Εξαιρετικά προβληματισμένοι και απογοητευμένοι είναι οι βιομήχανοι της χώρας με την κυβέρνηση αφού η εγκληματική αδιαφορία που επιδεικνύει και οι τρομακτικές αυξήσεις στο ενεργειακό κόστος τους οδηγούν σε μαζικό χαρακίρι. Έτσι, το τελευταίο προπύργιο της ελληνικής οικονομίας είναι έτοιμο να πέσει, συμπαρασύροντας στην καταστροφή εκατοντάδες χιλιάδες οικογένειες! Μετά το «Βατερλό» εκατοντάδων χιλιάδων μικρο-μεσαίων επιχειρήσεων της χώρας, σφυροκοπείται αλύπητα ο «σκληρός πυρήνας»της οικονομίας. Γίνεται λόγος για τις μεγάλες βιομηχανικές επιχειρήσεις, οι οποίες η μία μετά την άλλη βάζουν λουκέτο εξαιτίας του ασύλληπτου ενεργειακού κόστους που είναι διπλάσιο από το μέσο όρο της Ευρώπης. Την τελευταία τετραετία χάθηκαν στη βιομηχανία 250.000 θέσεις εργασίας ενώ αυτές ακριβώς τις ημέρες επιπλέον 80 βιομήχανοι είναι «έτοιμοι να παραδώσουν τα κλειδιά των εργοστασίων τους» στον κ. Σαμαρά, Τα πνεύματα έχουν οξυνθεί τόσο πολύ μεταξύ των βιομηχάνων ώστε για πρώτη φορά κατηγορούν την κυβέρνηση ότι με την πολιτική της έχει παραδώσει την ελληνική βιομηχανία στα χέρια των Ευρωπαίων ανταγωνιστών της, με αποτέλεσμα να κινδυνεύουν να χαθούν όλες οι μέχρι σήμερα θυσίες του ελληνικού λαού.Για πρώτη φορά κορυφαίοι βιομήχανοι της χώρας μιλούν για «εθνικό έγκλημα» αφού μεγάλες παραγωγικές επιχειρήσεις χάνουν ξένες αγορές – είναι χαρακτηριστικές οι πρόσφατες απώλειες των ελληνικών επιχειρήσεων στο «μέτωπο της Βόρειας Αφρικής» - γιατί η κυβέρνηση δείχνει εγκληματική αδιαφορία. Σε μια περίοδο που οι Γερμανοί, οι Ιταλοί και οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι ενισχύουν φανερά, αλλά και κρυφά, τις βιομηχανίες τους για να αντέξει η οικονομία τους την περίοδο της κρίσης, η ελληνική κυβέρνηση και ο κ. Σαμαράς δεν κάνουν απολύτως τίποτε με αποτέλεσμα να έχουν κλείσει πολλές βιομηχανίες. Μετά την κατάρρευση των ανθηρών άλλοτε μεταποιητικών επιχειρήσεων κεραμικών και ειδών υγιεινής ακολουθούν οι βιομηχανίες λιπασμάτων.
«Έχουμε προειδοποιήσει όλους τους συναρμόδιους υπουργούς, έχουμε ενημερώσει τον ίδιο τον πρωθυπουργό για το μέγεθος της επερχόμενης καταστροφής. Φαίνεται, όμως, ότι απευθυνόμαστε σε ώτα μη ακουόντων. Οι άνθρωποι αυτοί έχουν στραμμένη την προσοχή τους μόνον σε αυτά που τους υπαγορεύει η τρόϊκα. Έτσι, όμως θα καταστραφεί ότι έχει απομείνει σε αυτόν τον τόπο και όποιες θυσίες έχει κάνει ο ελληνικός λαός, θα πάνε χαμένες » έλεγε εκπρόσωπος κορυφαίας βιομηχανικής επιχείρησης της χώρας.
Το πρόβλημα βεβαίως δεν είναι απλό ούτε αφορά το κλείσιμο κάποιων ακόμη βιομηχανικών επιχειρήσεων. Στην πραγματικότητα το γεγονός αυτό σημαίνει ότι εκρήγνυται μία βόμβα μεγατόνων στα θεμέλια της ελληνικής οικονομίας διότι οι βιομηχανίες αυτές κινούν εκατοντάδες επαγγέλματα, απασχολώντας άμεσα και έμμεσα εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενους. Πρόκειται για τις χαλυβουργίες της χώρας, τις τσιμεντοβιομηχανίες, τις χαρτοποιίες, τις υαλουργίες, τις κλωστοϋφαντουργίες, τις χημικές βιομηχανίες και δεκάδες ακόμη άλλες παραγωγικές επιχειρήσεις. Οι ζημιές που έχουν καταγραφεί στους πρόσφατους ισολογισμούς των επιχειρήσεων των ενεργοβόρων κλάδων των μη σιδηρούχων μετάλλων, του χάλυβα, των λιπασμάτων, των τσιμέντων και του χαρτιού υπολογίζονται σε εκατοντάδες εκατ. ευρώ.
Η οικονομική κρίση έχει επηρεάσει όλες τις βιομηχανίες, ιδιαίτερα, όμως, εκείνες που δραστηριοποιούνται στους κλάδους των κατασκευών και που από τη φύση τους απευθύνονται κυρίως στην εσωτερική αγορά (πχ τσιμεντοβιομηχανία, χαλυβουργία). Η εσωτερική αγορά σε αυτούς τους κλάδους έχει καταρρεύσει (οι εγχώριες πωλήσεις διαμορφώνονται κάτω από το 20% του πριν από την κρίση επιπέδου) και οι εξαγωγές αποτελούν τη μόνη διέξοδο ανάγκης για την βιωσιμότητα των επιχειρήσεων αυτών. Οι εξαγωγές όμως προϊόντων όπως ο χάλυβας και το τσιμέντο έχουν να αντιμετωπίσουν λόγω της φύσεώς τους υψηλό μεταφορικό κόστος και διεθνή ανταγωνισμό σε αγορές που αναπτύσσονται με αργούς ρυθμούς.
Ανταγωνιστικότητα όμως σημαίνει χαμηλό κόστος μεταποίησης των παραγόμενων προϊόντων, κυρίως του κόστους εργασίας και του κόστους ενέργειας. Ενώ, όμως, οι μισθοί έχουν σημαντικά μειωθεί από το 2010, αντίθετα συνεχώς αυξάνει το κόστος ενέργειας, που αποτελεί για πολλές βιομηχανίες τον κύριο παράγοντα διεθνούς ανταγωνιστικότητας.
Το κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας για τις μεσαίου μεγέθους μεταποιητικές εγκαταστάσεις που είναι συνδεδεμένες στη Μέση Τάση είναι περίπου 80% υψηλότερο από εκείνο των ανταγωνιστών μας τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Για τις μεγαλύτερες βιομηχανικές εγκαταστάσεις που είναι συνδεδεμένες στην Υψηλή Τάση δεν υπάρχουν αρκετά διαθέσιμα στοιχεία καθώς οι σχετικές διμερείς συμβάσεις μεταξύ βιομηχανιών και προμηθευτών ρεύματος είναι απόρρητες. Εκτιμάται, όμως ότι και στην Υψηλή Τάση οι διαφορές είναι σημαντικές και ότι το κόστος στη χώρα μας – ανάλογα με τον κλάδο - είναι από 30% ως 100% υψηλότερο από ορισμένους Ευρωπαίους ανταγωνιστές μας.
Η φθηνή ηλεκτρική ενέργεια, η ενέργεια που παράγεται στην Ελλάδα από το λιγνίτη και τα νερά - τις δικές της δηλαδή παραδοσιακές πηγές -, υπήρξε για δεκαετίες ισχυρό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα για τη δημιουργία και την ανάπτυξη της ελληνικής βιομηχανίας και την οικονομική ανάπτυξη γενικότερα. Άλλωστε αυτό δεν αποτελεί διεθνή πρωτοτυπία καθώς η βιομηχανία όλων των χωρών - και τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής ένωσης δεν αποτελούν εξαίρεση – εφοδιάζουν την βιομηχανία τους με χαμηλές τιμές ενέργειας από τις μονάδες βάσεις που διαθέτουν πυρηνικές, ανθρακικές, υδροηλεκτρικές, πετρελαϊκές ή φυσικού αερίου. Αυτές οι μονάδες βάσης εφοδιάζονται κυρίως από εθνικές πηγές ενέργειας και για το λόγο αυτό μπορούν να προσφέρουν διεθνώς ανταγωνιστικά τιμολόγια στην εθνική τους βιομηχανία.
Είναι προφανές ότι με την τιμολογιακή πολιτική που ακολουθείται οι μεγάλοι βιομηχανικοί καταναλωτές στην Μέση και την Υψηλή Τάση, για τους οποίους το κόστος ενέργειας, κύριος παράγοντας διεθνούς ανταγωνιστικότητας, αποτελεί το 20% ως και 50% του κόστους μεταποίησης, οδηγούνται σε αφανισμό, καθώς τα προϊόντα τους βρίσκονται σε αδυναμία να ανταγωνιστούν στις διεθνείς αγορές και διατρέχουν άμεσο κίνδυνο υποκατάστασης από εισαγωγές στην εγχώρια αγορά.
Αποτέλεσμα της πολιτικής που έχει ακολουθήσει η Πολιτεία στο φυσικό αέριο είναι να οδηγούνται στο λουκέτο ή στην καλύτερη περίπτωση σε μεταφορά της μεταποιητικής δραστηριότητάς τους σε γειτονικές χώρες, κλάδοι που βασίστηκαν στην ανάπτυξη του φυσικού αερίου στη χώρα μας: μετά την δυναμική και εξωστρεφή βιομηχανία κεραμικών και ειδών υγιεινής που λύγισε κάτω από το βάρος των τιμών του αερίου, σειρά φαίνεται να έχει και η βιομηχανία λιπασμάτων.
Αξίζει στο σημείο αυτό να υπογραμμισθεί ότι το κόστος ενέργειας απασχολεί πλέον το σύνολο της μεταποιητικής αλυσίδας και όχι μόνον κάποιες μεγάλες επιχειρήσεις. Οι θυσίες των εργαζομένων, οι μειώσεις μισθών και ωρών απασχόλησης που έχουν στόχο τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών επιχειρήσεων, κινδυνεύουν να ακυρωθούν στην πράξη από την αύξηση του κόστους της ενέργειας, οδηγώντας σε μια ανεξέλεγκτη αύξηση της ανεργίας.
Η κυβέρνηση πρέπει να αντιληφθεί την κρισιμότητα της κατάστασης στην αγορά ενέργειας και ότι η τιμολογιακή πολιτική που έχει ακολουθηθεί χρήζει άμεσης διόρθωσης και νέου σχεδιασμού. Άμεσης διόρθωσης διότι δεν υπάρχουν πλέον χρονικά περιθώρια για καθυστερήσεις και νέους σχεδιασμούς επειδή ο ενεργειακός σχεδιασμός έχει από χρόνια εγκαταλειφθεί με αποτέλεσμα να μην υπάρχει ξεκάθαρο σχέδιο και πορεία για την χώρα.
Η Ελλάδα, όπως κάνουν και τα άλλα κράτη- μέλη μπορεί και οφείλει να προσφέρει σε όλη την μεταποίηση ανταγωνιστικές τιμές ενέργειας που βασίζονται στις εθνικές της μονάδες βάσης χωρίς να τις επιβαρύνει με δυσβάστακτη φορολογία και άλλες ρυθμιζόμενες επιβαρύνσεις.
Χαμηλό κόστος ενέργειας σημαίνει ανταγωνιστικότητα, ανάπτυξη, αύξηση των εξαγωγών, και τόνωση της απασχόλησης. Η φθηνή ενέργεια είναι ο πιο διαφανής και δίκαιος τρόπος να στηρίξει μία χώρα τη βιομηχανία και την οικονομία της: χωρίς επιδοτήσεις, χωρίς φοροαπαλλαγές, με ίσους όρους ανταγωνισμού για όλους.
Οι χώρες της Ευρώπης το έχουν καταλάβει καλά και στηρίζουν τις βιομηχανίες τους εξασφαλίζοντας γι αυτές ανταγωνιστικό κόστος ενέργειας. Ήρθε η ώρα και η ελληνική κυβέρνηση να στηρίξει την εγχώρια μεταποιητική βιομηχανία και εν τέλει την ελληνική οικονομία και ον ελληνικό λαό. Εκτός κι αν έχει άλλες υποχρεώσεις...
«Έχουμε προειδοποιήσει όλους τους συναρμόδιους υπουργούς, έχουμε ενημερώσει τον ίδιο τον πρωθυπουργό για το μέγεθος της επερχόμενης καταστροφής. Φαίνεται, όμως, ότι απευθυνόμαστε σε ώτα μη ακουόντων. Οι άνθρωποι αυτοί έχουν στραμμένη την προσοχή τους μόνον σε αυτά που τους υπαγορεύει η τρόϊκα. Έτσι, όμως θα καταστραφεί ότι έχει απομείνει σε αυτόν τον τόπο και όποιες θυσίες έχει κάνει ο ελληνικός λαός, θα πάνε χαμένες » έλεγε εκπρόσωπος κορυφαίας βιομηχανικής επιχείρησης της χώρας.
Το πρόβλημα βεβαίως δεν είναι απλό ούτε αφορά το κλείσιμο κάποιων ακόμη βιομηχανικών επιχειρήσεων. Στην πραγματικότητα το γεγονός αυτό σημαίνει ότι εκρήγνυται μία βόμβα μεγατόνων στα θεμέλια της ελληνικής οικονομίας διότι οι βιομηχανίες αυτές κινούν εκατοντάδες επαγγέλματα, απασχολώντας άμεσα και έμμεσα εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενους. Πρόκειται για τις χαλυβουργίες της χώρας, τις τσιμεντοβιομηχανίες, τις χαρτοποιίες, τις υαλουργίες, τις κλωστοϋφαντουργίες, τις χημικές βιομηχανίες και δεκάδες ακόμη άλλες παραγωγικές επιχειρήσεις. Οι ζημιές που έχουν καταγραφεί στους πρόσφατους ισολογισμούς των επιχειρήσεων των ενεργοβόρων κλάδων των μη σιδηρούχων μετάλλων, του χάλυβα, των λιπασμάτων, των τσιμέντων και του χαρτιού υπολογίζονται σε εκατοντάδες εκατ. ευρώ.
Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή
Μετά από τέσσερα χρόνια βαθειάς οικονομικής κρίσης και μείωσης της ζήτησης για βιομηχανικά προϊόντα, η ελληνική μεταποιητική βιομηχανία έχει συρρικνωθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό με σοβαρότατες συνέπειες τη μείωση των φορολογικών εσόδων και ασφαλιστικών εισφορών, την αύξηση της ανεργίας, τη μείωση του ΑΕΠ.Η οικονομική κρίση έχει επηρεάσει όλες τις βιομηχανίες, ιδιαίτερα, όμως, εκείνες που δραστηριοποιούνται στους κλάδους των κατασκευών και που από τη φύση τους απευθύνονται κυρίως στην εσωτερική αγορά (πχ τσιμεντοβιομηχανία, χαλυβουργία). Η εσωτερική αγορά σε αυτούς τους κλάδους έχει καταρρεύσει (οι εγχώριες πωλήσεις διαμορφώνονται κάτω από το 20% του πριν από την κρίση επιπέδου) και οι εξαγωγές αποτελούν τη μόνη διέξοδο ανάγκης για την βιωσιμότητα των επιχειρήσεων αυτών. Οι εξαγωγές όμως προϊόντων όπως ο χάλυβας και το τσιμέντο έχουν να αντιμετωπίσουν λόγω της φύσεώς τους υψηλό μεταφορικό κόστος και διεθνή ανταγωνισμό σε αγορές που αναπτύσσονται με αργούς ρυθμούς.
Ανταγωνιστικότητα όμως σημαίνει χαμηλό κόστος μεταποίησης των παραγόμενων προϊόντων, κυρίως του κόστους εργασίας και του κόστους ενέργειας. Ενώ, όμως, οι μισθοί έχουν σημαντικά μειωθεί από το 2010, αντίθετα συνεχώς αυξάνει το κόστος ενέργειας, που αποτελεί για πολλές βιομηχανίες τον κύριο παράγοντα διεθνούς ανταγωνιστικότητας.
Το κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας για τις μεσαίου μεγέθους μεταποιητικές εγκαταστάσεις που είναι συνδεδεμένες στη Μέση Τάση είναι περίπου 80% υψηλότερο από εκείνο των ανταγωνιστών μας τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Για τις μεγαλύτερες βιομηχανικές εγκαταστάσεις που είναι συνδεδεμένες στην Υψηλή Τάση δεν υπάρχουν αρκετά διαθέσιμα στοιχεία καθώς οι σχετικές διμερείς συμβάσεις μεταξύ βιομηχανιών και προμηθευτών ρεύματος είναι απόρρητες. Εκτιμάται, όμως ότι και στην Υψηλή Τάση οι διαφορές είναι σημαντικές και ότι το κόστος στη χώρα μας – ανάλογα με τον κλάδο - είναι από 30% ως 100% υψηλότερο από ορισμένους Ευρωπαίους ανταγωνιστές μας.
Η φθηνή ηλεκτρική ενέργεια, η ενέργεια που παράγεται στην Ελλάδα από το λιγνίτη και τα νερά - τις δικές της δηλαδή παραδοσιακές πηγές -, υπήρξε για δεκαετίες ισχυρό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα για τη δημιουργία και την ανάπτυξη της ελληνικής βιομηχανίας και την οικονομική ανάπτυξη γενικότερα. Άλλωστε αυτό δεν αποτελεί διεθνή πρωτοτυπία καθώς η βιομηχανία όλων των χωρών - και τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής ένωσης δεν αποτελούν εξαίρεση – εφοδιάζουν την βιομηχανία τους με χαμηλές τιμές ενέργειας από τις μονάδες βάσεις που διαθέτουν πυρηνικές, ανθρακικές, υδροηλεκτρικές, πετρελαϊκές ή φυσικού αερίου. Αυτές οι μονάδες βάσης εφοδιάζονται κυρίως από εθνικές πηγές ενέργειας και για το λόγο αυτό μπορούν να προσφέρουν διεθνώς ανταγωνιστικά τιμολόγια στην εθνική τους βιομηχανία.
65% - 100% πάνω το κόστος του ρεύματος
Την τελευταία δεκαετία το κόστος του ρεύματος έχει αυξηθεί για την βιομηχανία στην χώρα μας κατά 65% στην Υψηλή Τάση και κατά 100% στην Μέση Τάση λόγω τιμολογιακών αυξήσεων αλλά και ρυθμιστικών επιβαρύνσεων (Ειδικός Φόρος Κατανάλωσης, ΥΚΩ, ΑΠΕ/ΕΤΜΕΑΡ), αυξήσεις που δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να δικαιολογηθούν από την αύξηση του κόστους παραγωγής από τις εθνικές μονάδες βάσης, τους λιγνίτες και νερά. Αντίθετα υπάρχει περιθώριο τα τιμολόγια αυτά να μειωθούν εφόσον λειτουργήσουν πιο αποδοτικά τα λιγνιτωρυχεία και οι λιγνιτικοί σταθμοί, όπως προκύπτει και από την μελέτη που η ΔΕΗ ανέθεσε στη Booz Allen Hamilton και αρθούν οι στρεβλώσεις της αγοράς.Είναι προφανές ότι με την τιμολογιακή πολιτική που ακολουθείται οι μεγάλοι βιομηχανικοί καταναλωτές στην Μέση και την Υψηλή Τάση, για τους οποίους το κόστος ενέργειας, κύριος παράγοντας διεθνούς ανταγωνιστικότητας, αποτελεί το 20% ως και 50% του κόστους μεταποίησης, οδηγούνται σε αφανισμό, καθώς τα προϊόντα τους βρίσκονται σε αδυναμία να ανταγωνιστούν στις διεθνείς αγορές και διατρέχουν άμεσο κίνδυνο υποκατάστασης από εισαγωγές στην εγχώρια αγορά.
Διπλάσια η τιμή του φυσικού αερίου στην Ελλάδα
Στο φυσικό αέριο τα πράγματα δεν είναι καλύτερα για την μεταποίηση. Το φυσικό αέριο είναι στη χώρα μας το ακριβότερο στην ευρωπαϊκή Ένωση. Οι τιμές του φυσικού αερίου (προ φόρων) είναι διπλάσιες από τους κύριους ανταγωνιστές μας και 40% ψηλότερες από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης που έχει επιβάλλει η χώρα μας (10πλάσιοι από το ελάχιστο που προβλέπει η σχετική ευρωπαϊκή οδηγία) είναι οι υψηλότεροι που πληρώνει η ευρωπαϊκή βιομηχανία και επιβαρύνουν κατά 15%-20% το ήδη υψηλότατο κόστος του φυσικού αερίου.Αποτέλεσμα της πολιτικής που έχει ακολουθήσει η Πολιτεία στο φυσικό αέριο είναι να οδηγούνται στο λουκέτο ή στην καλύτερη περίπτωση σε μεταφορά της μεταποιητικής δραστηριότητάς τους σε γειτονικές χώρες, κλάδοι που βασίστηκαν στην ανάπτυξη του φυσικού αερίου στη χώρα μας: μετά την δυναμική και εξωστρεφή βιομηχανία κεραμικών και ειδών υγιεινής που λύγισε κάτω από το βάρος των τιμών του αερίου, σειρά φαίνεται να έχει και η βιομηχανία λιπασμάτων.
Αξίζει στο σημείο αυτό να υπογραμμισθεί ότι το κόστος ενέργειας απασχολεί πλέον το σύνολο της μεταποιητικής αλυσίδας και όχι μόνον κάποιες μεγάλες επιχειρήσεις. Οι θυσίες των εργαζομένων, οι μειώσεις μισθών και ωρών απασχόλησης που έχουν στόχο τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών επιχειρήσεων, κινδυνεύουν να ακυρωθούν στην πράξη από την αύξηση του κόστους της ενέργειας, οδηγώντας σε μια ανεξέλεγκτη αύξηση της ανεργίας.
Η κυβέρνηση πρέπει να αντιληφθεί την κρισιμότητα της κατάστασης στην αγορά ενέργειας και ότι η τιμολογιακή πολιτική που έχει ακολουθηθεί χρήζει άμεσης διόρθωσης και νέου σχεδιασμού. Άμεσης διόρθωσης διότι δεν υπάρχουν πλέον χρονικά περιθώρια για καθυστερήσεις και νέους σχεδιασμούς επειδή ο ενεργειακός σχεδιασμός έχει από χρόνια εγκαταλειφθεί με αποτέλεσμα να μην υπάρχει ξεκάθαρο σχέδιο και πορεία για την χώρα.
Η Ελλάδα, όπως κάνουν και τα άλλα κράτη- μέλη μπορεί και οφείλει να προσφέρει σε όλη την μεταποίηση ανταγωνιστικές τιμές ενέργειας που βασίζονται στις εθνικές της μονάδες βάσης χωρίς να τις επιβαρύνει με δυσβάστακτη φορολογία και άλλες ρυθμιζόμενες επιβαρύνσεις.
Χαμηλό κόστος ενέργειας σημαίνει ανταγωνιστικότητα, ανάπτυξη, αύξηση των εξαγωγών, και τόνωση της απασχόλησης. Η φθηνή ενέργεια είναι ο πιο διαφανής και δίκαιος τρόπος να στηρίξει μία χώρα τη βιομηχανία και την οικονομία της: χωρίς επιδοτήσεις, χωρίς φοροαπαλλαγές, με ίσους όρους ανταγωνισμού για όλους.
Οι χώρες της Ευρώπης το έχουν καταλάβει καλά και στηρίζουν τις βιομηχανίες τους εξασφαλίζοντας γι αυτές ανταγωνιστικό κόστος ενέργειας. Ήρθε η ώρα και η ελληνική κυβέρνηση να στηρίξει την εγχώρια μεταποιητική βιομηχανία και εν τέλει την ελληνική οικονομία και ον ελληνικό λαό. Εκτός κι αν έχει άλλες υποχρεώσεις...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου