Του Νεκτάριου Δαπέργολα
Διδάκτορα Βυζαντινής Ιστορίας του Α.Π.Θ.Πλησιάζει και πάλι η επέτειος μιας ημέρας κατά την οποία κλείνει με τον πλέον τραγικό τρόπο το πιο θεμελιώδες ίσως κεφάλαιο της Ιστορίας μας. Μία εκπληκτική περίοδος 11 αιώνων, κατά την οποία ο παρηκμασμένος Ελληνισμός της Ύστερης Αρχαιότητας αποκτά νέα πνοή, αναδιαμορφώνεται, αναβαπτίζεται μέσα στην ορθόδοξη καινή κτίση, αναβαπτίζοντας ταυτόχρονα και ωθώντας σε πρωτόγνωρα ύψη και τη σοφία των προγόνων του. Όλα αυτά μέσα σε μια Αυτοκρατορία, που ξεκινά τον 4ο αι. ως απλή συνέχεια της Ρώμης και 4 αιώνες αργότερα είναι πια ένα κράτος εξολοκλήρου ελληνικό.
Ο λόγος για την αποκαλούμενη «Βυζαντινή Αυτοκρατορία». Και θα διευκρινίσω εξαρχής ότι αυτός ο όρος δεν έχει φυσικά καμία σχέση με την ιστορική πραγματικότητα, αλλά αποτελεί επιστημονικό νεολογισμό, που εμφανίστηκε με προφανώς υποτιμητικό πρόσημο
τον 18ο αι. στη Γερμανία και καθιερώθηκε έκτοτε διεθνώς, ως διακριτικός της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, έναντι κυρίως του κράτους του Καρλομάγνου που σφετερίστηκε την πολιτική κληρονομιά της Ρώμης. Οι κάτοικοι όμως της Αυτοκρατορίας ποτέ δεν ονόμασαν τους εαυτούς τους Βυζαντινούς. Μέχρι το τέλος αυτοαποκαλούνταν Ρωμαίοι – και τελικά επί το λαϊκότερον Ρωμηοί – ενώ το κράτος τους το αποκαλούσαν Βασιλεία των Ρωμαίων ή Ρωμανία. Επειδή όμως ο όρος δυστυχώς χρησιμοποιείται ακόμη κατά κόρον, θα μου επιτρέψετε κατά παραχώρησιν να τον χρησιμοποιήσω κι εγώ σήμερα κάποιες φορές – μόνο και μόνο για να αποφύγουμε κάποιες ασυνεννοησίες.
Το κράτος λοιπόν αυτό, το λεγόμενο βυζαντινό, δεν είναι τυπικά παρά η συνέχεια του ρωμαϊκού. Η επιλογή ωστόσο του Μεγάλου Κωνσταντίνου να χτίσει μια νέα πρωτεύουσα και να φύγει από τη Ρώμη, ισοδυναμεί με κάτι πολύ σπουδαιότερο από μία απλή αλλαγή έδρας. Η εγκατάλειψη της πανάρχαιης πόλης, της τόσο βαθιά συνδεδεμένης με την ειδωλολατρία και τόσο ανεπανόρθωτα βυθισμένης στη διαφθορά, δείχνει την απόφαση του μεγάλου αυτού αυτοκράτορα να ξεκινήσει πάλι από την αρχή τον κύκλο ζωής της αυτοκρατορίας. Και η επιλογή ενός γεωγραφικού χώρου, όπου κυριαρχούσαν ο ελληνικός πολιτισμός και η χριστιανική πίστη, δείχνει βεβαίως και τις νέες υγιείς δυνάμεις στις οποίες σκόπευε να βασιστεί. Παρότι λοιπόν τίποτε ιδιαίτερο δεν δείχνει αρχικά να αλλάζει και το κράτος παραμένει επίσημα λατινικό, ήδη από μόνη της η αλλαγή της πρωτεύουσας δρομολογεί τη διαδικασία του εξελληνισμού του. Στους επόμενους αιώνες αυτό γίνεται όλο και πιο σαφές, σε μια περίοδο πάντως γεμάτη μεγάλες περιπέτειες, που συχνά απειλούν την ίδια την ύπαρξή του. Παρά τις εξωτερικές όμως δοκιμασίες που γνωρίζει από ισχυρούς εχθρούς, όπως οι Ούννοι, οι Άβαροι, οι Πέρσες, οι Άραβες, οι Βούλγαροι, και ακόμη παρά τις εσωτερικές δοκιμασίες που τη συγκλονίζουν, με αποκορύφωμα την Εικονομαχία, η Αυτοκρατορία επιβιώνει, ανθίσταται και με μια συνεχή ανοδική πορεία φτάνει τον 10ο αι. στο απόγειο της ακμής της. Στα χρόνια του κορυφαίου της αυτοκράτορα, του Βασιλείου του Β΄, είναι η ισχυρότερη αυτοκρατορία πάνω στη Γη. Η ισχυρότερη οικονομικά και στρατιωτικά, αλλά και η πιο προηγμένη πολιτιστικά, με μία εκπληκτική άνθηση των επιστημών, των τεχνών και των γραμμάτων.
Σύντομα όμως αρχίζει η παρακμή. Μετά τον θάνατο του Βασιλείου το έτος 1025, ανεβαίνει στον θρόνο μια σειρά ανίκανων αυτοκρατόρων, που δεν αντιλαμβάνονται τον κίνδυνο από την εμφάνιση νέων εχθρών, όπως οι Τούρκοι. Κυρίως όμως δεν ενδιαφέρονται να περιορίσουν τους μεγάλους γαιοκτήμονες, που απορροφούν έτσι τη μικρή γεωκτησία. Η εξαφάνιση των ελεύθερων αγροτών, που ήταν η βάση του στρατού, έχει ως βαρύτατη συνέπεια την αμυντική εξασθένηση της Αυτοκρατορίας, αλλά επιφέρει πλήγμα και στην οικονομία, που κατά κύριο λόγο ήταν αγροτική.
Μετά από μία τελευταία αναλαμπή υπό τη Δυναστεία των Κομνηνών, η βαθιά οικονομική και στρατιωτική κρίση είναι πλέον έκδηλη και επισφραγίζεται με την Άλωση της Πόλης από τους Σταυροφόρους το 1204. Ένα συντριπτικό πλήγμα, από το οποίο δεν θα ανακάμψει ποτέ όχι μόνο η φρικωδώς λεηλατημένη πρωτεύουσα, αλλά και ολόκληρη η Αυτοκρατορία. Οι Σταυροφόροι στη συνέχεια τη διαμελίζουν, ενώ ο Ελληνισμός διασώζεται στα 3 ελληνικά κράτη της Ηπείρου, της Τραπεζούντας και της Νίκαιας, η οποία αποτελεί και την αυθεντική διάδοχη κατάσταση του Βυζαντίου, καθώς εκεί καταφεύγουν ο αυτοκράτορας και ο πατριάρχης. Στα επόμενα χρόνια βέβαια η Νίκαια αναπτύσσεται και τελικά, το 1261, κατορθώνει να ανακαταλάβει την Κωνσταντινούπολη. Η παλιά αίγλη όμως έχει πια οριστικά χαθεί.
Αυτή η τελευταία περίοδος, ως το 1453, είναι μία εποχή τεράστιας κρίσης. Το κράτος της Νίκαιας με την περιορισμένη του έκταση είχε κατορθώσει, βασισμένο στους επαρχιακούς πληθυσμούς, να αναπτυχθεί και να ακμάσει. Η μεταφορά όμως πλέον του κέντρου βάρους και πάλι στην Κωνσταντινούπολη και η ανακατάληψη του ελλαδικού χώρου, γέμισε το κράτος με νέες ευθύνες και τυπικά το επιφόρτισε ξανά με τον παλαιό του κοσμοκρατορικό ρόλο, στον οποίο όμως ουσιαστικά δεν μπορούσε πια να ανταποκριθεί. Έτσι, μετά τα τέλη του 13ου αι. η παρακμή είναι πλέον ραγδαία. Αυτό συμπίπτει με την εμφάνιση και την άνοδο των Οθωμανών, που έσπευσαν βεβαίως να εκμεταλλευτούν αυτή την παρακμή.
Οι Οθωμανοί ήταν μία τουρκική ορδή, που γύρω στο 1300, ίδρυσε ένα νέο ισχυρό κράτος, με πρωτεύουσα την Προύσα. Αφού κατέλαβαν τα τελευταία βυζαντινά εδάφη στη Μ.Ασία, μετά το 1350 πέρασαν στην Ευρώπη και σύντομα ολόκληρη σχεδόν η παλαιά Αυτοκρατορία βρισκόταν πλέον στα χέρια τους. Στην κυριαρχία του άλλοτε πανίσχυρου κράτους απέμενε πια μόνο η Πελοπόννησος και η ίδια η Βασιλεύουσα, που όμως ήταν εδαφικά κυκλωμένη από τα τουρκικά στίφη και η πτώση της ήταν πλέον θέμα χρόνου.
Το τέλος ήρθε, όταν στον θρόνο του σουλτανάτου ανέβηκε ο νεαρός Μωάμεθ Β’. Ο στρατός του αποτελούνταν από 200.000 στρατιώτες, από αναρίθμητα ακόμη στίφη ατάκτων, αλλά κι από ένα οργανωμένο πυροβολικό με γιγάντια ορειχάλκινα κανόνια. Η Κωνσταντινούπολη αντίθετα, δεν ήταν πλέον παρά μία άθλια σκιά του ένδοξου παρελθόντος της. Η άλλοτε μυθική πόλη, που στην ακμή της συγκέντρωνε τον απίστευτο για τα τότε δεδομένα πληθυσμό 1.000.000 ανθρώπων, δεν είχε συνέλθει ποτέ από το μανιασμένο πέρασμα των Σταυροφόρων. Γεμάτη ερείπια και τεράστιες εκτάσεις εντελώς ακατοίκητες πλέον, το 1453 κατοικούνταν από μόλις 50.000 ψυχές. Κι ανάμεσά τους μόνο οι 5.000 ήταν στρατιώτες, ενώ υπήρχαν ακόμη και 2.000 Γενουάτες και Βενετοί. Τα μεγέθη λοιπόν ήταν εντελώς άνισα. Και ούτε και τα περίφημα τείχη της μπορούσαν πια να τη σώσουν, γιατί αυτά ήταν παλιά και ανίκανα να αντισταθούν για πολύ στα τεράστια βλήματα των τουρκικών κανονιών. Επιπλέον, είχαν μήκος πάνω από 22 χλμ και ήταν φανερό πως σε μια πολυμέτωπη τουρκική επίθεση, οι ελάχιστοι μάχιμοι άνδρες δεν θα μπορούσαν να τα υπερασπιστούν.
Δεν θα αναφερθώ στα γεγονότα της μεγάλης πολιορκίας, νομίζω πως λίγο-πολύ σας είναι γνωστά. Θα μου επιτρέψετε μόνο να σταθώ σε δύο επιμέρους περιστατικά, αποτίοντας φόρο τιμής στη μεγάλη τραγική μας επέτειο. Το πρώτο έλαβε χώρα την 21η Μαΐου. Είχαν ήδη κυλήσει 50 μέρες πολιορκίας και όλα ήταν δυσοίωνα. Μες στην πόλη ήταν πλέον ιδιαίτερα αισθητή η έλλειψη τροφίμων, οι πολεμιστές είχαν κουραστεί από τις εχθρικές επιθέσεις, ενώ ο συνεχής επί εβδομάδες βομβαρδισμός εξάντλησε εντελώς και τον υπόλοιπο πληθυσμό, καθώς άντρες, γυναίκες, παιδιά, ιερείς και μοναχοί προσπαθούσαν να αποκαταστήσουν τις πολυάριθμες ρωγμές του τείχους. Τότε ο σουλτάνος έστειλε πρέσβη, ζητώντας την παράδοση της πόλης με την υπόσχεση να επιτρέψει στον Αυτοκράτορα και σε όσους το επιθυμούσαν να φύγουν με τα υπάρχοντά τους. Η απάντηση όμως του Κωνσταντίνου ήταν συγκλονιστικά μεγαλειώδης. «Ούτε σε μένα, ούτε σε κανέναν άλλον από τους κατοίκους της Πόλης, δεν ανήκει το δικαίωμα να σου τη δώσουμε. Κοινή μας απόφαση είναι με τη θέλησή μας να πεθάνουμε όλοι και να μη λογαριάσουμε τη ζωή μας». «Κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου φεισόμεθα της ζωής ημών».
Ποια είναι άραγε αυτή η δύναμη που ωθεί τον καταδικασμένο αυτοκράτορα να επιλέξει συνειδητά τη θυσία, ενώ του δίνεται η ευκαιρία να σώσει τη ζωή και την περιουσία του; Νομίζω ότι πολύ απλά, εκείνη τη δραματική στιγμή ο Παλαιολόγος κουβαλάει στις πλάτες του 25 ολόκληρους αιώνες. Κουβαλάει στις πλάτες του έναν ολόκληρο λαό που ποτέ του δεν ανέχτηκε να ζήσει σκλαβωμένος, τον ίδιο λαό που κάποτε δεν έδωσε γη και ύδωρ στους Πέρσες, τον ίδιο λαό που πολλούς αιώνες μετά κραύγασε: «Ελευθερία ή Θάνατος». Δεν είναι τελικά η ίδια απάντηση που έδωσε ο Λεωνίδας στον Ξέρξη, οι Σουλιώτισσες στο Ζάλογγο, ο Παπαφλέσσας στο Μανιάκι, ο μητροπολίτης Χρυσόστομος στη Σμύρνη, ο Γρηγόρης Αυξεντίου στους Άγγλους ή ακόμη και ο Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος στους Γερμανούς κατακτητές; Είναι αυτό ακριβώς. Η ίδια γελοία και ανισόρροπη απόφαση, για τα δεδομένα ενός σημερινού ορθολογιστή, που θα αδυνατούσε φυσικά να καταλάβει ότι είναι φορές που τελικά μπορείς να ζήσεις, μονάχα πεθαίνοντας. Να ζήσεις, θανάτω θάνατον πατήσας. Η ίδια παλαβή απόφαση ενός δια τον Χριστόν και δια το Έθνος σαλού, που και τίποτε άλλο να μη γνωρίζαμε από τη Βυζαντινή Ιστορία, θα ήταν από μόνη της αρκετή για να τεκμηριώσει πως αυτός ο λαός του Λεωνίδα, του Αλέξανδρου, του Μακρυγιάννη και του Πλαστήρα, ο ίδιος ουσιαστικά λαός ήταν εκεί και το 1453. Ο ίδιος και όχι άλλος.
Το δεύτερο σημείο που θα σταθώ είναι ο επίλογος της ομιλίας που έβγαλε ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, στις 28 Μαΐου, μέσα στην Αγία Σοφία. Ο αυτοκράτορας, αφού προέτρεψε τον λαό να αντισταθεί με αυταπάρνηση, είπε: «Εάν ειλικρινά το πράξετε, ελπίζω ότι, με τη βοήθεια του Θεού, θα αποφύγουμε τη δίκαιη τιμωρία Του, που κρέμεται από πάνω μας».
Και αυτή η φράση του Κωνσταντίνου κατά κάποιον τρόπο συνοψίζει – θα τολμούσα να πω – όλη την προγενέστερη ιστορία της βυζαντινής κοινωνίας. Μιας κοινωνίας, που παρά τα ελαττώματά της, είχε ένα κεντρικό χαρακτηριστικό, που το κληροδότησε και στον μετέπειτα Ελληνισμό της Τουρκοκρατίας – και αυτό ήταν που θα τον κρατούσε ζωντανό μέσα στο σκοτάδι της σκλαβιάς. Ήταν μία κοινωνία θεοφοβούμενη, που είχε μέσα της κάτι πολύ σπουδαίο: την επίγνωση της αμαρτωλότητάς της. Το στοιχείο δηλαδή που είχαμε επί αιώνες, αλλά πλέον σήμερα, μέσα στη σκοτοδίνη του δήθεν εκσυγχρονισμού, έχει σχεδόν εκλείψει. Ο βυζαντινός πολίτης, είτε ήταν φωτισμένος άνθρωπος, είτε απλός άνθρωπος του λαού μ’ όλες τις προλήψεις του, είτε ακόμη και κάποιος που είχε διαπράξει εγκλήματα, είχε στις περισσότερες των περιπτώσεων ένα μεγάλο δώρο: είχε έλεγχο συνείδησης. Και αυτός ο έλεγχος ήταν που τον ωθούσε να γίνεται καλύτερος – ή τουλάχιστον να μη γίνεται χειρότερος. Που τον ωθούσε να φτάνει σε ύψη πνευματικά ή να μετανοεί και να αγωνίζεται ή έστω να μη γίνεται ένα ον απολύτως αποκτηνωμένο. Προσωπικά, είμαι βέβαιος ότι, όσα εγκλήματα κι αν διεπράχθησαν σ’ αυτό το τόσο παρεξηγημένο Βυζάντιο, η κοινωνία του απείχε έτη φωτός από τη σημερινή απόλυτη αποκτήνωση, από τον απολύτως ζοφερό μεσαίωνα του 20ού και 21ου αι. Από μια κοινωνία που υποτίθεται πως έγινε ανθρωποκεντρική και εν ονόματι της ανθρώπινης αξίας, διέπραξε τους πιο φριχτούς πολέμους και τις πιο αποτρόπαιες γενοκτονίες. Από μια κοινωνία που υποτίθεται πως αποθέωσε την πρόοδο και τη λογική και πριν αλέκτωρ λαλήση, παραδόθηκε εκουσίως στις σέχτες, τους αστρολόγους και τους αποκρυφιστές. Από μια κοινωνία υλιστικών ονειρώξεων, που καθαίρεσε τον Θεό ως σκοταδιστική πλάνη και στη θέση του κατασκεύασε αναρίθμητα χρυσά μοσχάρια, που τα προσκυνάει ευλαβικά, λέγοντας: «Αυτοί είναι οι θεοί σου, που σε έβγαλαν από την Αίγυπτο»…
Στο παρεξηγημένο Βυζάντιο δεν υπάρχει φυσικά τίποτε από αυτά. Εκεί, όπως είπα, υπάρχει μία κοινωνία με τις πολλές βεβαίως αδυναμίες της, που όμως αγωνίζεται, έχει επίγνωση της ανεπάρκειας και της αμαρτωλότητάς της. Με λίγα λόγια, έχει ταπείνωση. Κι αυτή η ταπείνωση είναι εξαιρετικά ορατή κατά τους τελευταίους αιώνες, οπότε η σταδιακή κατάρρευση του κράτους διογκώνει την αίσθηση ότι το τέλος έρχεται – και έρχεται εξαιτίας του πλήθους των αμαρτιών. Μέχρι και το βλέμμα του Χριστού αλλάζει στις τοιχογραφίες της Ύστερης Παλαιολόγειας Περιόδου, γίνεται θλιμμένο και αυστηρό, δεν είναι πια ο γελαστός Χριστός με τα χαρούμενα ενδυματολογικά χρώματα του 10ου αι. Πολύ πριν έρθει το τέλος, το Γένος έχει πια ουσιαστικά συμφιλιωθεί μαζί του. Ξέρει πως κάποια στιγμή θα έρθει, ως θεία οργή και ως θεία δοκιμασία. Η ίδια όμως αίσθηση έχει ταυτόχρονα μέσα της εγγενώς συνυφασμένη και την ελπίδα. Μετά τον Σταυρό, υπάρχει πάντα η Ανάσταση. Όταν περάσει η δοκιμασία, εξαιτίας των αμαρτιών μας, θα βγει πάλι ο ήλιος. Γι’ αυτό και το Γένος μετά το 1453 δεν πρόκειται ν’ απελπιστεί ποτέ. Πριν καλά-καλά πέσει η Βασιλεύουσα, αυτό ήδη πλέον πιστεύει στην Ανάσταση. Και είναι ήδη πλέον έτοιμο να πράξει το απολύτως συγκλονιστικό: να αναχθεί πέρα ακόμη κι από τη σφαίρα της δέησης, πέρα ακόμη κι από το «Υπεραγία Θεοτόκε σώσον ημάς». Είναι έτοιμο να παρηγορήσει το ίδιο την Παναγιά, να της ζητήσει να μην κλαίει, γιατί «πάλι με χρόνους, με καιρούς, πάλι δικά μας θα ’ναι». Έχει άραγε κάτι να μας διδάξει το μεγαλείο αυτού του λαού, που σε λίγο η περιουσία, η τιμή και η ίδια η ζωή του, δεν θα ανήκε πια στον ίδιο, αλλά στις παρανοϊκές διαθέσεις ενός αλλόθρησκου και βάρβαρου κατακτητή; Έχει άραγε να διδάξει κάτι, σε μας τους σημερινούς επιγόνους του, που έχουμε το θράσος να απελπιζόμαστε, λόγω της οικονομικής κρίσης, να καταγράφουμε ρεκόρ στις αυτοκτονίες, να μας κυριεύει ο πανικός και η κατάθλιψη; Πού είναι το θάρρος μας, πού είναι η πίστη κι η ελπίδα μας;
Ας ξαναγυρίσουμε όμως και πάλι σ’ εκείνη την αποφράδα Τρίτη. Τα χαράματα της 29ης Μαΐου, γύρω στις 2 το πρωί, εκδηλώθηκε η γενική τουρκική επίθεση, από 3 πλευρές συγχρόνως. Οι υπερασπιστές της Πόλης πολέμησαν για μια ακόμη φορά ηρωικά, δεν μπόρεσαν όμως να αντέξουν άλλο. Κι έτσι γράφτηκε ο τραγικός, αλλά και μεγαλειώδης επίλογος: επί 2 ολόκληρους μήνες, 7.000 στρατιώτες και μερικές εκατοντάδες αμάχων, αμύνθηκαν ηρωικά απέναντι στις λυσσαλέες επιθέσεις εκατοντάδων χιλιάδων εχθρών. Και τελικά έπεσαν όλοι τους, μέχρις ενός. Έπεσαν, γνωρίζοντας κατά βάθος ότι θα πέσουν. Γι’ αυτό τιμούμε τη σεπτή τους μνήμη και την ανάμνηση της θυσίας τους. «Τιμή σ’ εκείνους που στην ζωή τους όρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες» έγραψε κάποτε ο μέγας Καβάφης. «Και περισσότερη τιμή τούς πρέπει, όταν προβλέπουν πως οι Μήδοι επί τέλους θα διαβούνε».
Και φυσικά οι Μήδοι πράγματι διαβήκαν. Μετά τον θάνατο του Κωνσταντίνου, οι Τούρκοι όρμησαν μέσα στην πόλη, αρχίζοντας σφαγές και λεηλασίες, που κράτησαν 3 μερόνυχτα. Ο άμαχος πληθυσμός κατασφάχτηκε, οι εκκλησίες λαφυραγωγήθηκαν και βεβηλώθηκαν, οι ιδιωτικές περιουσίες έγιναν αντικείμενο αρπαγής. Έτσι, η Βασιλίδα των Πόλεων, το κλέος και το καύχημα των Ρωμαίων, λεηλατήθηκε μανιασμένα και ερημώθηκε ολοσχερώς. Και η Ορθόδοξη Αυτοκρατορία τους, η Ρωμανία, έπεσε και έπαψε πια να υπάρχει. Στη θέση της ιδρύθηκε η Οθωμανική, που λίγο αργότερα υπέταξε και τις υπόλοιπες ελληνικές περιοχές που είχαν μείνει ελεύθερες, την Πελοπόννησο και το 1461 το έσχατο ελληνικό προπύργιο, την Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας. Η πτώση του Ελληνισμού στη χειρότερη και πιο βίαιη σκλαβιά της Ιστορίας του ήταν πλέον ολοκληρωτική.
Και βέβαια αποτελεί εξίσου θλιβερή διαπίστωση ότι αυτή η σκλαβιά κόβει τα φτερά του Ελληνισμού πάνω στη νέα του μεγάλη άνθηση. Γιατί είναι πραγματικά εντυπωσιακό το ότι όσο η Ρωμανία πολιτικά καταρρέει μετά τον 12ο αι., αυτή η κατάρρευση δεν επεκτείνεται και στον πνευματικό τομέα, όπου αντίθετα σημειώνεται μεγάλη ακμή σε όλους τους τομείς (τέχνη, γράμματα, μουσική) καθ’ όλη τη διάρκεια της λεγόμενης Παλαιολόγειας Περιόδου. Γιατί μιλάμε για έναν Ελληνισμό, που παρέμενε πάντα ζωντανός και εύρωστος – και μπορούσε πνευματικά να μεγαλουργεί, παρά τα πολιτικά και οικονομικά προβλήματα του κράτους. Άλλη μια απόδειξη λοιπόν του πόσο καταστροφική υπήρξε η τουρκική κατάκτηση, που ανέκοψε βίαια όλη αυτήν την αναγεννητική του πορεία και τον έριξε για πολλούς αιώνες στο πιο βάρβαρο και βαθύ σκοτάδι.
Μετά απ’ όλες αυτές πάντως τις ιστορικές αναφορές, θα μου επιτρέψετε να καταθέσω και κάποιες ακόμη σκέψεις μου. Αισθάνομαι ειλικρινά αυτήν την ανάγκη, επειδή πολλές ανέφερα τη λέξη «Ελληνισμός» και μίλησα και για το Βυζάντιο ως ελληνική αυτοκρατορία. Για να μην υπάρξουν ωστόσο παρανοήσεις, θα πρέπει στο σημείο αυτό να διευκρινίσω και τι ακριβώς εννοούμε όταν λέμε «ελληνική».
Γιατί πρόκειται ασφαλώς για μια ελληνικότητα, που για να την κατανοήσουμε, θα πρέπει να υπερβούμε τα σύγχρονα ομφαλοσκοπικά εθνοφυλετικά σχήματα και να επαναπροσεγγίσουμε τον Ελληνισμό μέσα από την έννοια της οικουμενικότητας. Το Βυζάντιο ήταν ελληνικό κράτος – υπό μία έννοια ίσως ακόμη και εξαρχής, γιατί απλωνόταν σ’ ένα γεωγραφικό χώρο που ήταν σε μεγάλο βαθμό ενοποιημένος ήδη από την εποχή ακόμη των διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου, χάρη στους συνεκτικούς κρίκους της ελληνικής γλώσσας και του ελληνικού πολιτισμού. Και αυτή η ενοποίηση βέβαια δεν οφειλόταν σε κάποιο άνωθεν σχέδιο (όπως συμβαίνει λ.χ. σήμερα με την Παγκοσμιοποίηση και τη νεοταξίτικη απόπειρα διάλυσης των εθνικών, πολιτιστικών και θρησκευτικών ιδιαιτεροτήτων των λαών της Γης), αλλά αποτελούσε μία πηγαία εξέλιξη, εξαιτίας της πολιτισμικής υπεροχής του ελληνικού στοιχείου. Κάτι ανάλογο όμως συνέβη και στη συνέχεια, καθώς η Ρωμανία δεν είχε ποτέ κανένα σχέδιο αφομοίωσης των ξένων πληθυσμών που ζούσαν στα εδάφη της. Παρά ταύτα όμως βλέπουμε και τότε μια εμφανή διαδικασία εσωτερικής ενοποίησης, ειδικά δε από τη στιγμή που η αραβική κατάκτηση αποκόπτει οριστικά τα εδάφη της Αιγύπτου και της Μέσης Ανατολής, όπου ζούσαν πληθυσμοί αποξενωμένοι από την πρωτεύουσα, όχι μόνο πολιτικά, αλλά και θρησκευτικά, καθώς είχαν ασπαστεί κυρίως τον Μονοφυσιτισμό. Λίγο πριν είχε μάλιστα λάβει χώρα κι άλλη μία πολύ σημαντική εξέλιξη: η απώλεια ολόκληρου σχεδόν του δυτικού τμήματος του κράτους, καθώς μια πανσπερμία γερμανικών φύλων (Φράγκοι, Γότθοι, Σάξονες, Άγγλοι, Βάνδαλοι) το κατέκλυσε σταδιακά, ιδρύοντας νέα κράτη στα εδάφη του. Το γεγονός αυτό δεν ανάγκασε μόνο την Αυτοκρατορία να αρκεστεί στο ανατολικό τμήμα, οδηγώντας στη γέννηση του νέου ελληνοχριστιανικού imperium. Ταυτόχρονα, επέτεινε την αποξένωση μεταξύ Ανατολής και Δύσης, δύο κόσμων που λόγω πολιτισμικής διαφοράς βρισκόταν ήδη από την αρχαιότητα σε απόκλιση και τους οποίους η εξάπλωση του Χριστιανισμού όχι μόνο δεν μπόρεσε να ενοποιήσει, αλλά έκανε τη μεταξύ τους απόσταση ακόμη πιο αγεφύρωτη, γιατί απλούστατα η (αρχικώς λατινικά απλοϊκή και ακολούθως γερμανικά εκβαρβαρισμένη) Δύση – σε αντίθεση με τη βαθιά μυστική εμπειρία της Ανατολής – ποτέ δεν μπόρεσε να φτάσει μακρύτερα από μία κοντόφθαλμη, ορθολογιστική και μέσω απλοϊκών δικανικών προσεγγίσεων απόπειρα κατανόησης και ερμηνείας του θείου. Η θεμελιώδης αυτή διαφοροποίηση, που τυγχάνει και η κύρια γενεσιουργός αιτία όλων των μετέπειτα δυτικών δογματικών παρεκκλίσεων, διευρύνεται μετά τον 6ο αι. και σταδιακά μετατρέπεται σε χάσμα. Στο τέλος αυτού του δρόμου έρχεται το Σχίσμα των Εκκλησιών το έτος 1054 να επιστεγάσει τυπικά απλώς μία μακραίωνη διαφοροποιητική πορεία, η οποία όμως στα μέσα του 11ου αι. ήταν πλέον μη αναστρέψιμη. Αυτή είναι και μία σχηματική έστω απάντηση στους συγκρητιστές και τους νεοεποχίτες, που μέσα στην παραζάλη της ψευδο-αγαπολογίας ισχυρίζονται ότι λίγες διαφορές έχουμε από τους παπικούς και ότι το Σχίσμα οφειλόταν σε πολιτικά κυρίως αίτια και άρα είναι εύκολα επανορθώσιμο.
Όσα προανέφερα, δείχνουν νομίζω το γιατί μέσα στην αυτοκρατορία της Ρωμανίας δημιουργούνται σταδιακά προϋποθέσεις ιδιαίτερης εσωτερικής συνοχής. Δεν πρόκειται, επαναλαμβάνω, για κάποια άνωθεν απόπειρα τεχνητής ομογενοποίησης, αλλά για μια εξέλιξη που την επιβάλλουν ουσιαστικά οι ίδιες οι ιστορικές συνθήκες. Η απώλεια όλων των δυτικών και των νοτιοανατολικών εδαφών της και η συρρίκνωση της Αυτοκρατορίας στη Μικρασία και τα Βαλκάνια, περιοχές, που κατοικούνταν από πληθυσμούς ελληνικούς ή πλήρως εξελληνισμένους, δημιουργούν μετά τον 7ο αι. ένα κράτος μικρότερο εδαφικά, αλλά πολύ πιο συμπαγές εθνολογικά, γλωσσικά, πολιτισμικά και θρησκευτικά. Ένα κράτος μέσα στο οποίο δεν υπάρχει πλέον άλλη πραγματικότητα, πέραν του ελληνικού πολιτισμού και της ορθόδοξης πίστης. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και η Εικονομαχία που διήρκεσε όλον τον 8ο αι., παρά την έντασή της, δεν είχε λαϊκά ερείσματα, πέραν των πληθυσμών των ανατολικότερων περιοχών της Μικρασίας. Ούτως ή άλλως όμως, για το κράτος αυτό η Εικονομαχία ήταν η τελευταία μεγάλη αίρεση που το ταλαιπώρησε. Το τέλος της σηματοδοτεί την έναρξη πλέον μιας γαλήνιας περιόδου αδιατάρακτης θρησκευτικής ενότητας και ταυτόχρονα μιας μεγάλης θεολογικής και ευρύτερα πνευματικής ακμής. Παράλληλα όμως, σηματοδοτεί και την έναρξη της τελικής φάσης στη μακραίωνη εκείνη διεργασία που αναγέννησε πλήρως τον αρχαίο Ελληνισμό μέσα στην οικουμενική διάσταση της Ρωμηοσύνης.
Και η Ρωμηοσύνη είναι βεβαίως ελληνική, αλλά όχι με βάση τα σημερινά εθνοφυλετικά κριτήρια. Θα πρέπει να καταλάβουμε άλλωστε ότι τον καιρό που διαμορφώνεται και λάμπει πνευματικά σ’ όλο τον κόσμο, τέτοιες εθνοφυλετικές διακρίσεις δεν είχαν νόημα και γι’ αυτό αποτελεί τεράστιο σφάλμα η μεταφορά σύγχρονων στερεοτύπων σε μια κοινωνία, που πολύ απλά βίωνε την Ιστορία ως μία ενιαία χριστιανική πραγματικότητα, άρα μια πραγματικότητα όχι πολυεθνική, αλλά υπερεθνική, μέσα στην οποία «πάντες εν εσμέν εν Χριστώ Ιησού». Ήταν λοιπόν η Ρωμανία, κράτος ελληνικό, αλλά με την αυθεντική σημασία του όρου, και όχι εθνικό, με τη σημερινή εθνοφυλετική σημασία του. Ήταν το πολιτικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο έζησε και μεγαλούργησε ο διευρυμένος Ελληνισμός της ορθόδοξης οικουμενικής Ρωμηοσύνης. Της ίδιας Ρωμηοσύνης, που τελικά επέζησε για αιώνες και μετά την πτώση του κράτους, που συνέχισε να μεγαλουργεί στη Μικρασία, τα Βαλκάνια και τη Ρωσία, που κατέρρευσε στις αρχές του 20ού αι. μέσα στο αίμα και τους καπνούς της Ρωμυλίας, της Ιωνίας και του Ποντου, και που φυσικά καμία σχέση δεν έχει με τη σημερινή θλιβερή, κοντόφθαλμη μοναξιά της άθλιας, βαθιά παρακμιακής και τραγικά συρρικνωμένης νεοελλαδικής μας πραγματικότητας.
Όλα αυτά βεβαίως δεν σημαίνουν ότι στη διευρυμένη αυτή πραγματικότητα έσβησε ο Ελληνισμός και χάθηκε φυλετικά, κληροδοτώντας μόνο τη γλωσσική και πολιτιστική του κληρονομιά στις επόμενες γενιές. Αυτό το λένε οι εθνομηδενιστές και οι αποδομητές της Ιστορίας, που επικαλύπτονται στις μέρες μας με δήθεν επιστημονικές ιδιότητες για να «διαπιστώσουν» ότι το σύγχρονο ελληνικό έθνος δεν έχει καμμία φυλετική σχέση με το αρχαίο, αλλά υπήρξε προϊόν του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και δημιουργήθηκε τεχνητά τον 19ο αι. από ένα συνονθύλευμα Σλάβων, Βλάχων και Αλβανών. Αυτές τις γελοιότητες τις ακούμε συχνά τα τελευταία χρόνια: όλοι σας θυμάστε ασφαλώς το συγγραφικό κουρελογράφημα της Ρεπούση ή το απερίγραπτο τηλεοπτικό περίττωμα του «Σκάι» για την Επανάσταση του ’21. Και αυτά φυσικά είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου. Εμείς που είμαστε επιστημονικά κάπως πιο εξειδικευμένοι, ερχόμαστε δυστυχώς σε καθημερινή αντιπαράθεση με τα μέλη αυτής της ομάδας, που εδώ και χρόνια βρίσκεται στα πράγματα και τα ελέγχει. Κυριαρχεί στα πανεπιστήμια, στα ΜΜΕ, μέσα στα ίδια τα κόμματα, στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο και φυσικά στο ίδιο το Υπουργείο (πρώην Εθνικής και νυν εθνοφοβικής) Παιδείας, γράφει σχολικά βιβλία, αναπαράγεται και παράγει ολοένα και περισσότερους ιδεολογικούς γενιτσάρους.
Σε πείσμα όμως όλων αυτών των γραικύλων, που όταν δεν είναι μίσθαρνα όργανα του Σόρος και των αμερικανικών υπηρεσιών, όταν δεν είναι οσφυοκαμπτικοί τζουτζέδες της Νέας Τάξης και του διεθνούς Σιωνισμού, τότε είναι απλώς τα ανόητα θύματα των ιδεοληπτικών νευρώσεων του ψευτοπροοδευτισμού και της θολο-κουλτούρας, η μόνη αλήθεια είναι ότι ο Ελληνισμός έχει μία αδιατάρακτη ιστορική συνέχεια χιλιάδων χρόνων, που δεν είναι μόνο πολιτιστική, αλλά είναι ασφαλώς και εθνοφυλετική. Σε καμμία περίπτωση δεν παρατηρείται κάποια τομή στη συνέχεια αυτή. Και όσοι ισχυρίζονται κάτι τέτοιο, αναπαράγουν απλώς υποβολιμαία αποκυήματα ψευδοϊστορικής φαντασίας, τα οποία είναι αδύνατο να αντέξουν στην παραμικρή επιστημονική κριτική.
Επί της ουσίας λοιπόν δεν σημαίνει τίποτε το ότι οι μεσαιωνικοί πληθυσμοί της Ελλάδας και της Μικρασίας δεν έχουν εθνική συνείδηση που να προτάσσει ως κριτήριο το όμαιμον, την κοινή φυλετική καταγωγή, αλλά η αυτοσυνειδησία τους βασίζεται κυρίως στην ορθόδοξη πίστη και είναι η συλλογική συνείδηση αυτών που νιώθουν τους εαυτούς τους ως μέλη της Εκκλησίας και συνάμα βέβαια ως πολίτες της μόνης αυτοκρατορίας πάνω στη Γη. Όπως κι αν αυτοπροσδιορίζεται, επί της ουσίας ωστόσο είναι πάντα ο ίδιος λαός. Ο ίδιος λαός στην εξέλιξή του, η ίδια γλώσσα στην εξέλιξή της, ο ίδιος πολιτισμός στην αδιατάρακτή του συνέχεια. Η Ρωμανία είναι για μας τους σημερινούς Έλληνες ο κεντρικός κρίκος αυτής της συνέχειας, γιατί είναι ο τόπος και ο χρόνος που ο Ελληνισμός συναντά την Ορθοδοξία και μετασχηματίζεται σε καινή κτίση, μεταβάλλεται από σύναξη πολιτών σε μυστική σύναξη γύρω από το Άγιο Ποτήριο. Αυτός ο μετασχηματισμός είναι η τελείωση του Ελληνισμού, η ολοκλήρωση και η τελειοποίησή του.
Και αυτός ασφαλώς είναι τελικά και ο λόγος που το Βυζάντιο, η Ρωμανία, είναι μεν ελληνική ιστορία, ταυτόχρονα ωστόσο είναι και μια περίοδος διεύρυνσης ή ακόμη και υπέρβασης της ελληνικής Ιστορίας. Είναι μία γέφυρα από την οποία πέρασε ο αρχαίος Ελληνισμός προχωρώντας προς το μέλλον, ιστορικά και εσχατολογικά, ένα πεδίο μέσα στο οποίο μετεξελίχθηκε, μία κολυμβήθρα μέσα στην οποία βαπτίστηκε και αναγεννήθηκε. Το γράφει πολύ εύστοχα νομίζω στην «Πονεμένη Ρωμηοσύνη» του ο μεγάλος Φώτης Κόντογλου: «Οι άνθρωποι που ζούσανε στο Βυζάντιο, μ’ όλο που πολλοί απ’ αυτούς βαστούσανε από το ίδιο το αρχαίο ελληνικό αίμα κι είχανε την ελληνική παιδεία, ήτανε όμως ολότελα άλλοι, “άνθρωποι καινοί”, “λαλούντες γλώσσαις καιναίς”». Και συνεχίζει λίγο αργότερα: «Ενώ η αρχαία τέχνη ήτανε βασισμένη απάνω στο μέτρο και στις αναλογίες, η τέχνη των Βυζαντινών ζητούσε να βρει έκφραση για πράγματα που δεν χωρούνε στο ανθρώπινο μέτρο. Λοιπόν το Βυζάντιο είναι ένα μεγάλο πράγμα. Είναι ο καιρός και ο τόπος που ζούσανε οι άνθρωποι με τον πόθο της αιωνιότητας. Γι’ αυτό έχει αυτή τη μυστηριώδη ιδιορρυθμία, που δεν τη θέλουνε οι άνθρωποι που οι πόθοι τους δεν βγαίνουνε έξω από τον ορθό λόγο, δηλαδή που είναι κολλημένοι στην κοινοτοπία των υλικών συγκινήσεων… Η αρχαιότητα είναι η βασιλεία του λογικού, ενώ το Βυζάντιο η βασιλεία της πίστεως, της πνευματικής μέθης και της αθανασίας».
Και επειδή η βυζαντινή κοινωνία ζούσε πράγματι με τον πόθο της αιωνιότητας, ήταν διαποτισμένη από την Ορθοδοξία σε όλες της τις εκφάνσεις και εκδηλώσεις. Η καθημερινότητα του ανθρώπου, οι σχέσεις που συνάπτει με τους γύρω του, αλλά και όλες του οι αστικές ή αγροτικές, επαγγελματικές δραστηριότητες, διαπνέονται από την πίστη στον Θεό και η διεκπεραίωσή τους είναι συνυφασμένη με την επίκληση της θείας βοήθειας. Δεν είναι τυχαίο που γράφονται τόσες εκκλησιαστικές ευχές για κάθε δραστηριότητα, ακόμη και για τις φαινομενικά πιο ασήμαντες. Αυτό οφείλεται σε αίτημα των ίδιων των πιστών, που ζητούν τη θεία χάρη για όλες τις πράξεις τους. Δεν είναι τυχαίο που τώρα καθιερώνεται η απότιση τιμής προς τους αγίους, τόσο ως ατομικούς προστάτες, όσο και ως πολιούχους πόλεων ή προστάτες συντεχνιών και επαγγελμάτων. Οφείλεται και αυτό στη βαθιά πίστη του λαού, που νιώθει την ανάγκη να περιχαρακώσει με τη θεία προστασία και τη μεσιτεία των αγίων κάθε κοινωνική ή βιοποριστική του δράση. Δεν είναι επίσης τυχαίο ότι τα θέματα της πίστης, ακόμη και τα βαθύτερα δογματικά, απασχολούσαν έντονα ακόμη και τους απλούς ανθρώπους του λαού και γίνονταν καθημερινά αντικείμενο συζητήσεων, πράγμα βέβαια που πολλές φορές οδηγούσε και σε έξαψη των παθών ή ακόμη και σε οπαδικού τύπου αντιπαραθέσεις, που κι αυτές όμως, παρά τις υπερβολές τους, πάλι δείχνουν πόσο ζωντανό και βιωματικά αληθινό ήταν το ενδιαφέρον για την πίστη. Δεν είναι ακόμη τυχαίο που ακόμα και μέσα στο Παλάτι, σε ένα χώρο δηλαδή εκ των πραγμάτων διεφθαρμένο, όπως όλα τα κέντρα πολιτικής εξουσίας σε όλες τις εποχές, πάμπολλες φορές συναντούμε εντυπωσιακά φαινόμενα βαθιάς πνευματικότητας και αγιότητας με αυγούστες, αλλά και αυτοκράτορες που ζούσαν ασκητικά και κατόρθωσαν να φτάσουν σε μεγάλα πνευματικά ύψη.
Και φυσικά δεν είναι, τέλος, τυχαίο που πολύ περισσότερο σε καιρό κρίσης, κινδύνων, ασθενειών, προστρέχουν οι πιστοί στον Θεό ή την Παναγία και τους Αγίους για μεσιτεία. Και ακόμη και για τις πολεμικές συγκρούσεις προσεύχεται ο άνθρωπος και η Εκκλησία και αιτείται «νίκας τοις βασιλεύσι κατά βαρβάρων», όχι επειδή βεβαίως καθαγιάζεται ο πόλεμος, που πάντα κατονομάζεται ως διαστροφικό και μεταπτωτικό ανθρώπινο φαινόμενο, αλλά επειδή έστω κατ’ οικονομίαν αιτιολογείται ο αμυντικός πόλεμος και αναγνωρίζεται η αναγκαιότητα να διατηρηθεί αλώβητο το «πολίτευμα του Κυρίου», δηλαδή η χριστιανική αυτοκρατορία, η οποία αποτελεί το απαραίτητο προστατευτικό υλικό κέλυφος για την ασφάλεια του λαού του Θεού και την απρόσκοπτη επιτέλεση του εκκλησιαστικού έργου της σωτηρίας. Γι’ αυτό και είναι μόνιμη η προσευχή προς τον Θεό να ειρηνεύσει «εν πολέμοις το πολίτευμα», γι’ αυτό και η Παναγία κατονομάζεται ως υπέρμαχος στρατηγός, γι’ αυτό και η Κωνσταντινούπολη αλλά και ολόκληρη η Αυτοκρατορία αφιερώνονται σ’ Εκείνην, την έχουν «πρεσβείαν θερμήν και τείχος απροσμάχητον».
Η βυζαντινή κοινωνία λοιπόν είχε αυτή τη βαθιά και ζωντανή πίστη και στήριζε πάντα τις ελπίδες της στον Θεό, σε κάθε περίσταση. Αυτό ήταν νομίζω τελικά το κεντρικό της χαρακτηριστικό, που την κρατούσε ζωντανή μέσα στις δοκιμασίες, που την κράτησε ζωντανή και μετά την πτώση στον βάρβαρο ζυγό. Το ανέφερα και πριν, αλλά θα το επαναλάβω, γιατί είναι σημαντικό. Είναι μία κοινωνία θεοφοβούμενη, που παρά τις πτώσεις της, έχει ταυτόχρονα και ταπείνωση. Πάντα έχει ταπείνωση, σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής και της τέχνης, ακόμη κι όταν το κράτος βρίσκεται πολιτικά και οικονομικά στη μεγάλη του ακμή. Η Ρωμηοσύνη δεν είναι αλαζονικός πολιτισμός. Είναι πολιτισμός μέγας, άνω θρώσκων, αλλά βαθιά πνευματικός και συνεπώς ταπεινόφρων. Δείτε τις βυζαντινές εκκλησιές σε σύγκριση με την έπαρση των γοτθικών καθεδρικών, δείτε τη μέτρια χρήση της υλικής τεχνολογίας, παρά τις τεράστιες υπάρχουσες δυνατότητες, σε σύγκριση με την υστερική αποθέωση της επιστήμης μετά τον 16ο αι. στη Δύση. Δείτε και τους καλόγερους στα μοναστήρια να αντιγράφουν τα αρχαιότερα κείμενα για να τα σώσουν από τη λήθη. Κι όχι φυσικά επειδή δεν μπορούσαν αντ’ αυτού να επιχειρήσουν να γράψουν δικά τους πρωτότυπα κείμενα. Η μανία όμως για πρωτοτυπία είναι έπαρση κι εγωκεντρισμός. Ο δικός μας πολιτισμός αντίθετα αναπαράγει τα ήδη κεκτημένα του, γιατί απλούστατα έχει ταπείνωση και πιστεύει πως τα σπουδαία έχουν πλέον ήδη ειπωθεί από τους προγενέστερους. Και επειδή φυσικά ποτέ στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για στείρα αναπαραγωγή, πάντα υπεισέρχονται νέα στοιχεία και έτσι ο ρωμέηκος πολιτισμός προχωρά πάντα σε νέες πολιτισμικές συνθέσεις. Και είναι και συνθέσεις εντυπωσιακές και πολύ συχνά βέβαια έχουν και μεγάλη δόση πρωτοτυπίας. Με τη διαφορά όμως πως οι δημιουργοί τους δεν τις αισθάνονται ως τέτοιες και δεν υπερηφανεύονται, νομίζοντας ότι κάνουν κάτι σημαντικό. Χαρακτηριστικό είναι αυτό που γράφει στο προοίμιο του έργου του, ο περίφημος χρονογράφος του 9ου αι. Θεοφάνης ο Ομολογητής: «Εί τις εν τούτω τω πονήματι ημών ονησιφόρον τι εύροι, την πρέπουσαν τω Θεώ ευχαριστίαν αποδώση και ημίν τοις αμαθέσι και αμαρτωλοίς δια τον Κύριον υπερεύξηται. Και εί τι ελλείπον εύροι, τη αμαθεία ημών τούτο λογίσηται και τη αργία του χαμερπούς νοός ημών και συγγνώσεται ημίν δια τον Κύριον». Δηλαδή, αν κανείς βρει σ’ αυτό το έργο κάτι χρήσιμο, τον Θεό να ευχαριστήσει και για μένα τον αμαρτωλό και αμαθή να κάνει προσευχή στον Κύριο. Να μην το αποδώσει λοιπόν σ’ εμένα. Σ’ εμένα αντίθετα να αποδώσει οποιοδήποτε μειονέκτημα βρει, να το καταλογίσει στην αμάθεια και το χαμερπές μυαλό μου και να με συγχωρέσει στ’ όνομα του Κυρίου. Βλέπουμε συνεπώς πώς συμπεριφέρεται ο πνευματικός δημιουργός της ορθόδοξης Ρωμηοσύνης. Δημιουργεί το έργο του για τη δόξα του Θεού και όχι τη δική του και στον Θεό αποδίδει την όποια συγγραφική ή μουσική ή εικαστική ή άλλη δημιουργική του έμπνευση. Αυτό λοιπόν είναι, νομίζω, στο βάθος η Ρωμηοσύνη. Είναι ένας μεγαλειώδης πολιτισμός, που περιπατεί επί πτερύγων ανέμων, όμως τον κουβαλούν στις πλάτες τους ταπεινόφρονες άνθρωποι.
Ενώ όμως η Ρωμηοσύνη είναι ταπεινή, δεν είναι από την άλλη πολιτισμός παθητικότητας και μοιρολατρίας. Είναι πολιτισμός ανυπότακτος και αντιστασιακός, που πολεμά μανιασμένα όταν τίθενται σε κίνδυνο οι υπέρτατες αξίες του. «Όταν απειλούν την πατρίδα μου, τη θρησκεία μου, θα φωνάξω κι ας μου κάνουν ό, τι θέλουν» έλεγε ο Μακρυγιάννης. Θυμηθείτε την αντίσταση κλήρου και λαού στον μεγάλο εικονομαχικό διωγμό του 8ου αι. Θυμηθείτε την ανένδοτη αντίστασή του αργότερα στους Φράγκους κατακτητές. Θυμηθείτε όμως βέβαια και την αντίστασή του στο σκοτάδι της τουρκικής σκλαβιάς, θυμηθείτε το αίμα των νεομαρτύρων, το Κρυφό Σχολειό, το αδούλωτο πνεύμα της κλεφτουριάς, τις πάμπολλες επαναστάσεις που έγιναν και πνίγηκαν στο αίμα από τον 16ο ως και τον 18ο αι.
Αντίσταση, αίμα και πόνος λοιπόν είναι που γαλουχούν τον νεότερο Ελληνισμό της Ρωμηοσύνης, μαζί βέβαια με την ορθόδοξη πίστη, που είναι πάντα η βασική σταθερά. Οι σφαγές και οι καταστροφές τον γαλουχούν και συνάμα η αντίσταση, που είναι άλλωστε πάντα συνυφασμένη με το αίμα και τον πόνο. Αντίσταση, υλική και πνευματική, απέναντι στους Φράγκους και τους Τούρκους, μέσα από την πλήρη άρνηση της υποτέλειας και της εθελοδουλείας. Την άρνηση της πτώσης στην αίρεση ή στον εξισλαμισμό, που ήταν ακριβώς το ίδιο, ήταν για τον Ρωμηό απώλεια της ορθόδοξης ταυτότητας, δηλ. θάνατος πνευματικός. Να λοιπόν γιατί τα νεοταξίτικα όργανα παλεύουν να μας κάνουν να τα ξεχάσουμε όλα αυτά. Γιατί η απώλεια της ιστορικής μνήμης παραγράφει μοιραία και όλη αυτή την κυρίαρχη αντιστασιακή διάσταση της ταυτότητάς μας. Και έτσι καθιστά τελικά φυσιολογική τη διαιώνισή μας ως υπνωτισμένων σκλάβων σε ξένους αφεντάδες. Διασφαλίζει την ύπαρξή μας ως άχρωμου και συνεπώς ακίνδυνου εκτοπλάσματος μέσα στον προωθούμενο παγκοσμιοποιημένο νεοταξίτικο χυλό.
Θα μου επιτρέψετε ωστόσο να κλείσω μ’ ένα ερώτημα: πού βαδίζουμε αυτή τη στιγμή; «Το 1453» γράφει ο Κόντογλου, «μ’ όλο που κόπηκε το μεγάλο εκείνο δέντρο της Ρωμιοσύνης, η φύτρα σώθηκε και πέταξε νέους βλαστούς, που λουλουδίσανε κι ας πλάκωνε τον ραγιά η φοβέρα του θανάτου». Τι έχει όμως απομείνει πλέον σήμερα απ’ αυτούς τους βλαστούς; Ζούμε σε καιρούς βαθιάς κρίσης, οικονομικής, πολιτικής και κυρίως βέβαια πνευματικής. Ζούμε στους κατοχικούς καιρούς των Μνημονίων, των ελληνοφοβικών αποδομητών, της κατάρρευσης κάθε αξίας. Ζούμε και στους καιρούς του θρησκευτικού συγκρητισμού και της νεοεποχίτικης λαίλαπας, όπου όλα έχουν αμβλυνθεί στον βωμό των σκοπιμοτήτων και των υπόγειων σχεδίων του διεθνούς Σιωνισμού, όπου ορθόδοξοι επίσκοποι συμπροσεύχονται με καρδινάλιους, ιμάμηδες και μάγους, όπου κάθε μέρα γίνεται κι ένα νέο βήμα για την προώθηση της Πανθρησκείας, που ανοίγει τον δρόμο για την επικράτηση της Παγκόσμιας Δικτατορίας, και όπου όσοι αγωνίζονται για την Ορθοδοξία, εξουθενώνονται από τα τραγικά παπαγαλάκια της Νέας Τάξης και καθυβρίζονται ως φανατικοί σκοταδιστές. Ζούμε με άλλα λόγια σε μια εποχή, που και η πατρίδα καταρρέει και η πίστη μας κινδυνεύει να νοθευτεί και να χαθεί. Το ερώτημα λοιπόν είναι πολύ απλό: κατά πόσον είμαστε πια σε θέση όλοι μας, κλήρος και λαός, να αποτινάξουμε όλες αυτές τις εξαρτήσεις ή τουλάχιστον να το προσπαθήσουμε; Κατά πόσον μπορούμε, πηγαίνοντας κόντρα στο ρεύμα των πραγμάτων, να κοιτάξουμε πίσω στην Ιστορία μας και να ξαναβρούμε το χαμένο ιστορικό μας αυτεπίγνωτο; Να ξαναβρούμε τον Μέγα Αθανάσιο και τον Ιωάννη Δαμασκηνό, τον Ιωάννη Βατάτζη και τον Γρηγόριο Παλαμά, τον Μακρυγιάννη και τον Καραϊσκάκη; Να ξαναβρούμε με άλλα λόγια την αυθεντική και πάλαι ποτέ αντιστασιακή ταυτότητά μας; Αυτό είναι ένα πολύ κρίσιμο και βαθιά υπαρξιακό ερώτημα, που ως λαός πρέπει πλέον να το απαντήσουμε πολύ γρήγορα. Γιατί από την απάντηση του, εξαρτάται κυριολεκτικά ολόκληρο το μέλλον μας.
Διδάκτορα Βυζαντινής Ιστορίας του Α.Π.Θ.Πλησιάζει και πάλι η επέτειος μιας ημέρας κατά την οποία κλείνει με τον πλέον τραγικό τρόπο το πιο θεμελιώδες ίσως κεφάλαιο της Ιστορίας μας. Μία εκπληκτική περίοδος 11 αιώνων, κατά την οποία ο παρηκμασμένος Ελληνισμός της Ύστερης Αρχαιότητας αποκτά νέα πνοή, αναδιαμορφώνεται, αναβαπτίζεται μέσα στην ορθόδοξη καινή κτίση, αναβαπτίζοντας ταυτόχρονα και ωθώντας σε πρωτόγνωρα ύψη και τη σοφία των προγόνων του. Όλα αυτά μέσα σε μια Αυτοκρατορία, που ξεκινά τον 4ο αι. ως απλή συνέχεια της Ρώμης και 4 αιώνες αργότερα είναι πια ένα κράτος εξολοκλήρου ελληνικό.
Ο λόγος για την αποκαλούμενη «Βυζαντινή Αυτοκρατορία». Και θα διευκρινίσω εξαρχής ότι αυτός ο όρος δεν έχει φυσικά καμία σχέση με την ιστορική πραγματικότητα, αλλά αποτελεί επιστημονικό νεολογισμό, που εμφανίστηκε με προφανώς υποτιμητικό πρόσημο
τον 18ο αι. στη Γερμανία και καθιερώθηκε έκτοτε διεθνώς, ως διακριτικός της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, έναντι κυρίως του κράτους του Καρλομάγνου που σφετερίστηκε την πολιτική κληρονομιά της Ρώμης. Οι κάτοικοι όμως της Αυτοκρατορίας ποτέ δεν ονόμασαν τους εαυτούς τους Βυζαντινούς. Μέχρι το τέλος αυτοαποκαλούνταν Ρωμαίοι – και τελικά επί το λαϊκότερον Ρωμηοί – ενώ το κράτος τους το αποκαλούσαν Βασιλεία των Ρωμαίων ή Ρωμανία. Επειδή όμως ο όρος δυστυχώς χρησιμοποιείται ακόμη κατά κόρον, θα μου επιτρέψετε κατά παραχώρησιν να τον χρησιμοποιήσω κι εγώ σήμερα κάποιες φορές – μόνο και μόνο για να αποφύγουμε κάποιες ασυνεννοησίες.
Το κράτος λοιπόν αυτό, το λεγόμενο βυζαντινό, δεν είναι τυπικά παρά η συνέχεια του ρωμαϊκού. Η επιλογή ωστόσο του Μεγάλου Κωνσταντίνου να χτίσει μια νέα πρωτεύουσα και να φύγει από τη Ρώμη, ισοδυναμεί με κάτι πολύ σπουδαιότερο από μία απλή αλλαγή έδρας. Η εγκατάλειψη της πανάρχαιης πόλης, της τόσο βαθιά συνδεδεμένης με την ειδωλολατρία και τόσο ανεπανόρθωτα βυθισμένης στη διαφθορά, δείχνει την απόφαση του μεγάλου αυτού αυτοκράτορα να ξεκινήσει πάλι από την αρχή τον κύκλο ζωής της αυτοκρατορίας. Και η επιλογή ενός γεωγραφικού χώρου, όπου κυριαρχούσαν ο ελληνικός πολιτισμός και η χριστιανική πίστη, δείχνει βεβαίως και τις νέες υγιείς δυνάμεις στις οποίες σκόπευε να βασιστεί. Παρότι λοιπόν τίποτε ιδιαίτερο δεν δείχνει αρχικά να αλλάζει και το κράτος παραμένει επίσημα λατινικό, ήδη από μόνη της η αλλαγή της πρωτεύουσας δρομολογεί τη διαδικασία του εξελληνισμού του. Στους επόμενους αιώνες αυτό γίνεται όλο και πιο σαφές, σε μια περίοδο πάντως γεμάτη μεγάλες περιπέτειες, που συχνά απειλούν την ίδια την ύπαρξή του. Παρά τις εξωτερικές όμως δοκιμασίες που γνωρίζει από ισχυρούς εχθρούς, όπως οι Ούννοι, οι Άβαροι, οι Πέρσες, οι Άραβες, οι Βούλγαροι, και ακόμη παρά τις εσωτερικές δοκιμασίες που τη συγκλονίζουν, με αποκορύφωμα την Εικονομαχία, η Αυτοκρατορία επιβιώνει, ανθίσταται και με μια συνεχή ανοδική πορεία φτάνει τον 10ο αι. στο απόγειο της ακμής της. Στα χρόνια του κορυφαίου της αυτοκράτορα, του Βασιλείου του Β΄, είναι η ισχυρότερη αυτοκρατορία πάνω στη Γη. Η ισχυρότερη οικονομικά και στρατιωτικά, αλλά και η πιο προηγμένη πολιτιστικά, με μία εκπληκτική άνθηση των επιστημών, των τεχνών και των γραμμάτων.
Σύντομα όμως αρχίζει η παρακμή. Μετά τον θάνατο του Βασιλείου το έτος 1025, ανεβαίνει στον θρόνο μια σειρά ανίκανων αυτοκρατόρων, που δεν αντιλαμβάνονται τον κίνδυνο από την εμφάνιση νέων εχθρών, όπως οι Τούρκοι. Κυρίως όμως δεν ενδιαφέρονται να περιορίσουν τους μεγάλους γαιοκτήμονες, που απορροφούν έτσι τη μικρή γεωκτησία. Η εξαφάνιση των ελεύθερων αγροτών, που ήταν η βάση του στρατού, έχει ως βαρύτατη συνέπεια την αμυντική εξασθένηση της Αυτοκρατορίας, αλλά επιφέρει πλήγμα και στην οικονομία, που κατά κύριο λόγο ήταν αγροτική.
Μετά από μία τελευταία αναλαμπή υπό τη Δυναστεία των Κομνηνών, η βαθιά οικονομική και στρατιωτική κρίση είναι πλέον έκδηλη και επισφραγίζεται με την Άλωση της Πόλης από τους Σταυροφόρους το 1204. Ένα συντριπτικό πλήγμα, από το οποίο δεν θα ανακάμψει ποτέ όχι μόνο η φρικωδώς λεηλατημένη πρωτεύουσα, αλλά και ολόκληρη η Αυτοκρατορία. Οι Σταυροφόροι στη συνέχεια τη διαμελίζουν, ενώ ο Ελληνισμός διασώζεται στα 3 ελληνικά κράτη της Ηπείρου, της Τραπεζούντας και της Νίκαιας, η οποία αποτελεί και την αυθεντική διάδοχη κατάσταση του Βυζαντίου, καθώς εκεί καταφεύγουν ο αυτοκράτορας και ο πατριάρχης. Στα επόμενα χρόνια βέβαια η Νίκαια αναπτύσσεται και τελικά, το 1261, κατορθώνει να ανακαταλάβει την Κωνσταντινούπολη. Η παλιά αίγλη όμως έχει πια οριστικά χαθεί.
Αυτή η τελευταία περίοδος, ως το 1453, είναι μία εποχή τεράστιας κρίσης. Το κράτος της Νίκαιας με την περιορισμένη του έκταση είχε κατορθώσει, βασισμένο στους επαρχιακούς πληθυσμούς, να αναπτυχθεί και να ακμάσει. Η μεταφορά όμως πλέον του κέντρου βάρους και πάλι στην Κωνσταντινούπολη και η ανακατάληψη του ελλαδικού χώρου, γέμισε το κράτος με νέες ευθύνες και τυπικά το επιφόρτισε ξανά με τον παλαιό του κοσμοκρατορικό ρόλο, στον οποίο όμως ουσιαστικά δεν μπορούσε πια να ανταποκριθεί. Έτσι, μετά τα τέλη του 13ου αι. η παρακμή είναι πλέον ραγδαία. Αυτό συμπίπτει με την εμφάνιση και την άνοδο των Οθωμανών, που έσπευσαν βεβαίως να εκμεταλλευτούν αυτή την παρακμή.
Οι Οθωμανοί ήταν μία τουρκική ορδή, που γύρω στο 1300, ίδρυσε ένα νέο ισχυρό κράτος, με πρωτεύουσα την Προύσα. Αφού κατέλαβαν τα τελευταία βυζαντινά εδάφη στη Μ.Ασία, μετά το 1350 πέρασαν στην Ευρώπη και σύντομα ολόκληρη σχεδόν η παλαιά Αυτοκρατορία βρισκόταν πλέον στα χέρια τους. Στην κυριαρχία του άλλοτε πανίσχυρου κράτους απέμενε πια μόνο η Πελοπόννησος και η ίδια η Βασιλεύουσα, που όμως ήταν εδαφικά κυκλωμένη από τα τουρκικά στίφη και η πτώση της ήταν πλέον θέμα χρόνου.
Το τέλος ήρθε, όταν στον θρόνο του σουλτανάτου ανέβηκε ο νεαρός Μωάμεθ Β’. Ο στρατός του αποτελούνταν από 200.000 στρατιώτες, από αναρίθμητα ακόμη στίφη ατάκτων, αλλά κι από ένα οργανωμένο πυροβολικό με γιγάντια ορειχάλκινα κανόνια. Η Κωνσταντινούπολη αντίθετα, δεν ήταν πλέον παρά μία άθλια σκιά του ένδοξου παρελθόντος της. Η άλλοτε μυθική πόλη, που στην ακμή της συγκέντρωνε τον απίστευτο για τα τότε δεδομένα πληθυσμό 1.000.000 ανθρώπων, δεν είχε συνέλθει ποτέ από το μανιασμένο πέρασμα των Σταυροφόρων. Γεμάτη ερείπια και τεράστιες εκτάσεις εντελώς ακατοίκητες πλέον, το 1453 κατοικούνταν από μόλις 50.000 ψυχές. Κι ανάμεσά τους μόνο οι 5.000 ήταν στρατιώτες, ενώ υπήρχαν ακόμη και 2.000 Γενουάτες και Βενετοί. Τα μεγέθη λοιπόν ήταν εντελώς άνισα. Και ούτε και τα περίφημα τείχη της μπορούσαν πια να τη σώσουν, γιατί αυτά ήταν παλιά και ανίκανα να αντισταθούν για πολύ στα τεράστια βλήματα των τουρκικών κανονιών. Επιπλέον, είχαν μήκος πάνω από 22 χλμ και ήταν φανερό πως σε μια πολυμέτωπη τουρκική επίθεση, οι ελάχιστοι μάχιμοι άνδρες δεν θα μπορούσαν να τα υπερασπιστούν.
Δεν θα αναφερθώ στα γεγονότα της μεγάλης πολιορκίας, νομίζω πως λίγο-πολύ σας είναι γνωστά. Θα μου επιτρέψετε μόνο να σταθώ σε δύο επιμέρους περιστατικά, αποτίοντας φόρο τιμής στη μεγάλη τραγική μας επέτειο. Το πρώτο έλαβε χώρα την 21η Μαΐου. Είχαν ήδη κυλήσει 50 μέρες πολιορκίας και όλα ήταν δυσοίωνα. Μες στην πόλη ήταν πλέον ιδιαίτερα αισθητή η έλλειψη τροφίμων, οι πολεμιστές είχαν κουραστεί από τις εχθρικές επιθέσεις, ενώ ο συνεχής επί εβδομάδες βομβαρδισμός εξάντλησε εντελώς και τον υπόλοιπο πληθυσμό, καθώς άντρες, γυναίκες, παιδιά, ιερείς και μοναχοί προσπαθούσαν να αποκαταστήσουν τις πολυάριθμες ρωγμές του τείχους. Τότε ο σουλτάνος έστειλε πρέσβη, ζητώντας την παράδοση της πόλης με την υπόσχεση να επιτρέψει στον Αυτοκράτορα και σε όσους το επιθυμούσαν να φύγουν με τα υπάρχοντά τους. Η απάντηση όμως του Κωνσταντίνου ήταν συγκλονιστικά μεγαλειώδης. «Ούτε σε μένα, ούτε σε κανέναν άλλον από τους κατοίκους της Πόλης, δεν ανήκει το δικαίωμα να σου τη δώσουμε. Κοινή μας απόφαση είναι με τη θέλησή μας να πεθάνουμε όλοι και να μη λογαριάσουμε τη ζωή μας». «Κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου φεισόμεθα της ζωής ημών».
Ποια είναι άραγε αυτή η δύναμη που ωθεί τον καταδικασμένο αυτοκράτορα να επιλέξει συνειδητά τη θυσία, ενώ του δίνεται η ευκαιρία να σώσει τη ζωή και την περιουσία του; Νομίζω ότι πολύ απλά, εκείνη τη δραματική στιγμή ο Παλαιολόγος κουβαλάει στις πλάτες του 25 ολόκληρους αιώνες. Κουβαλάει στις πλάτες του έναν ολόκληρο λαό που ποτέ του δεν ανέχτηκε να ζήσει σκλαβωμένος, τον ίδιο λαό που κάποτε δεν έδωσε γη και ύδωρ στους Πέρσες, τον ίδιο λαό που πολλούς αιώνες μετά κραύγασε: «Ελευθερία ή Θάνατος». Δεν είναι τελικά η ίδια απάντηση που έδωσε ο Λεωνίδας στον Ξέρξη, οι Σουλιώτισσες στο Ζάλογγο, ο Παπαφλέσσας στο Μανιάκι, ο μητροπολίτης Χρυσόστομος στη Σμύρνη, ο Γρηγόρης Αυξεντίου στους Άγγλους ή ακόμη και ο Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος στους Γερμανούς κατακτητές; Είναι αυτό ακριβώς. Η ίδια γελοία και ανισόρροπη απόφαση, για τα δεδομένα ενός σημερινού ορθολογιστή, που θα αδυνατούσε φυσικά να καταλάβει ότι είναι φορές που τελικά μπορείς να ζήσεις, μονάχα πεθαίνοντας. Να ζήσεις, θανάτω θάνατον πατήσας. Η ίδια παλαβή απόφαση ενός δια τον Χριστόν και δια το Έθνος σαλού, που και τίποτε άλλο να μη γνωρίζαμε από τη Βυζαντινή Ιστορία, θα ήταν από μόνη της αρκετή για να τεκμηριώσει πως αυτός ο λαός του Λεωνίδα, του Αλέξανδρου, του Μακρυγιάννη και του Πλαστήρα, ο ίδιος ουσιαστικά λαός ήταν εκεί και το 1453. Ο ίδιος και όχι άλλος.
Το δεύτερο σημείο που θα σταθώ είναι ο επίλογος της ομιλίας που έβγαλε ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, στις 28 Μαΐου, μέσα στην Αγία Σοφία. Ο αυτοκράτορας, αφού προέτρεψε τον λαό να αντισταθεί με αυταπάρνηση, είπε: «Εάν ειλικρινά το πράξετε, ελπίζω ότι, με τη βοήθεια του Θεού, θα αποφύγουμε τη δίκαιη τιμωρία Του, που κρέμεται από πάνω μας».
Και αυτή η φράση του Κωνσταντίνου κατά κάποιον τρόπο συνοψίζει – θα τολμούσα να πω – όλη την προγενέστερη ιστορία της βυζαντινής κοινωνίας. Μιας κοινωνίας, που παρά τα ελαττώματά της, είχε ένα κεντρικό χαρακτηριστικό, που το κληροδότησε και στον μετέπειτα Ελληνισμό της Τουρκοκρατίας – και αυτό ήταν που θα τον κρατούσε ζωντανό μέσα στο σκοτάδι της σκλαβιάς. Ήταν μία κοινωνία θεοφοβούμενη, που είχε μέσα της κάτι πολύ σπουδαίο: την επίγνωση της αμαρτωλότητάς της. Το στοιχείο δηλαδή που είχαμε επί αιώνες, αλλά πλέον σήμερα, μέσα στη σκοτοδίνη του δήθεν εκσυγχρονισμού, έχει σχεδόν εκλείψει. Ο βυζαντινός πολίτης, είτε ήταν φωτισμένος άνθρωπος, είτε απλός άνθρωπος του λαού μ’ όλες τις προλήψεις του, είτε ακόμη και κάποιος που είχε διαπράξει εγκλήματα, είχε στις περισσότερες των περιπτώσεων ένα μεγάλο δώρο: είχε έλεγχο συνείδησης. Και αυτός ο έλεγχος ήταν που τον ωθούσε να γίνεται καλύτερος – ή τουλάχιστον να μη γίνεται χειρότερος. Που τον ωθούσε να φτάνει σε ύψη πνευματικά ή να μετανοεί και να αγωνίζεται ή έστω να μη γίνεται ένα ον απολύτως αποκτηνωμένο. Προσωπικά, είμαι βέβαιος ότι, όσα εγκλήματα κι αν διεπράχθησαν σ’ αυτό το τόσο παρεξηγημένο Βυζάντιο, η κοινωνία του απείχε έτη φωτός από τη σημερινή απόλυτη αποκτήνωση, από τον απολύτως ζοφερό μεσαίωνα του 20ού και 21ου αι. Από μια κοινωνία που υποτίθεται πως έγινε ανθρωποκεντρική και εν ονόματι της ανθρώπινης αξίας, διέπραξε τους πιο φριχτούς πολέμους και τις πιο αποτρόπαιες γενοκτονίες. Από μια κοινωνία που υποτίθεται πως αποθέωσε την πρόοδο και τη λογική και πριν αλέκτωρ λαλήση, παραδόθηκε εκουσίως στις σέχτες, τους αστρολόγους και τους αποκρυφιστές. Από μια κοινωνία υλιστικών ονειρώξεων, που καθαίρεσε τον Θεό ως σκοταδιστική πλάνη και στη θέση του κατασκεύασε αναρίθμητα χρυσά μοσχάρια, που τα προσκυνάει ευλαβικά, λέγοντας: «Αυτοί είναι οι θεοί σου, που σε έβγαλαν από την Αίγυπτο»…
Στο παρεξηγημένο Βυζάντιο δεν υπάρχει φυσικά τίποτε από αυτά. Εκεί, όπως είπα, υπάρχει μία κοινωνία με τις πολλές βεβαίως αδυναμίες της, που όμως αγωνίζεται, έχει επίγνωση της ανεπάρκειας και της αμαρτωλότητάς της. Με λίγα λόγια, έχει ταπείνωση. Κι αυτή η ταπείνωση είναι εξαιρετικά ορατή κατά τους τελευταίους αιώνες, οπότε η σταδιακή κατάρρευση του κράτους διογκώνει την αίσθηση ότι το τέλος έρχεται – και έρχεται εξαιτίας του πλήθους των αμαρτιών. Μέχρι και το βλέμμα του Χριστού αλλάζει στις τοιχογραφίες της Ύστερης Παλαιολόγειας Περιόδου, γίνεται θλιμμένο και αυστηρό, δεν είναι πια ο γελαστός Χριστός με τα χαρούμενα ενδυματολογικά χρώματα του 10ου αι. Πολύ πριν έρθει το τέλος, το Γένος έχει πια ουσιαστικά συμφιλιωθεί μαζί του. Ξέρει πως κάποια στιγμή θα έρθει, ως θεία οργή και ως θεία δοκιμασία. Η ίδια όμως αίσθηση έχει ταυτόχρονα μέσα της εγγενώς συνυφασμένη και την ελπίδα. Μετά τον Σταυρό, υπάρχει πάντα η Ανάσταση. Όταν περάσει η δοκιμασία, εξαιτίας των αμαρτιών μας, θα βγει πάλι ο ήλιος. Γι’ αυτό και το Γένος μετά το 1453 δεν πρόκειται ν’ απελπιστεί ποτέ. Πριν καλά-καλά πέσει η Βασιλεύουσα, αυτό ήδη πλέον πιστεύει στην Ανάσταση. Και είναι ήδη πλέον έτοιμο να πράξει το απολύτως συγκλονιστικό: να αναχθεί πέρα ακόμη κι από τη σφαίρα της δέησης, πέρα ακόμη κι από το «Υπεραγία Θεοτόκε σώσον ημάς». Είναι έτοιμο να παρηγορήσει το ίδιο την Παναγιά, να της ζητήσει να μην κλαίει, γιατί «πάλι με χρόνους, με καιρούς, πάλι δικά μας θα ’ναι». Έχει άραγε κάτι να μας διδάξει το μεγαλείο αυτού του λαού, που σε λίγο η περιουσία, η τιμή και η ίδια η ζωή του, δεν θα ανήκε πια στον ίδιο, αλλά στις παρανοϊκές διαθέσεις ενός αλλόθρησκου και βάρβαρου κατακτητή; Έχει άραγε να διδάξει κάτι, σε μας τους σημερινούς επιγόνους του, που έχουμε το θράσος να απελπιζόμαστε, λόγω της οικονομικής κρίσης, να καταγράφουμε ρεκόρ στις αυτοκτονίες, να μας κυριεύει ο πανικός και η κατάθλιψη; Πού είναι το θάρρος μας, πού είναι η πίστη κι η ελπίδα μας;
Ας ξαναγυρίσουμε όμως και πάλι σ’ εκείνη την αποφράδα Τρίτη. Τα χαράματα της 29ης Μαΐου, γύρω στις 2 το πρωί, εκδηλώθηκε η γενική τουρκική επίθεση, από 3 πλευρές συγχρόνως. Οι υπερασπιστές της Πόλης πολέμησαν για μια ακόμη φορά ηρωικά, δεν μπόρεσαν όμως να αντέξουν άλλο. Κι έτσι γράφτηκε ο τραγικός, αλλά και μεγαλειώδης επίλογος: επί 2 ολόκληρους μήνες, 7.000 στρατιώτες και μερικές εκατοντάδες αμάχων, αμύνθηκαν ηρωικά απέναντι στις λυσσαλέες επιθέσεις εκατοντάδων χιλιάδων εχθρών. Και τελικά έπεσαν όλοι τους, μέχρις ενός. Έπεσαν, γνωρίζοντας κατά βάθος ότι θα πέσουν. Γι’ αυτό τιμούμε τη σεπτή τους μνήμη και την ανάμνηση της θυσίας τους. «Τιμή σ’ εκείνους που στην ζωή τους όρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες» έγραψε κάποτε ο μέγας Καβάφης. «Και περισσότερη τιμή τούς πρέπει, όταν προβλέπουν πως οι Μήδοι επί τέλους θα διαβούνε».
Και φυσικά οι Μήδοι πράγματι διαβήκαν. Μετά τον θάνατο του Κωνσταντίνου, οι Τούρκοι όρμησαν μέσα στην πόλη, αρχίζοντας σφαγές και λεηλασίες, που κράτησαν 3 μερόνυχτα. Ο άμαχος πληθυσμός κατασφάχτηκε, οι εκκλησίες λαφυραγωγήθηκαν και βεβηλώθηκαν, οι ιδιωτικές περιουσίες έγιναν αντικείμενο αρπαγής. Έτσι, η Βασιλίδα των Πόλεων, το κλέος και το καύχημα των Ρωμαίων, λεηλατήθηκε μανιασμένα και ερημώθηκε ολοσχερώς. Και η Ορθόδοξη Αυτοκρατορία τους, η Ρωμανία, έπεσε και έπαψε πια να υπάρχει. Στη θέση της ιδρύθηκε η Οθωμανική, που λίγο αργότερα υπέταξε και τις υπόλοιπες ελληνικές περιοχές που είχαν μείνει ελεύθερες, την Πελοπόννησο και το 1461 το έσχατο ελληνικό προπύργιο, την Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας. Η πτώση του Ελληνισμού στη χειρότερη και πιο βίαιη σκλαβιά της Ιστορίας του ήταν πλέον ολοκληρωτική.
Και βέβαια αποτελεί εξίσου θλιβερή διαπίστωση ότι αυτή η σκλαβιά κόβει τα φτερά του Ελληνισμού πάνω στη νέα του μεγάλη άνθηση. Γιατί είναι πραγματικά εντυπωσιακό το ότι όσο η Ρωμανία πολιτικά καταρρέει μετά τον 12ο αι., αυτή η κατάρρευση δεν επεκτείνεται και στον πνευματικό τομέα, όπου αντίθετα σημειώνεται μεγάλη ακμή σε όλους τους τομείς (τέχνη, γράμματα, μουσική) καθ’ όλη τη διάρκεια της λεγόμενης Παλαιολόγειας Περιόδου. Γιατί μιλάμε για έναν Ελληνισμό, που παρέμενε πάντα ζωντανός και εύρωστος – και μπορούσε πνευματικά να μεγαλουργεί, παρά τα πολιτικά και οικονομικά προβλήματα του κράτους. Άλλη μια απόδειξη λοιπόν του πόσο καταστροφική υπήρξε η τουρκική κατάκτηση, που ανέκοψε βίαια όλη αυτήν την αναγεννητική του πορεία και τον έριξε για πολλούς αιώνες στο πιο βάρβαρο και βαθύ σκοτάδι.
Μετά απ’ όλες αυτές πάντως τις ιστορικές αναφορές, θα μου επιτρέψετε να καταθέσω και κάποιες ακόμη σκέψεις μου. Αισθάνομαι ειλικρινά αυτήν την ανάγκη, επειδή πολλές ανέφερα τη λέξη «Ελληνισμός» και μίλησα και για το Βυζάντιο ως ελληνική αυτοκρατορία. Για να μην υπάρξουν ωστόσο παρανοήσεις, θα πρέπει στο σημείο αυτό να διευκρινίσω και τι ακριβώς εννοούμε όταν λέμε «ελληνική».
Γιατί πρόκειται ασφαλώς για μια ελληνικότητα, που για να την κατανοήσουμε, θα πρέπει να υπερβούμε τα σύγχρονα ομφαλοσκοπικά εθνοφυλετικά σχήματα και να επαναπροσεγγίσουμε τον Ελληνισμό μέσα από την έννοια της οικουμενικότητας. Το Βυζάντιο ήταν ελληνικό κράτος – υπό μία έννοια ίσως ακόμη και εξαρχής, γιατί απλωνόταν σ’ ένα γεωγραφικό χώρο που ήταν σε μεγάλο βαθμό ενοποιημένος ήδη από την εποχή ακόμη των διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου, χάρη στους συνεκτικούς κρίκους της ελληνικής γλώσσας και του ελληνικού πολιτισμού. Και αυτή η ενοποίηση βέβαια δεν οφειλόταν σε κάποιο άνωθεν σχέδιο (όπως συμβαίνει λ.χ. σήμερα με την Παγκοσμιοποίηση και τη νεοταξίτικη απόπειρα διάλυσης των εθνικών, πολιτιστικών και θρησκευτικών ιδιαιτεροτήτων των λαών της Γης), αλλά αποτελούσε μία πηγαία εξέλιξη, εξαιτίας της πολιτισμικής υπεροχής του ελληνικού στοιχείου. Κάτι ανάλογο όμως συνέβη και στη συνέχεια, καθώς η Ρωμανία δεν είχε ποτέ κανένα σχέδιο αφομοίωσης των ξένων πληθυσμών που ζούσαν στα εδάφη της. Παρά ταύτα όμως βλέπουμε και τότε μια εμφανή διαδικασία εσωτερικής ενοποίησης, ειδικά δε από τη στιγμή που η αραβική κατάκτηση αποκόπτει οριστικά τα εδάφη της Αιγύπτου και της Μέσης Ανατολής, όπου ζούσαν πληθυσμοί αποξενωμένοι από την πρωτεύουσα, όχι μόνο πολιτικά, αλλά και θρησκευτικά, καθώς είχαν ασπαστεί κυρίως τον Μονοφυσιτισμό. Λίγο πριν είχε μάλιστα λάβει χώρα κι άλλη μία πολύ σημαντική εξέλιξη: η απώλεια ολόκληρου σχεδόν του δυτικού τμήματος του κράτους, καθώς μια πανσπερμία γερμανικών φύλων (Φράγκοι, Γότθοι, Σάξονες, Άγγλοι, Βάνδαλοι) το κατέκλυσε σταδιακά, ιδρύοντας νέα κράτη στα εδάφη του. Το γεγονός αυτό δεν ανάγκασε μόνο την Αυτοκρατορία να αρκεστεί στο ανατολικό τμήμα, οδηγώντας στη γέννηση του νέου ελληνοχριστιανικού imperium. Ταυτόχρονα, επέτεινε την αποξένωση μεταξύ Ανατολής και Δύσης, δύο κόσμων που λόγω πολιτισμικής διαφοράς βρισκόταν ήδη από την αρχαιότητα σε απόκλιση και τους οποίους η εξάπλωση του Χριστιανισμού όχι μόνο δεν μπόρεσε να ενοποιήσει, αλλά έκανε τη μεταξύ τους απόσταση ακόμη πιο αγεφύρωτη, γιατί απλούστατα η (αρχικώς λατινικά απλοϊκή και ακολούθως γερμανικά εκβαρβαρισμένη) Δύση – σε αντίθεση με τη βαθιά μυστική εμπειρία της Ανατολής – ποτέ δεν μπόρεσε να φτάσει μακρύτερα από μία κοντόφθαλμη, ορθολογιστική και μέσω απλοϊκών δικανικών προσεγγίσεων απόπειρα κατανόησης και ερμηνείας του θείου. Η θεμελιώδης αυτή διαφοροποίηση, που τυγχάνει και η κύρια γενεσιουργός αιτία όλων των μετέπειτα δυτικών δογματικών παρεκκλίσεων, διευρύνεται μετά τον 6ο αι. και σταδιακά μετατρέπεται σε χάσμα. Στο τέλος αυτού του δρόμου έρχεται το Σχίσμα των Εκκλησιών το έτος 1054 να επιστεγάσει τυπικά απλώς μία μακραίωνη διαφοροποιητική πορεία, η οποία όμως στα μέσα του 11ου αι. ήταν πλέον μη αναστρέψιμη. Αυτή είναι και μία σχηματική έστω απάντηση στους συγκρητιστές και τους νεοεποχίτες, που μέσα στην παραζάλη της ψευδο-αγαπολογίας ισχυρίζονται ότι λίγες διαφορές έχουμε από τους παπικούς και ότι το Σχίσμα οφειλόταν σε πολιτικά κυρίως αίτια και άρα είναι εύκολα επανορθώσιμο.
Όσα προανέφερα, δείχνουν νομίζω το γιατί μέσα στην αυτοκρατορία της Ρωμανίας δημιουργούνται σταδιακά προϋποθέσεις ιδιαίτερης εσωτερικής συνοχής. Δεν πρόκειται, επαναλαμβάνω, για κάποια άνωθεν απόπειρα τεχνητής ομογενοποίησης, αλλά για μια εξέλιξη που την επιβάλλουν ουσιαστικά οι ίδιες οι ιστορικές συνθήκες. Η απώλεια όλων των δυτικών και των νοτιοανατολικών εδαφών της και η συρρίκνωση της Αυτοκρατορίας στη Μικρασία και τα Βαλκάνια, περιοχές, που κατοικούνταν από πληθυσμούς ελληνικούς ή πλήρως εξελληνισμένους, δημιουργούν μετά τον 7ο αι. ένα κράτος μικρότερο εδαφικά, αλλά πολύ πιο συμπαγές εθνολογικά, γλωσσικά, πολιτισμικά και θρησκευτικά. Ένα κράτος μέσα στο οποίο δεν υπάρχει πλέον άλλη πραγματικότητα, πέραν του ελληνικού πολιτισμού και της ορθόδοξης πίστης. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και η Εικονομαχία που διήρκεσε όλον τον 8ο αι., παρά την έντασή της, δεν είχε λαϊκά ερείσματα, πέραν των πληθυσμών των ανατολικότερων περιοχών της Μικρασίας. Ούτως ή άλλως όμως, για το κράτος αυτό η Εικονομαχία ήταν η τελευταία μεγάλη αίρεση που το ταλαιπώρησε. Το τέλος της σηματοδοτεί την έναρξη πλέον μιας γαλήνιας περιόδου αδιατάρακτης θρησκευτικής ενότητας και ταυτόχρονα μιας μεγάλης θεολογικής και ευρύτερα πνευματικής ακμής. Παράλληλα όμως, σηματοδοτεί και την έναρξη της τελικής φάσης στη μακραίωνη εκείνη διεργασία που αναγέννησε πλήρως τον αρχαίο Ελληνισμό μέσα στην οικουμενική διάσταση της Ρωμηοσύνης.
Και η Ρωμηοσύνη είναι βεβαίως ελληνική, αλλά όχι με βάση τα σημερινά εθνοφυλετικά κριτήρια. Θα πρέπει να καταλάβουμε άλλωστε ότι τον καιρό που διαμορφώνεται και λάμπει πνευματικά σ’ όλο τον κόσμο, τέτοιες εθνοφυλετικές διακρίσεις δεν είχαν νόημα και γι’ αυτό αποτελεί τεράστιο σφάλμα η μεταφορά σύγχρονων στερεοτύπων σε μια κοινωνία, που πολύ απλά βίωνε την Ιστορία ως μία ενιαία χριστιανική πραγματικότητα, άρα μια πραγματικότητα όχι πολυεθνική, αλλά υπερεθνική, μέσα στην οποία «πάντες εν εσμέν εν Χριστώ Ιησού». Ήταν λοιπόν η Ρωμανία, κράτος ελληνικό, αλλά με την αυθεντική σημασία του όρου, και όχι εθνικό, με τη σημερινή εθνοφυλετική σημασία του. Ήταν το πολιτικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο έζησε και μεγαλούργησε ο διευρυμένος Ελληνισμός της ορθόδοξης οικουμενικής Ρωμηοσύνης. Της ίδιας Ρωμηοσύνης, που τελικά επέζησε για αιώνες και μετά την πτώση του κράτους, που συνέχισε να μεγαλουργεί στη Μικρασία, τα Βαλκάνια και τη Ρωσία, που κατέρρευσε στις αρχές του 20ού αι. μέσα στο αίμα και τους καπνούς της Ρωμυλίας, της Ιωνίας και του Ποντου, και που φυσικά καμία σχέση δεν έχει με τη σημερινή θλιβερή, κοντόφθαλμη μοναξιά της άθλιας, βαθιά παρακμιακής και τραγικά συρρικνωμένης νεοελλαδικής μας πραγματικότητας.
Όλα αυτά βεβαίως δεν σημαίνουν ότι στη διευρυμένη αυτή πραγματικότητα έσβησε ο Ελληνισμός και χάθηκε φυλετικά, κληροδοτώντας μόνο τη γλωσσική και πολιτιστική του κληρονομιά στις επόμενες γενιές. Αυτό το λένε οι εθνομηδενιστές και οι αποδομητές της Ιστορίας, που επικαλύπτονται στις μέρες μας με δήθεν επιστημονικές ιδιότητες για να «διαπιστώσουν» ότι το σύγχρονο ελληνικό έθνος δεν έχει καμμία φυλετική σχέση με το αρχαίο, αλλά υπήρξε προϊόν του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και δημιουργήθηκε τεχνητά τον 19ο αι. από ένα συνονθύλευμα Σλάβων, Βλάχων και Αλβανών. Αυτές τις γελοιότητες τις ακούμε συχνά τα τελευταία χρόνια: όλοι σας θυμάστε ασφαλώς το συγγραφικό κουρελογράφημα της Ρεπούση ή το απερίγραπτο τηλεοπτικό περίττωμα του «Σκάι» για την Επανάσταση του ’21. Και αυτά φυσικά είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου. Εμείς που είμαστε επιστημονικά κάπως πιο εξειδικευμένοι, ερχόμαστε δυστυχώς σε καθημερινή αντιπαράθεση με τα μέλη αυτής της ομάδας, που εδώ και χρόνια βρίσκεται στα πράγματα και τα ελέγχει. Κυριαρχεί στα πανεπιστήμια, στα ΜΜΕ, μέσα στα ίδια τα κόμματα, στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο και φυσικά στο ίδιο το Υπουργείο (πρώην Εθνικής και νυν εθνοφοβικής) Παιδείας, γράφει σχολικά βιβλία, αναπαράγεται και παράγει ολοένα και περισσότερους ιδεολογικούς γενιτσάρους.
Σε πείσμα όμως όλων αυτών των γραικύλων, που όταν δεν είναι μίσθαρνα όργανα του Σόρος και των αμερικανικών υπηρεσιών, όταν δεν είναι οσφυοκαμπτικοί τζουτζέδες της Νέας Τάξης και του διεθνούς Σιωνισμού, τότε είναι απλώς τα ανόητα θύματα των ιδεοληπτικών νευρώσεων του ψευτοπροοδευτισμού και της θολο-κουλτούρας, η μόνη αλήθεια είναι ότι ο Ελληνισμός έχει μία αδιατάρακτη ιστορική συνέχεια χιλιάδων χρόνων, που δεν είναι μόνο πολιτιστική, αλλά είναι ασφαλώς και εθνοφυλετική. Σε καμμία περίπτωση δεν παρατηρείται κάποια τομή στη συνέχεια αυτή. Και όσοι ισχυρίζονται κάτι τέτοιο, αναπαράγουν απλώς υποβολιμαία αποκυήματα ψευδοϊστορικής φαντασίας, τα οποία είναι αδύνατο να αντέξουν στην παραμικρή επιστημονική κριτική.
Επί της ουσίας λοιπόν δεν σημαίνει τίποτε το ότι οι μεσαιωνικοί πληθυσμοί της Ελλάδας και της Μικρασίας δεν έχουν εθνική συνείδηση που να προτάσσει ως κριτήριο το όμαιμον, την κοινή φυλετική καταγωγή, αλλά η αυτοσυνειδησία τους βασίζεται κυρίως στην ορθόδοξη πίστη και είναι η συλλογική συνείδηση αυτών που νιώθουν τους εαυτούς τους ως μέλη της Εκκλησίας και συνάμα βέβαια ως πολίτες της μόνης αυτοκρατορίας πάνω στη Γη. Όπως κι αν αυτοπροσδιορίζεται, επί της ουσίας ωστόσο είναι πάντα ο ίδιος λαός. Ο ίδιος λαός στην εξέλιξή του, η ίδια γλώσσα στην εξέλιξή της, ο ίδιος πολιτισμός στην αδιατάρακτή του συνέχεια. Η Ρωμανία είναι για μας τους σημερινούς Έλληνες ο κεντρικός κρίκος αυτής της συνέχειας, γιατί είναι ο τόπος και ο χρόνος που ο Ελληνισμός συναντά την Ορθοδοξία και μετασχηματίζεται σε καινή κτίση, μεταβάλλεται από σύναξη πολιτών σε μυστική σύναξη γύρω από το Άγιο Ποτήριο. Αυτός ο μετασχηματισμός είναι η τελείωση του Ελληνισμού, η ολοκλήρωση και η τελειοποίησή του.
Και αυτός ασφαλώς είναι τελικά και ο λόγος που το Βυζάντιο, η Ρωμανία, είναι μεν ελληνική ιστορία, ταυτόχρονα ωστόσο είναι και μια περίοδος διεύρυνσης ή ακόμη και υπέρβασης της ελληνικής Ιστορίας. Είναι μία γέφυρα από την οποία πέρασε ο αρχαίος Ελληνισμός προχωρώντας προς το μέλλον, ιστορικά και εσχατολογικά, ένα πεδίο μέσα στο οποίο μετεξελίχθηκε, μία κολυμβήθρα μέσα στην οποία βαπτίστηκε και αναγεννήθηκε. Το γράφει πολύ εύστοχα νομίζω στην «Πονεμένη Ρωμηοσύνη» του ο μεγάλος Φώτης Κόντογλου: «Οι άνθρωποι που ζούσανε στο Βυζάντιο, μ’ όλο που πολλοί απ’ αυτούς βαστούσανε από το ίδιο το αρχαίο ελληνικό αίμα κι είχανε την ελληνική παιδεία, ήτανε όμως ολότελα άλλοι, “άνθρωποι καινοί”, “λαλούντες γλώσσαις καιναίς”». Και συνεχίζει λίγο αργότερα: «Ενώ η αρχαία τέχνη ήτανε βασισμένη απάνω στο μέτρο και στις αναλογίες, η τέχνη των Βυζαντινών ζητούσε να βρει έκφραση για πράγματα που δεν χωρούνε στο ανθρώπινο μέτρο. Λοιπόν το Βυζάντιο είναι ένα μεγάλο πράγμα. Είναι ο καιρός και ο τόπος που ζούσανε οι άνθρωποι με τον πόθο της αιωνιότητας. Γι’ αυτό έχει αυτή τη μυστηριώδη ιδιορρυθμία, που δεν τη θέλουνε οι άνθρωποι που οι πόθοι τους δεν βγαίνουνε έξω από τον ορθό λόγο, δηλαδή που είναι κολλημένοι στην κοινοτοπία των υλικών συγκινήσεων… Η αρχαιότητα είναι η βασιλεία του λογικού, ενώ το Βυζάντιο η βασιλεία της πίστεως, της πνευματικής μέθης και της αθανασίας».
Και επειδή η βυζαντινή κοινωνία ζούσε πράγματι με τον πόθο της αιωνιότητας, ήταν διαποτισμένη από την Ορθοδοξία σε όλες της τις εκφάνσεις και εκδηλώσεις. Η καθημερινότητα του ανθρώπου, οι σχέσεις που συνάπτει με τους γύρω του, αλλά και όλες του οι αστικές ή αγροτικές, επαγγελματικές δραστηριότητες, διαπνέονται από την πίστη στον Θεό και η διεκπεραίωσή τους είναι συνυφασμένη με την επίκληση της θείας βοήθειας. Δεν είναι τυχαίο που γράφονται τόσες εκκλησιαστικές ευχές για κάθε δραστηριότητα, ακόμη και για τις φαινομενικά πιο ασήμαντες. Αυτό οφείλεται σε αίτημα των ίδιων των πιστών, που ζητούν τη θεία χάρη για όλες τις πράξεις τους. Δεν είναι τυχαίο που τώρα καθιερώνεται η απότιση τιμής προς τους αγίους, τόσο ως ατομικούς προστάτες, όσο και ως πολιούχους πόλεων ή προστάτες συντεχνιών και επαγγελμάτων. Οφείλεται και αυτό στη βαθιά πίστη του λαού, που νιώθει την ανάγκη να περιχαρακώσει με τη θεία προστασία και τη μεσιτεία των αγίων κάθε κοινωνική ή βιοποριστική του δράση. Δεν είναι επίσης τυχαίο ότι τα θέματα της πίστης, ακόμη και τα βαθύτερα δογματικά, απασχολούσαν έντονα ακόμη και τους απλούς ανθρώπους του λαού και γίνονταν καθημερινά αντικείμενο συζητήσεων, πράγμα βέβαια που πολλές φορές οδηγούσε και σε έξαψη των παθών ή ακόμη και σε οπαδικού τύπου αντιπαραθέσεις, που κι αυτές όμως, παρά τις υπερβολές τους, πάλι δείχνουν πόσο ζωντανό και βιωματικά αληθινό ήταν το ενδιαφέρον για την πίστη. Δεν είναι ακόμη τυχαίο που ακόμα και μέσα στο Παλάτι, σε ένα χώρο δηλαδή εκ των πραγμάτων διεφθαρμένο, όπως όλα τα κέντρα πολιτικής εξουσίας σε όλες τις εποχές, πάμπολλες φορές συναντούμε εντυπωσιακά φαινόμενα βαθιάς πνευματικότητας και αγιότητας με αυγούστες, αλλά και αυτοκράτορες που ζούσαν ασκητικά και κατόρθωσαν να φτάσουν σε μεγάλα πνευματικά ύψη.
Και φυσικά δεν είναι, τέλος, τυχαίο που πολύ περισσότερο σε καιρό κρίσης, κινδύνων, ασθενειών, προστρέχουν οι πιστοί στον Θεό ή την Παναγία και τους Αγίους για μεσιτεία. Και ακόμη και για τις πολεμικές συγκρούσεις προσεύχεται ο άνθρωπος και η Εκκλησία και αιτείται «νίκας τοις βασιλεύσι κατά βαρβάρων», όχι επειδή βεβαίως καθαγιάζεται ο πόλεμος, που πάντα κατονομάζεται ως διαστροφικό και μεταπτωτικό ανθρώπινο φαινόμενο, αλλά επειδή έστω κατ’ οικονομίαν αιτιολογείται ο αμυντικός πόλεμος και αναγνωρίζεται η αναγκαιότητα να διατηρηθεί αλώβητο το «πολίτευμα του Κυρίου», δηλαδή η χριστιανική αυτοκρατορία, η οποία αποτελεί το απαραίτητο προστατευτικό υλικό κέλυφος για την ασφάλεια του λαού του Θεού και την απρόσκοπτη επιτέλεση του εκκλησιαστικού έργου της σωτηρίας. Γι’ αυτό και είναι μόνιμη η προσευχή προς τον Θεό να ειρηνεύσει «εν πολέμοις το πολίτευμα», γι’ αυτό και η Παναγία κατονομάζεται ως υπέρμαχος στρατηγός, γι’ αυτό και η Κωνσταντινούπολη αλλά και ολόκληρη η Αυτοκρατορία αφιερώνονται σ’ Εκείνην, την έχουν «πρεσβείαν θερμήν και τείχος απροσμάχητον».
Η βυζαντινή κοινωνία λοιπόν είχε αυτή τη βαθιά και ζωντανή πίστη και στήριζε πάντα τις ελπίδες της στον Θεό, σε κάθε περίσταση. Αυτό ήταν νομίζω τελικά το κεντρικό της χαρακτηριστικό, που την κρατούσε ζωντανή μέσα στις δοκιμασίες, που την κράτησε ζωντανή και μετά την πτώση στον βάρβαρο ζυγό. Το ανέφερα και πριν, αλλά θα το επαναλάβω, γιατί είναι σημαντικό. Είναι μία κοινωνία θεοφοβούμενη, που παρά τις πτώσεις της, έχει ταυτόχρονα και ταπείνωση. Πάντα έχει ταπείνωση, σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής και της τέχνης, ακόμη κι όταν το κράτος βρίσκεται πολιτικά και οικονομικά στη μεγάλη του ακμή. Η Ρωμηοσύνη δεν είναι αλαζονικός πολιτισμός. Είναι πολιτισμός μέγας, άνω θρώσκων, αλλά βαθιά πνευματικός και συνεπώς ταπεινόφρων. Δείτε τις βυζαντινές εκκλησιές σε σύγκριση με την έπαρση των γοτθικών καθεδρικών, δείτε τη μέτρια χρήση της υλικής τεχνολογίας, παρά τις τεράστιες υπάρχουσες δυνατότητες, σε σύγκριση με την υστερική αποθέωση της επιστήμης μετά τον 16ο αι. στη Δύση. Δείτε και τους καλόγερους στα μοναστήρια να αντιγράφουν τα αρχαιότερα κείμενα για να τα σώσουν από τη λήθη. Κι όχι φυσικά επειδή δεν μπορούσαν αντ’ αυτού να επιχειρήσουν να γράψουν δικά τους πρωτότυπα κείμενα. Η μανία όμως για πρωτοτυπία είναι έπαρση κι εγωκεντρισμός. Ο δικός μας πολιτισμός αντίθετα αναπαράγει τα ήδη κεκτημένα του, γιατί απλούστατα έχει ταπείνωση και πιστεύει πως τα σπουδαία έχουν πλέον ήδη ειπωθεί από τους προγενέστερους. Και επειδή φυσικά ποτέ στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για στείρα αναπαραγωγή, πάντα υπεισέρχονται νέα στοιχεία και έτσι ο ρωμέηκος πολιτισμός προχωρά πάντα σε νέες πολιτισμικές συνθέσεις. Και είναι και συνθέσεις εντυπωσιακές και πολύ συχνά βέβαια έχουν και μεγάλη δόση πρωτοτυπίας. Με τη διαφορά όμως πως οι δημιουργοί τους δεν τις αισθάνονται ως τέτοιες και δεν υπερηφανεύονται, νομίζοντας ότι κάνουν κάτι σημαντικό. Χαρακτηριστικό είναι αυτό που γράφει στο προοίμιο του έργου του, ο περίφημος χρονογράφος του 9ου αι. Θεοφάνης ο Ομολογητής: «Εί τις εν τούτω τω πονήματι ημών ονησιφόρον τι εύροι, την πρέπουσαν τω Θεώ ευχαριστίαν αποδώση και ημίν τοις αμαθέσι και αμαρτωλοίς δια τον Κύριον υπερεύξηται. Και εί τι ελλείπον εύροι, τη αμαθεία ημών τούτο λογίσηται και τη αργία του χαμερπούς νοός ημών και συγγνώσεται ημίν δια τον Κύριον». Δηλαδή, αν κανείς βρει σ’ αυτό το έργο κάτι χρήσιμο, τον Θεό να ευχαριστήσει και για μένα τον αμαρτωλό και αμαθή να κάνει προσευχή στον Κύριο. Να μην το αποδώσει λοιπόν σ’ εμένα. Σ’ εμένα αντίθετα να αποδώσει οποιοδήποτε μειονέκτημα βρει, να το καταλογίσει στην αμάθεια και το χαμερπές μυαλό μου και να με συγχωρέσει στ’ όνομα του Κυρίου. Βλέπουμε συνεπώς πώς συμπεριφέρεται ο πνευματικός δημιουργός της ορθόδοξης Ρωμηοσύνης. Δημιουργεί το έργο του για τη δόξα του Θεού και όχι τη δική του και στον Θεό αποδίδει την όποια συγγραφική ή μουσική ή εικαστική ή άλλη δημιουργική του έμπνευση. Αυτό λοιπόν είναι, νομίζω, στο βάθος η Ρωμηοσύνη. Είναι ένας μεγαλειώδης πολιτισμός, που περιπατεί επί πτερύγων ανέμων, όμως τον κουβαλούν στις πλάτες τους ταπεινόφρονες άνθρωποι.
Ενώ όμως η Ρωμηοσύνη είναι ταπεινή, δεν είναι από την άλλη πολιτισμός παθητικότητας και μοιρολατρίας. Είναι πολιτισμός ανυπότακτος και αντιστασιακός, που πολεμά μανιασμένα όταν τίθενται σε κίνδυνο οι υπέρτατες αξίες του. «Όταν απειλούν την πατρίδα μου, τη θρησκεία μου, θα φωνάξω κι ας μου κάνουν ό, τι θέλουν» έλεγε ο Μακρυγιάννης. Θυμηθείτε την αντίσταση κλήρου και λαού στον μεγάλο εικονομαχικό διωγμό του 8ου αι. Θυμηθείτε την ανένδοτη αντίστασή του αργότερα στους Φράγκους κατακτητές. Θυμηθείτε όμως βέβαια και την αντίστασή του στο σκοτάδι της τουρκικής σκλαβιάς, θυμηθείτε το αίμα των νεομαρτύρων, το Κρυφό Σχολειό, το αδούλωτο πνεύμα της κλεφτουριάς, τις πάμπολλες επαναστάσεις που έγιναν και πνίγηκαν στο αίμα από τον 16ο ως και τον 18ο αι.
Αντίσταση, αίμα και πόνος λοιπόν είναι που γαλουχούν τον νεότερο Ελληνισμό της Ρωμηοσύνης, μαζί βέβαια με την ορθόδοξη πίστη, που είναι πάντα η βασική σταθερά. Οι σφαγές και οι καταστροφές τον γαλουχούν και συνάμα η αντίσταση, που είναι άλλωστε πάντα συνυφασμένη με το αίμα και τον πόνο. Αντίσταση, υλική και πνευματική, απέναντι στους Φράγκους και τους Τούρκους, μέσα από την πλήρη άρνηση της υποτέλειας και της εθελοδουλείας. Την άρνηση της πτώσης στην αίρεση ή στον εξισλαμισμό, που ήταν ακριβώς το ίδιο, ήταν για τον Ρωμηό απώλεια της ορθόδοξης ταυτότητας, δηλ. θάνατος πνευματικός. Να λοιπόν γιατί τα νεοταξίτικα όργανα παλεύουν να μας κάνουν να τα ξεχάσουμε όλα αυτά. Γιατί η απώλεια της ιστορικής μνήμης παραγράφει μοιραία και όλη αυτή την κυρίαρχη αντιστασιακή διάσταση της ταυτότητάς μας. Και έτσι καθιστά τελικά φυσιολογική τη διαιώνισή μας ως υπνωτισμένων σκλάβων σε ξένους αφεντάδες. Διασφαλίζει την ύπαρξή μας ως άχρωμου και συνεπώς ακίνδυνου εκτοπλάσματος μέσα στον προωθούμενο παγκοσμιοποιημένο νεοταξίτικο χυλό.
Θα μου επιτρέψετε ωστόσο να κλείσω μ’ ένα ερώτημα: πού βαδίζουμε αυτή τη στιγμή; «Το 1453» γράφει ο Κόντογλου, «μ’ όλο που κόπηκε το μεγάλο εκείνο δέντρο της Ρωμιοσύνης, η φύτρα σώθηκε και πέταξε νέους βλαστούς, που λουλουδίσανε κι ας πλάκωνε τον ραγιά η φοβέρα του θανάτου». Τι έχει όμως απομείνει πλέον σήμερα απ’ αυτούς τους βλαστούς; Ζούμε σε καιρούς βαθιάς κρίσης, οικονομικής, πολιτικής και κυρίως βέβαια πνευματικής. Ζούμε στους κατοχικούς καιρούς των Μνημονίων, των ελληνοφοβικών αποδομητών, της κατάρρευσης κάθε αξίας. Ζούμε και στους καιρούς του θρησκευτικού συγκρητισμού και της νεοεποχίτικης λαίλαπας, όπου όλα έχουν αμβλυνθεί στον βωμό των σκοπιμοτήτων και των υπόγειων σχεδίων του διεθνούς Σιωνισμού, όπου ορθόδοξοι επίσκοποι συμπροσεύχονται με καρδινάλιους, ιμάμηδες και μάγους, όπου κάθε μέρα γίνεται κι ένα νέο βήμα για την προώθηση της Πανθρησκείας, που ανοίγει τον δρόμο για την επικράτηση της Παγκόσμιας Δικτατορίας, και όπου όσοι αγωνίζονται για την Ορθοδοξία, εξουθενώνονται από τα τραγικά παπαγαλάκια της Νέας Τάξης και καθυβρίζονται ως φανατικοί σκοταδιστές. Ζούμε με άλλα λόγια σε μια εποχή, που και η πατρίδα καταρρέει και η πίστη μας κινδυνεύει να νοθευτεί και να χαθεί. Το ερώτημα λοιπόν είναι πολύ απλό: κατά πόσον είμαστε πια σε θέση όλοι μας, κλήρος και λαός, να αποτινάξουμε όλες αυτές τις εξαρτήσεις ή τουλάχιστον να το προσπαθήσουμε; Κατά πόσον μπορούμε, πηγαίνοντας κόντρα στο ρεύμα των πραγμάτων, να κοιτάξουμε πίσω στην Ιστορία μας και να ξαναβρούμε το χαμένο ιστορικό μας αυτεπίγνωτο; Να ξαναβρούμε τον Μέγα Αθανάσιο και τον Ιωάννη Δαμασκηνό, τον Ιωάννη Βατάτζη και τον Γρηγόριο Παλαμά, τον Μακρυγιάννη και τον Καραϊσκάκη; Να ξαναβρούμε με άλλα λόγια την αυθεντική και πάλαι ποτέ αντιστασιακή ταυτότητά μας; Αυτό είναι ένα πολύ κρίσιμο και βαθιά υπαρξιακό ερώτημα, που ως λαός πρέπει πλέον να το απαντήσουμε πολύ γρήγορα. Γιατί από την απάντηση του, εξαρτάται κυριολεκτικά ολόκληρο το μέλλον μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου