, αλλά και φυσιολογικό, από την διεύρυνσή της. Πράγματι, η ελληνική οικονομία, στα 3 χρόνια της γενοκτονικής της περιπέτειας, εξαιτίας της εφαρμογής των μνημονίων, εμφανίζεται κυριολεκτικά και από κάθε άποψη ρημαγμένη το 2013, σε σύγκριση με το 2009, έτος έναρξης της κρίσης χρέους. Η γενική και αποκαλυπτική εικόνα της καταστροφής είναι ο διαχρονικός καταποντισμός του ονομαστικού ΑΕΠ της: 231Ε δις το 2009 και μόνο 184Ε δις το 2013, δηλαδή μείωση ίση με 21% μέσα σε 4 χρόνια, που χαρακτηρίζεται ως πρωτοφανής για περίοδο ειρήνης. Και το χρέος, από την πλευρά του, εμφανίζει συνεχή αυξητική έκρηξη, ξεπερνώντας ήδη τα 321Ε δισ. από 297Ε δις το 2009. Έτσι, το δημόσιο χρέος της Ελλάδας, από 120% στο ΑΕΠ του 2009 αναρριχάται στο 176% το 2013. Εξελίξεις, που με όσο καλή διάθεση κι αν αντιμετωπιστούν, δεν μπορεί να ιδωθούν ως success story, αλλά δυστυχώς πρόκειται για ιστορία καταστροφής.
Κάποιες μερικότερες επιπτώσεις της οικονομικής αυτής απίσχνασης είναι, ανάμεσα και σε άλλες, η κάθετη πτώση της ζήτησης, ως επακόλουθο κυρίως της δραματικής αύξησης της ανεργίας σε συνδυασμό και με τον δραστικό περιορισμό της μέσης αμοιβής της εργασίας, η δυσθεώρητη αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης, και η αλματώδης άνοδος του αριθμού των επιχειρήσεων που κλείνουν. Η μακροοικονομική πολιτική που εφαρμόστηκε αυτά τα 4 οδυνηρά χρόνια στην Ελλάδα απέβλεπε στην υπολειτουργία της με όρους μιας ολοένα πιο δραστικής ισορροπίας υποαπασχόλησης. Δηλαδή με συνεχώς αυξανόμενο ποσοστό ανεργίας και, συνεπώς αδρανοποίησης ενός συνεχώς διογκούμενου τμήματος της παραγωγικής της ικανότητας, και με αποτέλεσμα τη γενικευμένη πτώχευση του πληθυσμού της. Η διευρυνόμενη διαφορά, στο διάστημα αυτό των 4 ετών, ανάμεσα στο συρρικνωμένο πραγματικό ΑΕΠ και στο δυνητικό δημιούργησε 1,38 εκατομμύρια ανέργους,. Η ποσότητα των μισθών από 89Ε δισεκατομμύρια το 2010 περιορίστηκε σε 72,5Ε δις. το 2013, ενώ αντιθέτως η μέση φορολογική επιβάρυνση αυξήθηκε κατά 52%. Έτσι, στη χώρα μας, 3.4 εκατομμύρια άνθρωποι επιβιώνουν κάτω από το όριο της φτώχειας, και συγκεκριμένα με λιγότερα από 490Ε το μήνα, και επιπλέον 8 στους 10 κατοίκους της δεν μπορούν πια να αντιμετωπίσουν το κόστος θέρμανσης.
Κάτω λοιπόν απ’ αυτές τις απευκταίες συνθήκες, που ισοδυναμούν με την εν ψυχρώ δολοφονία της Ελλάδας και του λαού της, επιτεύχθηκε, για το πρώτο επτάμηνο του 2013, το πολυπόθητο πρωτογενές πλεόνασμα, που ανέρχεται σε 2,6Ε δισεκατομμύρια ή σε 1,4% του ΑΕΠ. Η αναγγελία του έγινε σε κλίμα άκρατου κυβερνητικού ενθουσιασμού που ενισχύθηκε και από τις θριαμβολογίες της πλειοψηφίας των ΜΜΕ.
Δεν θα επιμείνω στους τρόπους δημιουργίας αυτού του πλεονάσματος, που στο συντριπτικό τους τμήμα προέρχονται από αλχημείες της φαρέτρας, γνωστής ως δημιουργική λογιστική, αλλά ούτε στις όντως ελάχιστες πιθανότητες διατήρησής του, για τα επόμενα χρόνια. Θα προσπαθήσω, αντιθέτως, να παραμείνω σε ουσιαστικότερο πεδίο και να διερευνήσω τη σημασία του και τις λογικά αναμενόμενες συνέπειές του.
Καταρχήν, ικανοποίηση από την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος μπορεί να δικαιολογηθεί όταν αυτό προέρχεται από αύξηση του ΑΕΠ με ρυθμούς ταχύτερους από τις δαπάνες. Όταν, δηλαδή, είναι προϊόν ανάπτυξης, και όχι συνέπεια ανεξέλεγκτης ύφεσης. Στην ελληνική περίπτωση, όμως, υπάρχει καθίζηση και των δύο: δηλαδή και των πηγών προέλευσης δημοσίων εσόδων, και των δημοσίων δαπανών. Πρόκειται για οικονομία και κοινωνία που ενόσω ψυχορραγεί, έντρομη ταυτόχρονα παρακολουθεί την αλύπητη διάλυση της παιδείας, με κίνδυνο να μην ανοίξουν τα σχολεία αυτή τη χρονιά, της υγείας, εξαιτίας του λουκέτου που μπήκε σε πολυάριθμα νοσοκομεία, της ξέφρενης αύξησης της εγκληματικότητας, εξαιτίας της απόλυσης χιλιάδων αστυνομικών της αυτοδιοίκησης κ.ο.κ. Πως, λοιπόν, να δικαιολογηθούν οι θριαμβολογίες για το ελάχιστο, αλλά και διαχρονικά ανασφαλές αυτό πλεόνασμα, όταν είναι προϊόν διάλυσης και όχι εξυγίανσης και ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας; Και, ακόμη, όταν αυτό το ελάχιστο πλεόνασμα προήλθε από την ηθελημένα προκαλούμενη μαζική ανεργία των Ελλήνων, από τη μεθοδευμένη πτώχευσή τους, από την υποχρέωση χιλιάδων επιχειρήσεων σε κλείσιμο, από την ανενδοίαστη ενθάρρυνση πρωτοφανών ανισοτήτων στην κατανομή του εισοδήματος και του πλούτου, από την κορύφωση του αριθμού αυτοκτονιών, αλλά και από την καταστροφή της παραγωγικής βάσης της οικονομίας, που θα χρειαστεί δεκαετίες, από σήμερα, για να ξαναδημιουργηθεί; Πώς να ικανοποιείται κανείς από το δυσδιάκριτο με γυμνό οφθαλμό αυτό πρωτογενές πλεόνασμα, όταν ταυτόχρονα 7 στους 10 νέους μας είναι άνεργοι και αναζητούν τρόπους απομάκρυνσής τους από το κολαστήριο Ελλάς;
Πέρα, όμως, από τη διαπίστωση αυτή, που αναφέρεται στο εντελώς ανορθόδοξο υπόβαθρο, επάνω στο οποίο δημιουργήθηκε το περιβόητο αυτό πλεόνασμα, υπάρχει και το πολύ σοβαρό πρόβλημα της πλήρους παράβασης της βασικής κεϋνσιανής αρχής, σύμφωνα με την οποία σε περιόδους ύφεσης, και μάλιστα τόσο βαθιάς, όσο αυτή που υφίσταται για έκτη συνεχή χρονιά η Ελλάδα, η δημιουργία πρωτογενούς πλεονάσματος όχι, απλώς, δεν ενδείκνυται, αλλά είναι και καταστρεπτική. Και τούτο, επειδή εντείνει τη συρρίκνωση της οικονομίας και δημιουργεί φαύλους κύκλους ανάμεσα σε κρατικά έσοδα και κρατικές δαπάνες. Η παρανοϊκή πλευρά των ατυχέστατων και των άκρως επικίνδυνων αυτών επιλογών, εξάλλου, προβάλλει, εκτός όλων των άλλων, και μέσα από τη νέα και εκρηκτική άνοδο του χρέους, που κονιορτοποιεί πλήρως και τελειωτικά το σύνολο των αιματηρών θυσιών των Ελλήνων. Περιττό, βέβαια να σχολιάσω την κυβερνητική αντίδραση, στον νέο αυτό πήδο του χρέους, που ήταν άλλωστε αναμενόμενη και που ως συνήθως προσπαθεί να το εντάξει στο ευρύ κεφάλαιο των ήδη απαγορευμένων θεμάτων για συζήτηση, χαρακτηρίζοντας τις ανησυχίες γύρω απ’ αυτό ως... λαϊκισμούς! Σε μια οικονομία ελεύθερη, με δικαίωμα χάραξης της εκάστοτε ενδεδειγμένης πολιτικής της, εξυπακούεται ότι ο θρίαμβος θα έπρεπε να αναφέρεται στη δημιουργία ελλείμματος και όχι πλεονάσματος.
Σε πείσμα, ωστόσο, των σαφέστατα αρνητικών πλευρών αυτού του πρωτογενούς πλεονάσματος, ας προσπαθήσουμε τώρα να δούμε αν είναι λογικά αναμενόμενες και κάποιες θετικές του πλευρές.
Οι τυχόν θετικές πλευρές του λιλιπούτειου και ανασφαλούς συνέχισης αυτού πλεονάσματος θα έπρεπε αναγκαστικά να συμβάλουν στη μετάλλαξη του χρέους από μη βιώσιμο, σε βιώσιμο. Αλλά, πως θα μπορούσε να υποστηριχθεί κάτι τέτοιο, όταν ταυτόχρονα με την εξαγγελία του πρωτογενούς πλεονάσματος αναγγέλλεται και η ξέφρενη αύξηση του χρέους; Το χρέος, είναι όχι μόνο υπερβολικό, αλλά και με σαφέστατες ανοδικές τάσεις- σε πείσμα, βέβαια, του δήθεν άνετου κυβερνητικού ύφους, καθώς επιδίδεται σε έωλες ερμηνείες αυτής της ανόδου- και συνεπώς αποκλείεται να καταστεί βιώσιμο ως το 2024, αλλά και για πολλές δεκαετίες μετά, αν παραμείνουμε σε περιβάλλον μνημονίων και στραγγαλιστικής λιτότητας. Αποκλείεται, δηλαδή, αυτό να κατέλθει στο 120%- ή ακόμη να πέσει και στο 124% με την δηλωμένη ανοχή του ΔΝΤ- του ΑΕΠ, απλώς και μόνο επειδή προέκυψε ένα μικρό πρωτογενές πλεόνασμα, που ανταλλάχθηκε με υπέρογκο κόστος. Ακριβώς, αυτό το κόστος αποκλείει τη βιωσιμότητα του χρέους, μελλοντικά, διότι δημιουργεί συνθήκες ανόδου του χρέους με συνεχώς, μειούμενο ΑΕΠ. Για τη βιωσιμότητα του χρέους απαιτείται ταχύρρυθμη ανάπτυξη του ΑΕΠ, με αύξηση κρατικών εσόδων, αλλά και με αύξηση κρατικών δαπανών. Θεωρητικά, και με την προϋπόθεση ότι σημαντικοί δείκτες, όπως έσοδα, ξένες επενδύσεις, εξαγωγές, απασχόληση, παραγωγικότητα κινούνται θετικά, ένα πλεόνασμα της τάξης του 7-8% ετησίως θα μπορούσε σε βάθος χρόνου να καταστήσει βιώσιμο το χρέος. Όχι, όμως, ένα πλεόνασμα κατώτερο του 2%, ένα πλεόνασμα συγκυριακό από πολλές πλευρές και ένα πλεόνασμα κατασκευασμένο στο εργαστήριο της δημιουργικής λογιστικής.
Το ερώτημα, με εκ των προτέρων τραυματική απάντηση, είναι το γιατί και πάλι η κυβέρνηση επιλέγει τον εμπαιγμό των πολιτών, καταφεύγοντας σε υποσχέσεις που βασίζονται στο πρωτογενές αυτό πλεόνασμα και που, σίγουρα, θα αποδειχθούν απραγματοποίητες, όπως άλλωστε και η σωρεία των προηγούμενων.
Η πιθανότερη απάντηση στο παραπάνω ερώτημα είναι η προσπάθεια της κυβέρνησης να κερδίσει, γι άλλη μια φορά χρόνο, προσφέροντας αφειδώς στο λαό φρούδες ελπίδες, ενόσω η κατάσταση έχει δραματικά χειροτερεύσει και η τύχη της Ελλάδας, για το 2014, καλύπτεται από θολό πέπλο απειλητικής αβεβαιότητας. Αν και από την αρχή αναμενόμενο, το τέλος έρχεται και φαντάζει χειρότερο από το αρχικά αναμενόμενο. Πράγματι, το ΔΝΤ ουσιαστικά δεν θέλει να μας ξέρει. Είναι ενδεικτική της όλης κατάστασης η τελευταία σχετική έκθεση του ΔΝΤ, που μετά από τα προφορικά συγχαρητήρια για τη δήθεν πρόοδο της Ελλάδας- ουσιαστικά, βέβαια, την καταστροφή της- αλλάζει ρότα και επιρρίπτει το ελληνικό αδιέξοδο στην ανικανότητα των ελληνικών κυβερνήσεων, προφανώς, για να μην κατηγορηθεί το ίδιο για τα λάθη εκτιμήσεών στο πρόγραμμά του, παρότι τα αναγνώρισε επισήμως. Και από την άλλη πλευρά, η ΕΕ, με επικεφαλής πάντοτε τη Γερμανία, αρνείται κατηγορηματικά ένα νέο κούρεμα, και στη θέση του επιδίδεται, ας μου επιτραπεί η έκφραση, σε καθαρή αερολογία:
Παράλληλα, έχουν αναζωπυρωθεί οι συζητήσεις, για κάποιας μορφής GREXIT, που βέβαια ήταν πάντοτε και παραμένει αναπόφευκτο. Με τη διαφορά, ότι θα μπορούσε να έχει μικρότερης έκτασης καταστροφές, αν είχε γίνει με πρόγραμμα και εγκαίρως- όπως ακριβώς και με το κούρεμα του χρέους. Αν είχε, δηλαδή, επιχειρηθεί με ελληνική πρωτοβουλία και με όρους όσο γίνεται πιο ευνοϊκούς για την Ελλάδα. Ειδικότερα, αν είχαν αποφευχθεί οι ανθρωποθυσίες στο δημόσιο τομέα, αν δεν είχε διαλυθεί η δημόσια διοίκηση, αν δεν είχε μεταβληθεί σε ζούγκλα η αγορά εργασίας, και αν είχε αποφευχθεί το ξεπούλημα. Με δυο λόγια, αν η Ελλάδα δεν είχε πλήρως καταστραφεί, με τα μνημόνια και τα συμπαρομαρτούντα επί 4 χρόνια, και αν δεν είχε υποστεί τις ατέλειωτες θυσίες που υπέστη, και που ήταν και, φυσικά, θα παραμείνουν χωρίς αντίκρισμα. Και, δυστυχώς, η παράσταση δεν έληξε. Είναι, ακόμη μπροστά μας και νέα μέτρα, που όσο κανείς μπορεί να προβλέψει από τα όσα προετοιμάζονται, θα έχουν τη μορφή συνέχισης των απολύσεων με την ανεργία να ξεπερνά το 35% του ενεργού πληθυσμού, με χιλιάδες νοικοκυριά που θα πεταχτούν στο δρόμο, αλλά και με κούρεμα των καταθέσεων, προκειμένου να μην κινδυνεύσουν τα κέρδη των τραπεζών. Η Ελλάδα θα περάσει, έτσι, στην οικονομική ιστορία ως το πειραματόζωο, στο οποίο προτοεφαρμόστηκε το νέο σχήμα, αυτό του «σοβιετικού καπιταλισμού», προς όφελος των τραπεζών.
Όχι, δεν ήταν τελικά συνωμοσιολογία, τα όσα εγώ-και όχι μόνο- υποστήριξα από το 2010. Υπήρχε σχέδιο καταστροφής μας, και το σχέδιο εφαρμόστηκε, χωρίς αντιρρήσεις και χωρίς αντιδράσεις από την πλευρά μας, καθώς οι πολλοί πείστηκαν ότι ήταν μονόδρομος. Και τώρα, φθάσαμε στο τέλος του δρόμου. Στο πάρτα όλα χάρισμα, στη δουλοποίησή μας, στην αποικιοποίησή μας. Και όμως, ακόμη και τώρα, υπάρχουν μερικοί που υποστηρίζουν πως όλα αυτά «γίνονται για τη σωτηρία μας». Αν δεν υπήρχαν, ίσως, θα μπορούσε να επιχειρηθεί κάποια προσπάθεια εξόδου από το αδιέξοδο. Και, οπωσδήποτε, το αίσθημα αυτοσυντήρησης θα έπρεπε, επιτέλους, να λειτουργήσει κάποτε.
Ο αγωνιώδης ενθουσιασμός της έλευσής του, που προβάλλεται ως πρώτο θέμα από τα φερέφωνα των ΜΜΕ, έχει, αρκετά υποβαθμίσει τη φρίκη από τα δύο αποτρόπαια εγκλήματα, που τώρα βρίσκονται σε εξέλιξη. Οι θολές, δηλαδή, υποσχέσεις για τη βελτίωση της τύχης μας, χάρη στο πρωτογενές αυτό πλεόνασμα, λειτουργούν ως αναισθητικό, αφήνοντας ελεύθερο πεδίο δράσης στην κυβέρνηση, προκειμένου απρόσκοπτη να... «αναζητήσει», σε ολόκληρο το φάσμα του δημόσιου τομέα, τις χιλιάδες υπαλλήλων, που θα οδηγηθούν στο απόσπασμα, καθώς και τις πολυάριθμες οικογένειες, που αφού «πλειστηριαστούν» θα καταλήξουν στο δρόμο. Η αδιανόητη αυτή βαρβαρότητα, που διαλύει και τα τελευταία υπολείμματα της δημόσιας διοίκησης, της υγείας και της παιδείας, και που χωρίς αιδώ εμφανίζεται ως «απαραίτητη αλλαγή» ή και ως «διαρθρωτική μεταρρύθμιση», επισκιάζεται από τις υποσχέσεις του πρωτογενούς πλεονάσματος, που αν και αδιευκρίνιστες, έχουν ωστόσο αποκτήσει σχεδόν μυθικό περιεχόμενο.
Η πραγματοποίηση πρωτογενούς πλεονάσματος ανήκει, καταρχήν, στις θετικές εξελίξεις του δημόσιου χρέους, εφόσον σημαίνει ότι τα κρατικά έσοδα είναι πια σε θέση να καλύπτουν τις κρατικές δαπάνες, με εξαίρεση τους τόκους των δανείων.
Ωστόσο, η ακτινογράφηση αυτού του αναμενόμενου ελληνικού πρωτογενούς πλεονάσματος φαίνεται να καταλήγει σε αρνητικές συνέπειες, για την ελληνική οικονομία και κοινωνία, που υπερβαίνουν κατά πολύ τις θετικές και, που οπωσδήποτε, δεν αποτελούν την απαρχή σωτηρίας μας.
Ο πρώτος και σημαντικότερος ενδοιασμός, σχετικά με το ελληνικό πρωτογενές πλεόνασμα, που του αφαιρεί, εκ προοιμίου, τη δυνατότητα να καταλήξει σε σημαντικής εμβέλειας θετικά αποτελέσματα, αναφέρεται στους τρόπους επιδίωξης και επίτευξής του. Θα το χαρακτηρίσω, λοιπόν, ως μη υγιές πλεόνασμα, επειδή προέκυψε από την καταστρεπτική συρρίκνωση της ελληνικής οικονομίας, και όχι, όπως θα ήταν επιθυμητό, αλλά και φυσιολογικό, από την διεύρυνσή της. Πράγματι, η ελληνική οικονομία, στα 3 χρόνια της γενοκτονικής της περιπέτειας, εξαιτίας της εφαρμογής των μνημονίων, εμφανίζεται κυριολεκτικά και από κάθε άποψη ρημαγμένη το 2013, σε σύγκριση με το 2009, έτος έναρξης της κρίσης χρέους. Η γενική και αποκαλυπτική εικόνα της καταστροφής είναι ο διαχρονικός καταποντισμός του ονομαστικού ΑΕΠ της: 231Ε δις το 2009 και μόνο 184Ε δις το 2013, δηλαδή μείωση ίση με 21% μέσα σε 4 χρόνια, που χαρακτηρίζεται ως πρωτοφανής για περίοδο ειρήνης. Και το χρέος, από την πλευρά του, εμφανίζει συνεχή αυξητική έκρηξη, ξεπερνώντας ήδη τα 321Ε δισ. από 297Ε δις το 2009. Έτσι, το δημόσιο χρέος της Ελλάδας, από 120% στο ΑΕΠ του 2009 αναρριχάται στο 176% το 2013. Εξελίξεις, που με όσο καλή διάθεση κι αν αντιμετωπιστούν, δεν μπορεί να ιδωθούν ως success story, αλλά δυστυχώς πρόκειται για ιστορία καταστροφής.
Κάποιες μερικότερες επιπτώσεις της οικονομικής αυτής απίσχνασης είναι, ανάμεσα και σε άλλες, η κάθετη πτώση της ζήτησης, ως επακόλουθο κυρίως της δραματικής αύξησης της ανεργίας σε συνδυασμό και με τον δραστικό περιορισμό της μέσης αμοιβής της εργασίας, η δυσθεώρητη αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης, και η αλματώδης άνοδος του αριθμού των επιχειρήσεων που κλείνουν. Η μακροοικονομική πολιτική που εφαρμόστηκε αυτά τα 4 οδυνηρά χρόνια στην Ελλάδα απέβλεπε στην υπολειτουργία της με όρους μιας ολοένα πιο δραστικής ισορροπίας υποαπασχόλησης. Δηλαδή με συνεχώς αυξανόμενο ποσοστό ανεργίας και, συνεπώς αδρανοποίησης ενός συνεχώς διογκούμενου τμήματος της παραγωγικής της ικανότητας, και με αποτέλεσμα τη γενικευμένη πτώχευση του πληθυσμού της. Η διευρυνόμενη διαφορά, στο διάστημα αυτό των 4 ετών, ανάμεσα στο συρρικνωμένο πραγματικό ΑΕΠ και στο δυνητικό δημιούργησε 1,38 εκατομμύρια ανέργους,. Η ποσότητα των μισθών από 89Ε δισεκατομμύρια το 2010 περιορίστηκε σε 72,5Ε δις. το 2013, ενώ αντιθέτως η μέση φορολογική επιβάρυνση αυξήθηκε κατά 52%. Έτσι, στη χώρα μας, 3.4 εκατομμύρια άνθρωποι επιβιώνουν κάτω από το όριο της φτώχειας, και συγκεκριμένα με λιγότερα από 490Ε το μήνα, και επιπλέον 8 στους 10 κατοίκους της δεν μπορούν πια να αντιμετωπίσουν το κόστος θέρμανσης.
Κάτω λοιπόν απ’ αυτές τις απευκταίες συνθήκες, που ισοδυναμούν με την εν ψυχρώ δολοφονία της Ελλάδας και του λαού της, επιτεύχθηκε, για το πρώτο επτάμηνο του 2013, το πολυπόθητο πρωτογενές πλεόνασμα, που ανέρχεται σε 2,6Ε δισεκατομμύρια ή σε 1,4% του ΑΕΠ. Η αναγγελία του έγινε σε κλίμα άκρατου κυβερνητικού ενθουσιασμού που ενισχύθηκε και από τις θριαμβολογίες της πλειοψηφίας των ΜΜΕ.
Δεν θα επιμείνω στους τρόπους δημιουργίας αυτού του πλεονάσματος, που στο συντριπτικό τους τμήμα προέρχονται από αλχημείες της φαρέτρας, γνωστής ως δημιουργική λογιστική, αλλά ούτε στις όντως ελάχιστες πιθανότητες διατήρησής του, για τα επόμενα χρόνια. Θα προσπαθήσω, αντιθέτως, να παραμείνω σε ουσιαστικότερο πεδίο και να διερευνήσω τη σημασία του και τις λογικά αναμενόμενες συνέπειές του.
Καταρχήν, ικανοποίηση από την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος μπορεί να δικαιολογηθεί όταν αυτό προέρχεται από αύξηση του ΑΕΠ με ρυθμούς ταχύτερους από τις δαπάνες. Όταν, δηλαδή, είναι προϊόν ανάπτυξης, και όχι συνέπεια ανεξέλεγκτης ύφεσης. Στην ελληνική περίπτωση, όμως, υπάρχει καθίζηση και των δύο: δηλαδή και των πηγών προέλευσης δημοσίων εσόδων, και των δημοσίων δαπανών. Πρόκειται για οικονομία και κοινωνία που ενόσω ψυχορραγεί, έντρομη ταυτόχρονα παρακολουθεί την αλύπητη διάλυση της παιδείας, με κίνδυνο να μην ανοίξουν τα σχολεία αυτή τη χρονιά, της υγείας, εξαιτίας του λουκέτου που μπήκε σε πολυάριθμα νοσοκομεία, της ξέφρενης αύξησης της εγκληματικότητας, εξαιτίας της απόλυσης χιλιάδων αστυνομικών της αυτοδιοίκησης κ.ο.κ. Πως, λοιπόν, να δικαιολογηθούν οι θριαμβολογίες για το ελάχιστο, αλλά και διαχρονικά ανασφαλές αυτό πλεόνασμα, όταν είναι προϊόν διάλυσης και όχι εξυγίανσης και ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας; Και, ακόμη, όταν αυτό το ελάχιστο πλεόνασμα προήλθε από την ηθελημένα προκαλούμενη μαζική ανεργία των Ελλήνων, από τη μεθοδευμένη πτώχευσή τους, από την υποχρέωση χιλιάδων επιχειρήσεων σε κλείσιμο, από την ανενδοίαστη ενθάρρυνση πρωτοφανών ανισοτήτων στην κατανομή του εισοδήματος και του πλούτου, από την κορύφωση του αριθμού αυτοκτονιών, αλλά και από την καταστροφή της παραγωγικής βάσης της οικονομίας, που θα χρειαστεί δεκαετίες, από σήμερα, για να ξαναδημιουργηθεί; Πώς να ικανοποιείται κανείς από το δυσδιάκριτο με γυμνό οφθαλμό αυτό πρωτογενές πλεόνασμα, όταν ταυτόχρονα 7 στους 10 νέους μας είναι άνεργοι και αναζητούν τρόπους απομάκρυνσής τους από το κολαστήριο Ελλάς;
Πέρα, όμως, από τη διαπίστωση αυτή, που αναφέρεται στο εντελώς ανορθόδοξο υπόβαθρο, επάνω στο οποίο δημιουργήθηκε το περιβόητο αυτό πλεόνασμα, υπάρχει και το πολύ σοβαρό πρόβλημα της πλήρους παράβασης της βασικής κεϋνσιανής αρχής, σύμφωνα με την οποία σε περιόδους ύφεσης, και μάλιστα τόσο βαθιάς, όσο αυτή που υφίσταται για έκτη συνεχή χρονιά η Ελλάδα, η δημιουργία πρωτογενούς πλεονάσματος όχι, απλώς, δεν ενδείκνυται, αλλά είναι και καταστρεπτική. Και τούτο, επειδή εντείνει τη συρρίκνωση της οικονομίας και δημιουργεί φαύλους κύκλους ανάμεσα σε κρατικά έσοδα και κρατικές δαπάνες. Η παρανοϊκή πλευρά των ατυχέστατων και των άκρως επικίνδυνων αυτών επιλογών, εξάλλου, προβάλλει, εκτός όλων των άλλων, και μέσα από τη νέα και εκρηκτική άνοδο του χρέους, που κονιορτοποιεί πλήρως και τελειωτικά το σύνολο των αιματηρών θυσιών των Ελλήνων. Περιττό, βέβαια να σχολιάσω την κυβερνητική αντίδραση, στον νέο αυτό πήδο του χρέους, που ήταν άλλωστε αναμενόμενη και που ως συνήθως προσπαθεί να το εντάξει στο ευρύ κεφάλαιο των ήδη απαγορευμένων θεμάτων για συζήτηση, χαρακτηρίζοντας τις ανησυχίες γύρω απ’ αυτό ως... λαϊκισμούς! Σε μια οικονομία ελεύθερη, με δικαίωμα χάραξης της εκάστοτε ενδεδειγμένης πολιτικής της, εξυπακούεται ότι ο θρίαμβος θα έπρεπε να αναφέρεται στη δημιουργία ελλείμματος και όχι πλεονάσματος.
Σε πείσμα, ωστόσο, των σαφέστατα αρνητικών πλευρών αυτού του πρωτογενούς πλεονάσματος, ας προσπαθήσουμε τώρα να δούμε αν είναι λογικά αναμενόμενες και κάποιες θετικές του πλευρές.
Οι τυχόν θετικές πλευρές του λιλιπούτειου και ανασφαλούς συνέχισης αυτού πλεονάσματος θα έπρεπε αναγκαστικά να συμβάλουν στη μετάλλαξη του χρέους από μη βιώσιμο, σε βιώσιμο. Αλλά, πως θα μπορούσε να υποστηριχθεί κάτι τέτοιο, όταν ταυτόχρονα με την εξαγγελία του πρωτογενούς πλεονάσματος αναγγέλλεται και η ξέφρενη αύξηση του χρέους; Το χρέος, είναι όχι μόνο υπερβολικό, αλλά και με σαφέστατες ανοδικές τάσεις- σε πείσμα, βέβαια, του δήθεν άνετου κυβερνητικού ύφους, καθώς επιδίδεται σε έωλες ερμηνείες αυτής της ανόδου- και συνεπώς αποκλείεται να καταστεί βιώσιμο ως το 2024, αλλά και για πολλές δεκαετίες μετά, αν παραμείνουμε σε περιβάλλον μνημονίων και στραγγαλιστικής λιτότητας. Αποκλείεται, δηλαδή, αυτό να κατέλθει στο 120%- ή ακόμη να πέσει και στο 124% με την δηλωμένη ανοχή του ΔΝΤ- του ΑΕΠ, απλώς και μόνο επειδή προέκυψε ένα μικρό πρωτογενές πλεόνασμα, που ανταλλάχθηκε με υπέρογκο κόστος. Ακριβώς, αυτό το κόστος αποκλείει τη βιωσιμότητα του χρέους, μελλοντικά, διότι δημιουργεί συνθήκες ανόδου του χρέους με συνεχώς, μειούμενο ΑΕΠ. Για τη βιωσιμότητα του χρέους απαιτείται ταχύρρυθμη ανάπτυξη του ΑΕΠ, με αύξηση κρατικών εσόδων, αλλά και με αύξηση κρατικών δαπανών. Θεωρητικά, και με την προϋπόθεση ότι σημαντικοί δείκτες, όπως έσοδα, ξένες επενδύσεις, εξαγωγές, απασχόληση, παραγωγικότητα κινούνται θετικά, ένα πλεόνασμα της τάξης του 7-8% ετησίως θα μπορούσε σε βάθος χρόνου να καταστήσει βιώσιμο το χρέος. Όχι, όμως, ένα πλεόνασμα κατώτερο του 2%, ένα πλεόνασμα συγκυριακό από πολλές πλευρές και ένα πλεόνασμα κατασκευασμένο στο εργαστήριο της δημιουργικής λογιστικής.
Το ερώτημα, με εκ των προτέρων τραυματική απάντηση, είναι το γιατί και πάλι η κυβέρνηση επιλέγει τον εμπαιγμό των πολιτών, καταφεύγοντας σε υποσχέσεις που βασίζονται στο πρωτογενές αυτό πλεόνασμα και που, σίγουρα, θα αποδειχθούν απραγματοποίητες, όπως άλλωστε και η σωρεία των προηγούμενων.
Η πιθανότερη απάντηση στο παραπάνω ερώτημα είναι η προσπάθεια της κυβέρνησης να κερδίσει, γι άλλη μια φορά χρόνο, προσφέροντας αφειδώς στο λαό φρούδες ελπίδες, ενόσω η κατάσταση έχει δραματικά χειροτερεύσει και η τύχη της Ελλάδας, για το 2014, καλύπτεται από θολό πέπλο απειλητικής αβεβαιότητας. Αν και από την αρχή αναμενόμενο, το τέλος έρχεται και φαντάζει χειρότερο από το αρχικά αναμενόμενο. Πράγματι, το ΔΝΤ ουσιαστικά δεν θέλει να μας ξέρει. Είναι ενδεικτική της όλης κατάστασης η τελευταία σχετική έκθεση του ΔΝΤ, που μετά από τα προφορικά συγχαρητήρια για τη δήθεν πρόοδο της Ελλάδας- ουσιαστικά, βέβαια, την καταστροφή της- αλλάζει ρότα και επιρρίπτει το ελληνικό αδιέξοδο στην ανικανότητα των ελληνικών κυβερνήσεων, προφανώς, για να μην κατηγορηθεί το ίδιο για τα λάθη εκτιμήσεών στο πρόγραμμά του, παρότι τα αναγνώρισε επισήμως. Και από την άλλη πλευρά, η ΕΕ, με επικεφαλής πάντοτε τη Γερμανία, αρνείται κατηγορηματικά ένα νέο κούρεμα, και στη θέση του επιδίδεται, ας μου επιτραπεί η έκφραση, σε καθαρή αερολογία:
- *Ναι, μεν θα βοηθηθεί η Ελλάδα, αλλά δεν ξέρουμε ακόμη το πώς.
- *Μπορεί με μείωση του επιτοκίου ή/και με παράταση του χρόνου πληρωμής του χρέους.
- *Χρειάζεται, ακόμη, ένα σημαντικό ποσό, αλλά δεν ξέρουμε πως αυτό θα καλυφθεί.
Παράλληλα, έχουν αναζωπυρωθεί οι συζητήσεις, για κάποιας μορφής GREXIT, που βέβαια ήταν πάντοτε και παραμένει αναπόφευκτο. Με τη διαφορά, ότι θα μπορούσε να έχει μικρότερης έκτασης καταστροφές, αν είχε γίνει με πρόγραμμα και εγκαίρως- όπως ακριβώς και με το κούρεμα του χρέους. Αν είχε, δηλαδή, επιχειρηθεί με ελληνική πρωτοβουλία και με όρους όσο γίνεται πιο ευνοϊκούς για την Ελλάδα. Ειδικότερα, αν είχαν αποφευχθεί οι ανθρωποθυσίες στο δημόσιο τομέα, αν δεν είχε διαλυθεί η δημόσια διοίκηση, αν δεν είχε μεταβληθεί σε ζούγκλα η αγορά εργασίας, και αν είχε αποφευχθεί το ξεπούλημα. Με δυο λόγια, αν η Ελλάδα δεν είχε πλήρως καταστραφεί, με τα μνημόνια και τα συμπαρομαρτούντα επί 4 χρόνια, και αν δεν είχε υποστεί τις ατέλειωτες θυσίες που υπέστη, και που ήταν και, φυσικά, θα παραμείνουν χωρίς αντίκρισμα. Και, δυστυχώς, η παράσταση δεν έληξε. Είναι, ακόμη μπροστά μας και νέα μέτρα, που όσο κανείς μπορεί να προβλέψει από τα όσα προετοιμάζονται, θα έχουν τη μορφή συνέχισης των απολύσεων με την ανεργία να ξεπερνά το 35% του ενεργού πληθυσμού, με χιλιάδες νοικοκυριά που θα πεταχτούν στο δρόμο, αλλά και με κούρεμα των καταθέσεων, προκειμένου να μην κινδυνεύσουν τα κέρδη των τραπεζών. Η Ελλάδα θα περάσει, έτσι, στην οικονομική ιστορία ως το πειραματόζωο, στο οποίο προτοεφαρμόστηκε το νέο σχήμα, αυτό του «σοβιετικού καπιταλισμού», προς όφελος των τραπεζών.
Όχι, δεν ήταν τελικά συνωμοσιολογία, τα όσα εγώ-και όχι μόνο- υποστήριξα από το 2010. Υπήρχε σχέδιο καταστροφής μας, και το σχέδιο εφαρμόστηκε, χωρίς αντιρρήσεις και χωρίς αντιδράσεις από την πλευρά μας, καθώς οι πολλοί πείστηκαν ότι ήταν μονόδρομος. Και τώρα, φθάσαμε στο τέλος του δρόμου. Στο πάρτα όλα χάρισμα, στη δουλοποίησή μας, στην αποικιοποίησή μας. Και όμως, ακόμη και τώρα, υπάρχουν μερικοί που υποστηρίζουν πως όλα αυτά «γίνονται για τη σωτηρία μας». Αν δεν υπήρχαν, ίσως, θα μπορούσε να επιχειρηθεί κάποια προσπάθεια εξόδου από το αδιέξοδο. Και, οπωσδήποτε, το αίσθημα αυτοσυντήρησης θα έπρεπε, επιτέλους, να λειτουργήσει κάποτε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου