Σε πανικό βρίσκονται τα μέλη του διεθνούς Συμβουλίου του Δικτύου για τη μεταρρύθμιση στην Ελλάδα και την Ευρώπη. Εκφράζουν τον κίνδυνο να οδηγήσουν σε φυγόκεντρες και διαλυτικές τάσεις που γεννά η αναζωπύρωση του λαϊκισμού ή του εθνικισμού οι επερχόμενες ευρωεκλογές του 2014 επισείουν. Στην Ελλάδα φοβούνται για το μέλλον της Ευρώπης, αφού το 50% των νέων κάτω των 30 ετών αδιαφορούν να προσέλθουν στην κάλπη.
Ετσι τα μέλη του διεθνούς Συμβουλίου του Δικτύου για τη μεταρρύθμιση στην Ελλάδα και την Ευρώπη στην πρώτη τους συνάντηση συζήτησαν και ενέκριναν το κείμενο πολιτικής με τίτλο: “Πώς να ξεπεράσουμε τις διαιρέσεις στην ΕΕ – ο δρόμος προς το κοινό μας μέλλον”. Ο στόχος του κειμένου είναι να τοποθετηθεί απέναντι στην σημερινή κατάσταση στην Ευρώπη, όπως αυτή διαμορφώθηκε μετά την κρίση του δημόσιου χρέους και να υποδείξει πρωτοβουλίες που θα πρέπει να αναληφθούν τους προσεχείς μήνες, έτσι ώστε να αναζωογονηθεί το ενδιαφέρον των πολιτών για το κοινό ευρωπαϊκό μέλλον. Πρωτοβουλίες που θα δώσουν ένα κίνητρο στους πολίτες σε ολόκληρη την ήπειρο μας, θα τους κάνουν να συνειδητοποιήσουν ότι η κοινή μας μοίρα βρίσκεται εντός μιάς δυνατής και ζωντανής ενωμένης Ευρώπης και κυρίως θα τους κάνουν να κινητοποιηθούν κατά της αργού ρυθμού της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Όμως, σε ορισμένες χώρες με ή χωρίς σταθεροποιητικό πρόγραμμα αυτό που επίσης έχει αφήσει πίσω της η κρίση είναι μία βαθειά και πρωτόγνωρη ύφεση, την οποία χαρακτηρίζουν τα τεράστια ποσοστά ανεργίας.
Η απόφαση να εφαρμοστεί αυστηρή δημοσιονομική πειθαρχία σαν το μοναδικό φάρμακο κατά της κρίσης, χωρίς να ληφθούν υπόψη οι οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις λήφθηκε απο τις οικονομικά ισχυρότερες χώρες που αγνόησαν σχεδόν προκλητικά τους Ευρωπαϊκούς θεσμούς, ενώ οι χώρες με υψηλό δημόσιο χρέος πρακτικά δεν είχαν καμία διαπραγματευτική δύναμη ως προς τον καθορισμό των όρων διάσωσης τους.
Αυτή η κατάσταση βιώθηκε επίπονα απο τους πολίτες των πλέον θιγόμενων χωρών. Μέσα απο τους παραμορφωτικούς φακούς του εθνικισμού παλαιά στερεότυπα, δαίμονες του παρελθόντος και φόβοι μιας άλλης εποχής βγήκαν στη επιφάνεια και επικράτησαν στην κατανόηση της κατάστασης απο την κοινή γνώμη και τις επιλογές των πολιτών. Ο λαϊκισμός ενδυναμώθηκε. Η κρίση η οποία στη αρχή ήταν χρηματοπιστωτική και στη συνέχεια οικονομική άρχισε να διαχέεται στην κοινωνική σφαίρα για να εξελιχθεί σε καίρια πολιτική κρίση.
Αντί να μας ωθήσει στο βάθαιμα του αισθήματος της ευρωπαϊκότητας, του να είμαστε μαζί, η κρίση άνοιξε το δρόμο για νέες διαιρέσεις. Εκτός απο τις υπάρχουσες διακρίσεις όπως πχ, τη διάκριση μεταξύ μελών εντός και εκτός ευρωζώνης, εντός ή εκτός Σένγκεν, τα κράτη δανειολήπτες έναντι των πιστωτών, πολιτικοί ηγέτες και κόμματα ύψωσαν μία νέα σημαία, της συμμαχίας του Νότου κατά του Βορρά ή ενός Βορρά που είναι έτοιμος να εγκαταλείψει το Νότο. Πρόκειται για ένα υπαρκτό πρόβλημα που αφορά κυρίως στον τρόπο με τον οποίο οι πολίτες στις διαφορετικές πλευρές της Ευρώπης αντιλαμβάνονται τη διαχείρηση της κρίσης. Αυτή η αντίληψη δεν στηρίζεται μόνο στις οικονομικές διαφορές, αλλά επιπλέον χαράσει βαθύτερες κοινωνικές και πολιτισμικές διακρίσεις, οι οποίες με τη σειρά τους διευρύνουν ακόμα πιό πολύ το χάσμα κατανόησης μεταξύ των πολιτών της ΕΕ. Οι λαοί στις χρεωμένες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου αισθάνονται ταπεινωμένοι και στο Βορρά εξαπατημένοι. Πρέπει να καταπολεμήσουμε αυτή τη νέα διαίρεση καθώς επίσης και κάθε άλλο διχαστικό κύρηγμα. Θα πρέπει αντίθετα να ευνοήσουμε και να ενδυναμώσουμε τις αξίες της αλληλεγγύης και του σεβασμού της διαφορετικότητας που υποβοηθούν τη σύσφιξη των δεσμών μεταξύ των Eυρωπαίων.
Στiς χώρες που έχουν περισσότερο θιγεί απο την κρίση, οι κυβερνήσεις έχουν πάρει σκληρά και αντιλαϊκά μέτρα για το ξεπέρασμα της, εφαρμόζοντας αυστηρές πολιτικές λιτότητας. Επίσης, άρχισαν και συνεχίζουν να εισάγουν τις απαιτούμενες διαρθρωτικές αλλαγές. Άν και είναι αποδεκτό ότι οι πολιτικές λιτότητας ήσαν αναγκαίες για να αποκατασταθεί γρήγορα η κατάσταση σχετικά με το δημόσιο χρέος, πρέπει εξίσου να δεχτούμε την άποψη ότι υπάρχουν όρια σε αυτή την πολιτική τα οποία εξαντλούνται. Η λιτότητα πρέπει να εφαρμοστεί μέσα σε χρονικά όρια και με τρόπο που να αποτρέψει την ύφεση. Παράλληλα, οι ακολουθούμενες πολιτικές πρέπει να απολαμβάνουν της απαραίτητης εμπιστοσύνης της κοινωνίας, ειδάλλως καταλήγουν να παράγουν τα αντίθετα αποτελέματα. Το ευρωπαϊκό πρόταγμα διατρέχει τον κίνδυνο να βυθισθεί στον ωκεανό της λιτότητας.
Σε ορισμένες χώρες η κρίση αποκάλυψε μία σειρά απο χρόνιες και αναχρονιστικές δυσλειτουργίες του πολιτικού συστήματος, της διοίκησης, του τραπεζικού συστήματος, κλπ. Πρέπει ωστόσο να δεχτούμε ότι αυτά τα προβλήματα, τα οποία συνέβαλαν στη δημιουργία του μη βιώσιμου δημόσιου δανεισμού τα γνώριζαν σε όλες τις πρωτεύουσες, των Βρυξελλών συμπεριλαμβανομένων. Αλλά τα χρόνια της αθωότητας, δηλαδή η περίοδος της συνεχούς ευημερίας συνέβαλαν στο να υποτιμήσουμε.
Παράλληλα, χρειαζόμαστε να αποκαταστήσουμε το αίσθημα της κοινής υπαγωγής, του να υπάρχουμε μαζί, του να μοιραζόμαστε ένα κοινό όραμα. Έχουμε ανάγκη να αποκαταστήσουμε την εμπιστοσύνη στους ευρωπαϊκούς θεσμούς και στο συλλογικό μας μέλλον, στη μοίρα που ενώνει την ΕΕ: η λήψη αποφάσεων εντοπίζεται κυρίως στις συναντήσεις κορυφής του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, όπου οι επικεφαλής των ευρωπαϊκών οργάνων έχουν ένα περιορισμένο ρόλο σε αντίθεση με τον προβεβλημένο ρόλο των εθνικών ηγετών. Το αποτέλεσμα είναι η αύξηση της αμφισβήτησης, των αμφιβολιών, του ευρωσκεπτικισμού και του αντι-ευρωπαϊσμού. Η υποστήξη του ευρωπαϊκού εγχειρήματος φθίνει. Όπως έδειξε μία τελευταία (5/2013) έρευνα του Pew Research Center το ποσοστό όσων υποστηρίζουν την οικονομική ολοκλήρωση μειώθηκε μέσα σε ένα χρόνο κατά 6% και οι θετικές γνώμες για την Ευρώπη σαν σύνολο κατά 15%. Άς θυμηθούμε όμως αυτό που συνέβη πρόσφατα. Ύστερα απο το αναπόφευκτο “κούρεμα” του δημόσιου χρέους και παρά τις διαβεβαιώσεις και τις δεσμεύσεις της ΕΕ γίναμε μάρτυρες κουρέματος των τραπεζικών καταθέσεων, πράγμα το οποίο επέτρεψε το ενεργοποίηση όλων των πιθανών σεναρίων, ακομη και αυτού της εξόδου μίας χώρας απο τη ζώνη του ευρώ. Αυτό αποτελεί μία απο τις μεγαλύτερες απειλές για το μέλλον της Ευρώπης.
Πρέπει επίσης να αντιμετωπίσουμε το ζήτημα της ισότιμης συμμετοχής και της δημοκρατίας: Η ΕΕ πρέπει να λειτουργεί πάνω στη βάση της συστατικής αρχής της αλληλεγγύης και της Κοινοτικής μεθόδου, η οποία θα πρέπει να συμπληρωθεί με διαδικασίες και μηχανισμούς που πηγάζουν απο το ομοσπονδιακό πρότυπο. Έχουν αναπτυχθεί επιχειρήματα υπέρ της διακυβερνητικής οδού ως του μόνου τρόπου λειτουργίας της ΕΕ. Ωστόσο, η διακυβερνητική προσέγγιση η οποία επικράτησε κατά τη διάρκεια της κρίσης θα συνεχίσει να εκτρέφει και να αυξάνει τις εθνικές διαφορές και τα στερεότυπα.
Απαιτείται ένα νέο Σύμφωνο εμπιστοσύνης για να κερδηθεί η πίστη των πολιτών. Έτσι θα βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα και θα αντιμετωπισθεί καλύτερα η πίεση απο την παγκοσμιοποίηση την ώρα που οι καινούργιοι ηγέτες της παγκόσμιας οικονομικής ανάπτυξης μεταφέρονται προς νοτιο-ανατολικά. Τα χαρακτηριστικά του Ευρωπαϊκού κοινωνικού κράτους που υπήρξαν το εμβληματικό στοιχείο της ΕΕ έχουν μεταβληθεί σημαντικά λόγω των δημογραφικών τάσεων και των νέων συνθηκών στον τομέα της ανταγωνιστικότητας. Αυτές οι αλλαγές οδήγησαν στο να αναδυθεί μία νέα κοινωνική ομάδα, το Πρεκαριάτο το διακριτικό γνώρισμα του οποίου είναι η προσωρινότητα. Το φαινόμενο διαδίδεται σε ολόκληρη την Ευρώπη και εκφράζεται πολιτικά απο λαϊκιστικά κόμματα τόσο δεξιά όσι και αριστερά και αντι-συστημικά κινήματα.
Το θεσμικό οικοδόμημα πρέπει να συμπληρωθεί ξεκινώντας απο μία αυθεντική Οικονομική Ένωση μαζί με την Νομισματική Ένωση. Τα μέτρα που πάρθηκαν και οι μηχανισμοί που δημιουργήθηκαν σαν απάντηση στην κρίση είναι χρήσιμα και σημαντικά αλλά προέχει η ύπαρξη ενός σχεδίου και μία ξεκάθαρα εκπεφρασμένη πολιτική βούληση για να συμπληρωθεί η ανολοκλήρωτη ΟΝΕ. Τα εμπόδια στην έναρξη ισχύος της τραπεζικής ένωσης πρέπει να αρθούν αμέσως. Η φορολογική ένωση είναι επίσης αναγκαία για να αποφευχθεί το φορολογικό ντάμπινγκ και να αποκατασταθεί η φορολογική ισοτιμία.
Χρειάζεται να ενισχύσουμε την κοινωνική και οικονομική συνοχή σεβόμενοι τους υπάρχοντες κανόνες αλλά και με ισόρροπη ανάπτυξη: η ‘‘ανοχή’’ του μή σεβασμού της Συμφωνίας για σταθερότητα και ανάπτυξη, η άνιση μεταφορά πόρων μεταξύ Νότου και Βορρά, η έλλειψη επαρκούς προϋπολογισμού της ΕΕ, οδήγησαν στη συστημική δημιουργία ελλειμμάτων και αποτελούν μία σοβαρή απειλή για την ΕΕ συνολικά και για όλα τα κράτη μέλη χωρίς εξαίρεση.
Συνοψίζοντας, τα κλειδιά για να βγεί η Ευρωπαϊκή ήπειρος απο την κρίση είναι η ανα-διοργάνωση του παραγωγικού μοντέλου των χωρών της περιφέρειας (εξίσου σε Βορρά και Νότο, Ανατολή και Δύση), ο εκσυγχρονισμός των πολιτικών συστημάτων σε ορισμένες χώρες και η πραγματοποίηση μεγάλων αλλαγών στη λειτουργία της ΕΕ και της Ευρωζώνης.
α) Κρίση χρέους και τραπεζικό σύστημα. Η άμμεση υλοποίηση της τραπεζικής ένωσης σε συνδυασμό με πολιτικές ουσιασικής οικονομικής ανάκαμψης και ένας νέος ρόλος για την Κεντρική Ευρωπαϊκή Τράπεζα και την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων.
β) Πολιτική αναδιοργάνωση της Ευρωζώνης μέσα απο ένα νέο Σύμφωνο εμπιστοσύνης.
γ) Για την ανάκαμψη των χωρών που υπέφεραν απο τις καταστροφικές συνέπειες της οικονομικής κρίσης χρειάζονται πολιτικές συνοχής και ισόρροπης ανάπτυξης. Όλες οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις πρέπει να συνοδεύονται από εξειδικευμένο πρόγραμμα δημόσιων και ιδιωτικών επενδύσεων.
Αυτή είναι η Ατζέντα για περισσότερη και καλύτερη Ευρώπη, για μία διαφορετική Ευρώπη. Η πρόκληση που έχουμε μπροστά μας είναι πώς να την διαδώσουμε στους πολίτες.
Απο τις απαρχές του το ευρωπαϊκό εγχείρημα υπήρξε δημιούργημα των πολιτικών ελίτ. Λειτούργησε απο πάνω προς τα κάτω. Τώρα, πρέπει να ανατρέψουμε αυτή τη σειρά. Οι πολίτες πρέπει να ανακτήσουν την κυριότητα της ατζέντας, οι πρωτοβουλίες πρέπει να προέλθουν απο κάτω προς τα πάνω. Ο διάλογος πρέπει να ανοίξει έξω απο τα εθνικά σύνορα για τη δημιουργία μίας ευρωπαϊκής δημόσιας σφαίρας, που να κεντρίζει το ενδιαφέρον και να προκαλεί ενθουσιασμό, να κάνει τους Ευρωπαίους να νιώσουν υπεύθυνοι για τη δικιά τους Ευρώπη. Για να δημιουργηθεί ένα κίνημα νέων ‘‘αγανακτισμένων’’ που επιδιώκουν την επιτάχυνση της διαδικασίας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Μόνο με λόγια, αλλά χωρίς πράξεις δεν θα πάμε μακρυά. Προκειμένου να συμμετάσχουν οι πολίτες στο ευρωπαϊκό σχέδιο θα πρέπει να κάνουμε συγκεκριμένες προτάσεις με βραχυπρόθεμες και μεσοπρόθεσμες εξειδικευμένες προτεραιότητες που να αποδώσουν χειροπιαστά αποτελέσματα, που να αποσκοπούν στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, την τόνωση της ανάπτυξης και τη δημιουργία απασχόλησης (ανεργία των νέων), την παρέμβαση στην εκπαίδευση (και τη σύνδεση της με την αγορά εργασίας). Ωστόσο, αν και αληθεύει ότι η πολιτική της ΕΕ χρειάζεται αναμόρφωση θα πρέπει επίσης να αναλογισθούμε όλες τις επιτυχίες της που μας κάνουν να νιώθουμε υπερήφανοι σαν Ευρωπαίοι, όπως η ελεύθερη κυκλοφορία αγαθών και υπηρεσιών, η κοινωνική προστασία, η ελεύθερη διακίνηση, ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, το κοινό νόμισμα, όλες δηλαδή τις επιτυχίες που έχουν ενσωματωθεί στην καθημερινή μας ζωή.
Οι ευρωπαϊκές εκλογές που θα διεξαχθούν τον Μάιο 2014 θα είναι οι σημαντικότερες στην ιστορία της ΕΕ. Σε αυτές τις εκλογές πολιτικοί και πολίτες πρέπει να κατανοήσουν ποιός είναι ο λόγος ύπαρξης της ΕΕ και να καταλάβουν τί σημαίνει η Ευρώπη για την καθημερινή τους ζωή. Τα μηνύματα που λαβαίνουμε απο το ευρω-βαρόμετρο (4/2013) ή απο τίς τελευταίες ευρωεκλογές δεν είναι ενθαρρυντικά. Στην Ελλάδα μόνο 50% των νέων κάτω των 30 θα πάει να ψηφίσει, γιατί όπως λένε δεν έχουν τίποτα να περιμένουν για τη ζωή τους απο την Ευρώπη. Και στην Κροατία μόνο το 20,7% συμμετείχε στίς πρόσφατες ευρωεκλογές στη χώρα αυτή.
Το αποτέλεσμα των εκλογών είναι ανοιχτό. Υπάρχει μεγάλος κίνδυνος να οδηγήσουν σε φυγόκεντρες και διαλυτικές τάσεις που γεννά η αναζωπύρωση του λαϊκισμού ή του εθνικισμού. Οι υποστηρικτές της επανεθνικοποίησης της λήψης αποφάσεων, οι ευρωσκεπτικιστές και οι αντίπαλοι της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης καιροφυλακτούν. Αυτή είναι για εμάς η πραγματική διαχωριστική γραμμή: απο τη μία πλευρά βρίσκονται οι υπερασπιστές τις ευρωπαϊκής στασιμότητας και απο την άλλη όλοι εκείνοι που μάχονται για να κρατήσουν την Ευρώπη ενωμένη και ισχυρή. Αυτό θα είναι και το δίλημμα των επόμενων ευρωπαϊκών εκλογών.
Μία χαλαρή ψήφος ή αποχή στις εκλογές του 2014 θα σημάνει λιγότερη δημοκρατική νομιμοποίηση. Επιπλέον, η ανάδειξη ενός σημανικού αριθμού βουλευτών στην ευρωβουλή του Στρασβούργου, που θα ανήκουν στους ευρωσκεπτικιστές και στους αντι-ευρωπαίους λαϊκιστές των άκρων (της αριστεράς ή της δεξιάς) θα οδηγήσουν την ευρωπαϊκή διαδικασία λήψης αποφάσεων σε αδιέξοδο και την ΕΕ σε εκ των έσω διάλυση, αφού θα είναι αδύνατο να επιτυγχάνονται συμβιβασμοί που διευκολύνουν τις αποφάσεις. Αυτό θα σημάνει και το τέλος του ευρωπαϊκού ονείρου.
Το χρέος όλων των ευρωπαϊστών στα πολιτικά κόμματα, την κοινωνία των πολιτών και τους κοινωνικούς εταίρους στον χρόνο που απομένει μέχρι τις εκλογές είναι να μεταφέρουμε αυτό το μήνυμα σε όλους τους πολίτες. Αυτός είναι ο ρόλος που αναλαμβάνουμε να φέρουμε σε πέρας σαν φιλο-ευρωπαϊκή δεξαμενή σκέψης.
Ετσι τα μέλη του διεθνούς Συμβουλίου του Δικτύου για τη μεταρρύθμιση στην Ελλάδα και την Ευρώπη στην πρώτη τους συνάντηση συζήτησαν και ενέκριναν το κείμενο πολιτικής με τίτλο: “Πώς να ξεπεράσουμε τις διαιρέσεις στην ΕΕ – ο δρόμος προς το κοινό μας μέλλον”. Ο στόχος του κειμένου είναι να τοποθετηθεί απέναντι στην σημερινή κατάσταση στην Ευρώπη, όπως αυτή διαμορφώθηκε μετά την κρίση του δημόσιου χρέους και να υποδείξει πρωτοβουλίες που θα πρέπει να αναληφθούν τους προσεχείς μήνες, έτσι ώστε να αναζωογονηθεί το ενδιαφέρον των πολιτών για το κοινό ευρωπαϊκό μέλλον. Πρωτοβουλίες που θα δώσουν ένα κίνητρο στους πολίτες σε ολόκληρη την ήπειρο μας, θα τους κάνουν να συνειδητοποιήσουν ότι η κοινή μας μοίρα βρίσκεται εντός μιάς δυνατής και ζωντανής ενωμένης Ευρώπης και κυρίως θα τους κάνουν να κινητοποιηθούν κατά της αργού ρυθμού της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΡΙΣΗ
Η χρηματοπιστωτική κρίση η οποία ξεκίνησε στην Αμερική μετά την κρίση των ενυπόθηκων δανείων (subprime) υπήρξε στη πραγματικότητα η πρώτη κρίση της εποχής της παγκοσμιοποίησης. Δεν πρόκειται για κάτι που αφορά ειδικά τις ΗΠΑ ή την ΕΕ, αλλά έχει σχέση με το πώς λειτουργεί η παγκοσμιοποιημένη οικονομία. Στην Ευρώπη βρεθήκαμε απροετοίμαστοι να διαχειριστούμε μία τόσο σημαντική και βίαιη κρίση. Οι υπάρχουσες δομές, ειδικά στην ευρωζώνη, δεν επέτρεψαν στους ευρωπαϊκούς θεσμούς και τους πολιτικούς ηγέτες να δράσουν έγκαιρα. Και το σπουδαιότερο είναι ότι η Ευρώπη δεν λειτούργησε ως Ένωση. Αντί του κοινού ευρωπαϊκού συμφέροντος επικράτησαν τα εθνικά συμφέροντα. Παρόλα αυτά, μετά απο κάποιους αυτοσχεδιασμούς που οφείλονταν στον ατελή ή ανολοκλήρωτο χαρακτήρα της ΟΝΕ, η Ευρώπη πήρε ορισμένα μέτρα που αποδείχθηκε ότι ήταν προς τη σωστή κτεύθυνση, όπως πχ, η Συνθήκη για τη σταθερότητα, το συντονισμό και τη διακυβέρνηση, η νομοθεσία για την μακροοικονομική επιτήρηση (η επονομαζόμενη six-pack και two-pack), το ευρωπαϊκό εξάμηνο. Μπορούμε πλέον να ελπίζουμε ότι έχουμε αφήσει την κρίση πίσω μας.
Όμως, σε ορισμένες χώρες με ή χωρίς σταθεροποιητικό πρόγραμμα αυτό που επίσης έχει αφήσει πίσω της η κρίση είναι μία βαθειά και πρωτόγνωρη ύφεση, την οποία χαρακτηρίζουν τα τεράστια ποσοστά ανεργίας.
Η απόφαση να εφαρμοστεί αυστηρή δημοσιονομική πειθαρχία σαν το μοναδικό φάρμακο κατά της κρίσης, χωρίς να ληφθούν υπόψη οι οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις λήφθηκε απο τις οικονομικά ισχυρότερες χώρες που αγνόησαν σχεδόν προκλητικά τους Ευρωπαϊκούς θεσμούς, ενώ οι χώρες με υψηλό δημόσιο χρέος πρακτικά δεν είχαν καμία διαπραγματευτική δύναμη ως προς τον καθορισμό των όρων διάσωσης τους.
Αυτή η κατάσταση βιώθηκε επίπονα απο τους πολίτες των πλέον θιγόμενων χωρών. Μέσα απο τους παραμορφωτικούς φακούς του εθνικισμού παλαιά στερεότυπα, δαίμονες του παρελθόντος και φόβοι μιας άλλης εποχής βγήκαν στη επιφάνεια και επικράτησαν στην κατανόηση της κατάστασης απο την κοινή γνώμη και τις επιλογές των πολιτών. Ο λαϊκισμός ενδυναμώθηκε. Η κρίση η οποία στη αρχή ήταν χρηματοπιστωτική και στη συνέχεια οικονομική άρχισε να διαχέεται στην κοινωνική σφαίρα για να εξελιχθεί σε καίρια πολιτική κρίση.
Αντί να μας ωθήσει στο βάθαιμα του αισθήματος της ευρωπαϊκότητας, του να είμαστε μαζί, η κρίση άνοιξε το δρόμο για νέες διαιρέσεις. Εκτός απο τις υπάρχουσες διακρίσεις όπως πχ, τη διάκριση μεταξύ μελών εντός και εκτός ευρωζώνης, εντός ή εκτός Σένγκεν, τα κράτη δανειολήπτες έναντι των πιστωτών, πολιτικοί ηγέτες και κόμματα ύψωσαν μία νέα σημαία, της συμμαχίας του Νότου κατά του Βορρά ή ενός Βορρά που είναι έτοιμος να εγκαταλείψει το Νότο. Πρόκειται για ένα υπαρκτό πρόβλημα που αφορά κυρίως στον τρόπο με τον οποίο οι πολίτες στις διαφορετικές πλευρές της Ευρώπης αντιλαμβάνονται τη διαχείρηση της κρίσης. Αυτή η αντίληψη δεν στηρίζεται μόνο στις οικονομικές διαφορές, αλλά επιπλέον χαράσει βαθύτερες κοινωνικές και πολιτισμικές διακρίσεις, οι οποίες με τη σειρά τους διευρύνουν ακόμα πιό πολύ το χάσμα κατανόησης μεταξύ των πολιτών της ΕΕ. Οι λαοί στις χρεωμένες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου αισθάνονται ταπεινωμένοι και στο Βορρά εξαπατημένοι. Πρέπει να καταπολεμήσουμε αυτή τη νέα διαίρεση καθώς επίσης και κάθε άλλο διχαστικό κύρηγμα. Θα πρέπει αντίθετα να ευνοήσουμε και να ενδυναμώσουμε τις αξίες της αλληλεγγύης και του σεβασμού της διαφορετικότητας που υποβοηθούν τη σύσφιξη των δεσμών μεταξύ των Eυρωπαίων.
Στiς χώρες που έχουν περισσότερο θιγεί απο την κρίση, οι κυβερνήσεις έχουν πάρει σκληρά και αντιλαϊκά μέτρα για το ξεπέρασμα της, εφαρμόζοντας αυστηρές πολιτικές λιτότητας. Επίσης, άρχισαν και συνεχίζουν να εισάγουν τις απαιτούμενες διαρθρωτικές αλλαγές. Άν και είναι αποδεκτό ότι οι πολιτικές λιτότητας ήσαν αναγκαίες για να αποκατασταθεί γρήγορα η κατάσταση σχετικά με το δημόσιο χρέος, πρέπει εξίσου να δεχτούμε την άποψη ότι υπάρχουν όρια σε αυτή την πολιτική τα οποία εξαντλούνται. Η λιτότητα πρέπει να εφαρμοστεί μέσα σε χρονικά όρια και με τρόπο που να αποτρέψει την ύφεση. Παράλληλα, οι ακολουθούμενες πολιτικές πρέπει να απολαμβάνουν της απαραίτητης εμπιστοσύνης της κοινωνίας, ειδάλλως καταλήγουν να παράγουν τα αντίθετα αποτελέματα. Το ευρωπαϊκό πρόταγμα διατρέχει τον κίνδυνο να βυθισθεί στον ωκεανό της λιτότητας.
Σε ορισμένες χώρες η κρίση αποκάλυψε μία σειρά απο χρόνιες και αναχρονιστικές δυσλειτουργίες του πολιτικού συστήματος, της διοίκησης, του τραπεζικού συστήματος, κλπ. Πρέπει ωστόσο να δεχτούμε ότι αυτά τα προβλήματα, τα οποία συνέβαλαν στη δημιουργία του μη βιώσιμου δημόσιου δανεισμού τα γνώριζαν σε όλες τις πρωτεύουσες, των Βρυξελλών συμπεριλαμβανομένων. Αλλά τα χρόνια της αθωότητας, δηλαδή η περίοδος της συνεχούς ευημερίας συνέβαλαν στο να υποτιμήσουμε.
TΙ ΕΥΡΩΠΗ ΧΡΕΙΑΖΟΜΑΣΤΕ;
Χρειάζεται να αποφασίσουμε επειγόντως για το τί είδους Ευρώπη θέλουμε. Προφανώς, δεν πρόκειται για μία Ευρώπη αυστηρής λιτότητας, στην οποία ο τρόπος που παίρνονται οι αποφάσεις είναι αδιαφανής και ο δημοκρατικός έλεγχος είναι ελλειπής. Αντίθετα, χρειαζόμαστε την ενίσχυση της αρχιτεκτονικής των ευρωπαϊκών θεσμών: Ισχυρότερη οικονομική ένωση, τραπεζικό και χρηματοπιστωτικό φεντεραλισμό, φορολογική ένωση βασισμένη στις αρχές της αλληλεγγύης και της υπευθυνότητας, πολιτική ένωση βασισμένη στη δημοκρατική νομιμοποίηση και τη λογοδοσία, ενίσχυση και συντονισμό των εθνικών και ευρωπαϊκών πολιτικών ολοκλήρωσης και πολιτικής για την ανάπτυξη. Χρειάζεται να ορίσουμε για ποιό λόγο έχουμε ανάγκη απο περισσότερη Ευρώπη: ειρήνη, ανταγωνιστική Ευρώπη σαν ένας πραγματικός παγκόσμιος παίκτης (οικονομικός και πολιτικός) με ένα νέο γεωπολιτικό ρόλο για την Ευρώπη συμπεριλαμβανομένης της ενέργειας, δημοκρατία, οικονομική δικαιοσύνη με ισομερή κατανομή της ανάπτυξης.
Παράλληλα, χρειαζόμαστε να αποκαταστήσουμε το αίσθημα της κοινής υπαγωγής, του να υπάρχουμε μαζί, του να μοιραζόμαστε ένα κοινό όραμα. Έχουμε ανάγκη να αποκαταστήσουμε την εμπιστοσύνη στους ευρωπαϊκούς θεσμούς και στο συλλογικό μας μέλλον, στη μοίρα που ενώνει την ΕΕ: η λήψη αποφάσεων εντοπίζεται κυρίως στις συναντήσεις κορυφής του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, όπου οι επικεφαλής των ευρωπαϊκών οργάνων έχουν ένα περιορισμένο ρόλο σε αντίθεση με τον προβεβλημένο ρόλο των εθνικών ηγετών. Το αποτέλεσμα είναι η αύξηση της αμφισβήτησης, των αμφιβολιών, του ευρωσκεπτικισμού και του αντι-ευρωπαϊσμού. Η υποστήξη του ευρωπαϊκού εγχειρήματος φθίνει. Όπως έδειξε μία τελευταία (5/2013) έρευνα του Pew Research Center το ποσοστό όσων υποστηρίζουν την οικονομική ολοκλήρωση μειώθηκε μέσα σε ένα χρόνο κατά 6% και οι θετικές γνώμες για την Ευρώπη σαν σύνολο κατά 15%. Άς θυμηθούμε όμως αυτό που συνέβη πρόσφατα. Ύστερα απο το αναπόφευκτο “κούρεμα” του δημόσιου χρέους και παρά τις διαβεβαιώσεις και τις δεσμεύσεις της ΕΕ γίναμε μάρτυρες κουρέματος των τραπεζικών καταθέσεων, πράγμα το οποίο επέτρεψε το ενεργοποίηση όλων των πιθανών σεναρίων, ακομη και αυτού της εξόδου μίας χώρας απο τη ζώνη του ευρώ. Αυτό αποτελεί μία απο τις μεγαλύτερες απειλές για το μέλλον της Ευρώπης.
Πρέπει επίσης να αντιμετωπίσουμε το ζήτημα της ισότιμης συμμετοχής και της δημοκρατίας: Η ΕΕ πρέπει να λειτουργεί πάνω στη βάση της συστατικής αρχής της αλληλεγγύης και της Κοινοτικής μεθόδου, η οποία θα πρέπει να συμπληρωθεί με διαδικασίες και μηχανισμούς που πηγάζουν απο το ομοσπονδιακό πρότυπο. Έχουν αναπτυχθεί επιχειρήματα υπέρ της διακυβερνητικής οδού ως του μόνου τρόπου λειτουργίας της ΕΕ. Ωστόσο, η διακυβερνητική προσέγγιση η οποία επικράτησε κατά τη διάρκεια της κρίσης θα συνεχίσει να εκτρέφει και να αυξάνει τις εθνικές διαφορές και τα στερεότυπα.
Απαιτείται ένα νέο Σύμφωνο εμπιστοσύνης για να κερδηθεί η πίστη των πολιτών. Έτσι θα βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα και θα αντιμετωπισθεί καλύτερα η πίεση απο την παγκοσμιοποίηση την ώρα που οι καινούργιοι ηγέτες της παγκόσμιας οικονομικής ανάπτυξης μεταφέρονται προς νοτιο-ανατολικά. Τα χαρακτηριστικά του Ευρωπαϊκού κοινωνικού κράτους που υπήρξαν το εμβληματικό στοιχείο της ΕΕ έχουν μεταβληθεί σημαντικά λόγω των δημογραφικών τάσεων και των νέων συνθηκών στον τομέα της ανταγωνιστικότητας. Αυτές οι αλλαγές οδήγησαν στο να αναδυθεί μία νέα κοινωνική ομάδα, το Πρεκαριάτο το διακριτικό γνώρισμα του οποίου είναι η προσωρινότητα. Το φαινόμενο διαδίδεται σε ολόκληρη την Ευρώπη και εκφράζεται πολιτικά απο λαϊκιστικά κόμματα τόσο δεξιά όσι και αριστερά και αντι-συστημικά κινήματα.
Το θεσμικό οικοδόμημα πρέπει να συμπληρωθεί ξεκινώντας απο μία αυθεντική Οικονομική Ένωση μαζί με την Νομισματική Ένωση. Τα μέτρα που πάρθηκαν και οι μηχανισμοί που δημιουργήθηκαν σαν απάντηση στην κρίση είναι χρήσιμα και σημαντικά αλλά προέχει η ύπαρξη ενός σχεδίου και μία ξεκάθαρα εκπεφρασμένη πολιτική βούληση για να συμπληρωθεί η ανολοκλήρωτη ΟΝΕ. Τα εμπόδια στην έναρξη ισχύος της τραπεζικής ένωσης πρέπει να αρθούν αμέσως. Η φορολογική ένωση είναι επίσης αναγκαία για να αποφευχθεί το φορολογικό ντάμπινγκ και να αποκατασταθεί η φορολογική ισοτιμία.
Χρειάζεται να ενισχύσουμε την κοινωνική και οικονομική συνοχή σεβόμενοι τους υπάρχοντες κανόνες αλλά και με ισόρροπη ανάπτυξη: η ‘‘ανοχή’’ του μή σεβασμού της Συμφωνίας για σταθερότητα και ανάπτυξη, η άνιση μεταφορά πόρων μεταξύ Νότου και Βορρά, η έλλειψη επαρκούς προϋπολογισμού της ΕΕ, οδήγησαν στη συστημική δημιουργία ελλειμμάτων και αποτελούν μία σοβαρή απειλή για την ΕΕ συνολικά και για όλα τα κράτη μέλη χωρίς εξαίρεση.
Συνοψίζοντας, τα κλειδιά για να βγεί η Ευρωπαϊκή ήπειρος απο την κρίση είναι η ανα-διοργάνωση του παραγωγικού μοντέλου των χωρών της περιφέρειας (εξίσου σε Βορρά και Νότο, Ανατολή και Δύση), ο εκσυγχρονισμός των πολιτικών συστημάτων σε ορισμένες χώρες και η πραγματοποίηση μεγάλων αλλαγών στη λειτουργία της ΕΕ και της Ευρωζώνης.
α) Κρίση χρέους και τραπεζικό σύστημα. Η άμμεση υλοποίηση της τραπεζικής ένωσης σε συνδυασμό με πολιτικές ουσιασικής οικονομικής ανάκαμψης και ένας νέος ρόλος για την Κεντρική Ευρωπαϊκή Τράπεζα και την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων.
β) Πολιτική αναδιοργάνωση της Ευρωζώνης μέσα απο ένα νέο Σύμφωνο εμπιστοσύνης.
γ) Για την ανάκαμψη των χωρών που υπέφεραν απο τις καταστροφικές συνέπειες της οικονομικής κρίσης χρειάζονται πολιτικές συνοχής και ισόρροπης ανάπτυξης. Όλες οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις πρέπει να συνοδεύονται από εξειδικευμένο πρόγραμμα δημόσιων και ιδιωτικών επενδύσεων.
Αυτή είναι η Ατζέντα για περισσότερη και καλύτερη Ευρώπη, για μία διαφορετική Ευρώπη. Η πρόκληση που έχουμε μπροστά μας είναι πώς να την διαδώσουμε στους πολίτες.
Απο τις απαρχές του το ευρωπαϊκό εγχείρημα υπήρξε δημιούργημα των πολιτικών ελίτ. Λειτούργησε απο πάνω προς τα κάτω. Τώρα, πρέπει να ανατρέψουμε αυτή τη σειρά. Οι πολίτες πρέπει να ανακτήσουν την κυριότητα της ατζέντας, οι πρωτοβουλίες πρέπει να προέλθουν απο κάτω προς τα πάνω. Ο διάλογος πρέπει να ανοίξει έξω απο τα εθνικά σύνορα για τη δημιουργία μίας ευρωπαϊκής δημόσιας σφαίρας, που να κεντρίζει το ενδιαφέρον και να προκαλεί ενθουσιασμό, να κάνει τους Ευρωπαίους να νιώσουν υπεύθυνοι για τη δικιά τους Ευρώπη. Για να δημιουργηθεί ένα κίνημα νέων ‘‘αγανακτισμένων’’ που επιδιώκουν την επιτάχυνση της διαδικασίας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Μόνο με λόγια, αλλά χωρίς πράξεις δεν θα πάμε μακρυά. Προκειμένου να συμμετάσχουν οι πολίτες στο ευρωπαϊκό σχέδιο θα πρέπει να κάνουμε συγκεκριμένες προτάσεις με βραχυπρόθεμες και μεσοπρόθεσμες εξειδικευμένες προτεραιότητες που να αποδώσουν χειροπιαστά αποτελέσματα, που να αποσκοπούν στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, την τόνωση της ανάπτυξης και τη δημιουργία απασχόλησης (ανεργία των νέων), την παρέμβαση στην εκπαίδευση (και τη σύνδεση της με την αγορά εργασίας). Ωστόσο, αν και αληθεύει ότι η πολιτική της ΕΕ χρειάζεται αναμόρφωση θα πρέπει επίσης να αναλογισθούμε όλες τις επιτυχίες της που μας κάνουν να νιώθουμε υπερήφανοι σαν Ευρωπαίοι, όπως η ελεύθερη κυκλοφορία αγαθών και υπηρεσιών, η κοινωνική προστασία, η ελεύθερη διακίνηση, ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, το κοινό νόμισμα, όλες δηλαδή τις επιτυχίες που έχουν ενσωματωθεί στην καθημερινή μας ζωή.
Οι ευρωπαϊκές εκλογές που θα διεξαχθούν τον Μάιο 2014 θα είναι οι σημαντικότερες στην ιστορία της ΕΕ. Σε αυτές τις εκλογές πολιτικοί και πολίτες πρέπει να κατανοήσουν ποιός είναι ο λόγος ύπαρξης της ΕΕ και να καταλάβουν τί σημαίνει η Ευρώπη για την καθημερινή τους ζωή. Τα μηνύματα που λαβαίνουμε απο το ευρω-βαρόμετρο (4/2013) ή απο τίς τελευταίες ευρωεκλογές δεν είναι ενθαρρυντικά. Στην Ελλάδα μόνο 50% των νέων κάτω των 30 θα πάει να ψηφίσει, γιατί όπως λένε δεν έχουν τίποτα να περιμένουν για τη ζωή τους απο την Ευρώπη. Και στην Κροατία μόνο το 20,7% συμμετείχε στίς πρόσφατες ευρωεκλογές στη χώρα αυτή.
Το αποτέλεσμα των εκλογών είναι ανοιχτό. Υπάρχει μεγάλος κίνδυνος να οδηγήσουν σε φυγόκεντρες και διαλυτικές τάσεις που γεννά η αναζωπύρωση του λαϊκισμού ή του εθνικισμού. Οι υποστηρικτές της επανεθνικοποίησης της λήψης αποφάσεων, οι ευρωσκεπτικιστές και οι αντίπαλοι της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης καιροφυλακτούν. Αυτή είναι για εμάς η πραγματική διαχωριστική γραμμή: απο τη μία πλευρά βρίσκονται οι υπερασπιστές τις ευρωπαϊκής στασιμότητας και απο την άλλη όλοι εκείνοι που μάχονται για να κρατήσουν την Ευρώπη ενωμένη και ισχυρή. Αυτό θα είναι και το δίλημμα των επόμενων ευρωπαϊκών εκλογών.
Μία χαλαρή ψήφος ή αποχή στις εκλογές του 2014 θα σημάνει λιγότερη δημοκρατική νομιμοποίηση. Επιπλέον, η ανάδειξη ενός σημανικού αριθμού βουλευτών στην ευρωβουλή του Στρασβούργου, που θα ανήκουν στους ευρωσκεπτικιστές και στους αντι-ευρωπαίους λαϊκιστές των άκρων (της αριστεράς ή της δεξιάς) θα οδηγήσουν την ευρωπαϊκή διαδικασία λήψης αποφάσεων σε αδιέξοδο και την ΕΕ σε εκ των έσω διάλυση, αφού θα είναι αδύνατο να επιτυγχάνονται συμβιβασμοί που διευκολύνουν τις αποφάσεις. Αυτό θα σημάνει και το τέλος του ευρωπαϊκού ονείρου.
Το χρέος όλων των ευρωπαϊστών στα πολιτικά κόμματα, την κοινωνία των πολιτών και τους κοινωνικούς εταίρους στον χρόνο που απομένει μέχρι τις εκλογές είναι να μεταφέρουμε αυτό το μήνυμα σε όλους τους πολίτες. Αυτός είναι ο ρόλος που αναλαμβάνουμε να φέρουμε σε πέρας σαν φιλο-ευρωπαϊκή δεξαμενή σκέψης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου