Παρασκευή 17 Οκτωβρίου 2014

Η ΕΕ εξετάζει διάφορα σενάρια μη εισαγωγής φυσικού αερίου από την Ρωσία, εν όψει χειμώνα

Η διένεξη μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας στον τομέα του φυσικού αερίου θέτει τον εφοδιασμό της ΕΕ με φυσικό αέριο και πάλι σε κίνδυνο, όπως και το 2009. Καθώς πλησιάζει ο χειμώνας, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θέλησε να έχει σαφή εικόνα για τις μεγαλύτερες ελλείψεις που θα προκύψουν και τους τρόπους μετριασμού των επιπτώσεων.
Η έκθεση που δημοσιεύτηκε παρουσιάζει τα αποτελέσματα άσκησης προσομοίωσης που διενέργησαν 38 ευρωπαϊκές χώρες, συμπεριλαμβανομένων των κρατών μελών της ΕΕ και των γειτονικών χωρών.

Αναλύει διάφορα σενάρια, ιδίως μια πλήρη διακοπή των ρωσικών εισαγωγών φυσικού αερίου στην ΕΕ για περίοδο έξι μηνών.

Η συνεργασία συμβάλλει στην ανακούφιση της κατάστασης

Μια παρατεταμένη διακοπή εφοδιασμού θα είχε σημαντικό αντίκτυπο στην ΕΕ και θα έπληττε περισσότερο τα κράτη μέλη της Ανατολικής Ευρώπης και τις χώρες της Ενεργειακής Κοινότητας.
Από τη Φινλανδία, την Εσθονία, την πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ), τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη και τη Σερβία θα λείψει τουλάχιστον το 60% του αερίου που χρειάζονται. Αυτό σημαίνει ότι θα μπορούσαν να παγώσουν ακόμη και μεμονωμένα νοικοκυριά. Εάν οι χώρες συνεργαστούν, αντί να υιοθετηθούν αμιγώς εθνικά μέτρα, τότε θα αποκοπούν από το αέριο λιγότεροι καταναλωτές. Σε αυτό το σενάριο δεν θα επηρεαστεί κανένα νοικοκυριό στην ΕΕ.

Επιτρέποντας στην αγορά να λειτουργήσει όσο το δυνατόν περισσότερο

Οι εθνικές εκθέσεις δείχνουν ότι τα κράτη μέλη της ΕΕ και οι γειτονικές χώρες προβλέπουν ευρύ φάσμα μέτρων για τον μετριασμό των επιπτώσεων μιας διαταραχής του εφοδιασμού, από τη διαφοροποίηση των προμηθειών τους μέχρι τη χρήση στρατηγικών και άλλων αποθεμάτων για τον περιορισμό της ζήτησης και την αλλαγή καυσίμων, όπου αυτό είναι δυνατόν. Ωστόσο, σε γενικές γραμμές, τα εν λόγω σχέδια περιορίζονται υπερβολικά στην εθνική αγορά και προσφεύγουν πολύ γρήγορα και σε ορισμένα μέτρα παρέμβασης. Ως κατευθυντήρια αρχή θα πρέπει να υιοθετηθεί μια προσέγγιση που να βασίζεται στην αγορά, με την ενεργοποίηση μέτρων που δεν στηρίζονται στην αγορά (δηλ. την αποδέσμευση στρατηγικών αποθεμάτων καυσίμων, την αναγκαστική αλλαγή καυσίμου και την περικοπή της ζήτησης) μόνο σε περίπτωση αποτυχίας της αγοράς. Σε μια αγορά που λειτουργεί, τα μηνύματα που δίνονται μέσω των τιμών θα προκαλούν νέες παραδόσεις φυσικού αερίου, κυρίως ΥΦΑ, και περιορισμό της ζήτησης. Η εμπορική χρήση των αποθεμάτων θα συμβάλει στη διασφάλιση του ισοζυγίου ζήτησης-προσφοράς. Η έκθεση περιέχει συγκεκριμένες συστάσεις για βραχυπρόθεσμα μέτρα για τα πιο ευάλωτα κράτη μέλη της ΕΕ και τις γειτονικές χώρες.

Μεθοδολογία

Η έκθεση περιλαμβάνει μια συνολική ανάλυση των αποτελεσμάτων που παρείχαν τα κράτη μέλη της ΕΕ και οι χώρες της Ενεργειακής Κοινότητας[1], καθώς και η Γεωργία, η Τουρκία, η Νορβηγία και η Ελβετία. Περιλαμβάνει ανάλυση επιπτώσεων που διεξήχθη από το Ευρωπαϊκό Δίκτυο Διαχειριστών των Συστημάτων Μεταφοράς (ENTSOG) σε συνεργασία με τον Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας (ΔΟΕ) και χώρες εταίρους της G-7 (ΗΠΑ, Καναδάς, Ιαπωνία). Η δέσμη περιλαμβάνει επίσης αναλύσεις από τρεις ομάδες εστίασης (Νοτιοανατολική Ευρώπη, χώρες της Βαλτικής και Φινλανδία και Ενεργειακή Κοινότητα) και έκθεση σχετικά με τη συνεργασία με την G-7 και άλλες χώρες εταίρους. Τέλος, περιλαμβάνει έκθεση σχετικά με τον κανονισμό ασφάλειας του εφοδιασμού με φυσικό αέριο (994/2010).

Ιστορικό

Η έκθεση σχετικά με την προσομοίωση ακραίων καταστάσεων είναι η πρώτη συγκεκριμένη δράση σε ό, τι αφορά τα βραχυπρόθεσμα μέτρα ενεργειακής ασφάλειας, η οποία ακολουθεί την έγκριση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή τηςευρωπαϊκής στρατηγικής ενεργειακής ασφάλειας, στις 28 Μαΐου. Οι συγκεκριμένες συστάσεις της έκθεσης θα συνοδεύσουν τα μέτρα που προβλέπονται στη στρατηγική για να βελτιωθεί η ασφάλεια του εφοδιασμού της ΕΕ: ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς ενέργειας, αύξηση της ενεργειακής απόδοσης, διαφοροποίηση των εξωτερικών πηγών εφοδιασμού και εκμετάλλευση των εγχώριων πηγών (ορυκτών και μη ορυκτών).
Σήμερα, η ΕΕ εισάγει το 53 % της ενέργειας που καταναλώνει. Η ενεργειακή εξάρτηση αφορά το αργό πετρέλαιο (σχεδόν 90 %), το φυσικό αέριο (66 %) και, σε μικρότερο βαθμό, τα στερεά καύσιμα (42 %) καθώς και το πυρηνικό καύσιμο (40 %). Περίπου το ήμισυ της πρωτογενούς ενέργειας στην ΕΕ (48 %) χρησιμοποιείται για θέρμανση χώρου και νερού.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου